Ενα αυτοκινητικό δυστύχημα που έγινε στο Σουσουρλούκ, μια πολίχνη κοντά στην Προύσα, έπεσε σαν βόμβα στην κοινή γνώμη της Τουρκίας και έδωσε την αφορμή για να αποκαλυφθούν οι στενές σχέσεις του τουρκικού κράτους με τον υπόκοσμο. Μέσα σε μια πολυτελή Μερτσέντες βρέθηκαν θανάσιμα τραυματισμένοι δύο αξιοσέβαστα στελέχη των αστυνομικών διωκτικών αρχών και ένας καταζητούμενος λαθρέμπορος ναρκωτικών με την ερωμένη του. Με τον θόρυβο που έγινε και με αρκετή καθυστέρηση ανατέθηκε στην υπηρεσία των δημοσίων ελεγκτών και στον πρόεδρό της κ. Κουτλού Σαβάς να συντάξουν ένα πόρισμα για τα γεγονότα και τις επιπτώσεις τους. Η έκθεση, που κατατέθηκε στο γραφείο του πρωθυπουργού και στα πολιτικά κόμματα, είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική. Το πλήρες κείμενο της έκθεσης παρουσιάζεται στο βιβλίο «Εγκλημα και εξουσία – Υπόθεση Σουσουρλούκ» των εκδόσεων Λιβάνη, που θα κυκλοφορήσει σύντομα, και συνοδεύεται από μια κατατοπιστική ανάλυση του Αλκη Κούρκουλα, δημοσιογράφου, για πολλά χρόνια εγκατεστημένου στην Τουρκία. Η σημερινή προδημοσίευση περιλαμβάνει ψήγματα μόνο του ενδιαφέροντος αυτού εγγράφου.
Οι υψηλά ιστάμενοι προστάτες της μαφίας
Η έκθεση Σαβάς κάνει μια συστηματική προσπάθεια να εντοπίσει τον ρόλο των πολυάριθμων υπηρεσιών ασφαλείας της Τουρκίας και τις σχέσεις με τις διάφορες συμμορίες που δρουν στους κόλπους του ίδιου του κράτους. Αφού εκθέτει αναλυτικά διάφορα στοιχεία, καταλήγει στα εξής συμπεράσματα:
«Επειδή η προσοχή της κοινής γνώμης είναι στραμμένη στις σχέσεις «συμμοριών» με το κράτος, είναι χρήσιμο να ασχοληθούμε εν ολίγοις με αυτό το θέμα. Μιλώντας για συμμορίες, ένοπλη δράση και δολοφονίες, πρωτίστως έρχονται στο προσκήνιο οι ομάδες που κάνουν εμπόριο ναρκωτικών. Σε όλα τα σοβαρά κράτη, τα παράνομα αυτά σχήματα αντιμετωπίζονται και εξαλείφονται εν τη γενέσει τους.
Στη χώρα μας, το θέμα των συμμοριών εμφανίζεται με δύο διαφορετικές εκδοχές. Υπάρχουν, πρώτον, οι οργανώσεις, όπως αυτή του Omer Lutfi Topal, που χρησιμοποιούν μεθόδους διεθνούς μαφίας και, δεύτερον, οι οργανώσεις προσώπων αξιοσέβαστων, εκπαιδευμένων για ένοπλες δραστηριότητες, οι οποίες θα μπορούσαν να περιγραφούν ως «ομάδες των γραβατοφόρων».
Ο Omer Lutfi Topal δολοφονήθηκε, αφού είχε διεισδύσει στο κράτος προσφέροντας εξυπηρετήσεις και αφού είχε φτάσει στο σημείο να δίνει εντολές σε δημόσιους παράγοντες, αντί να κανονίζει απλώς τις δουλειές του. Με τη δολοφονία του έμεινε στη μέση η πρώτη προσπάθεια στην ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας για την οργάνωση μαφίας αμερικανικού τύπου, που δε θα φοβόταν την Αστυνομία, τη Στρατοχωροφυλακή και τη δικαιοσύνη.
Ο Omer, που ξεκίνησε διευθύνοντας χαρτοπαικτικές λέσχες, αφού έκλεισε τις λέσχες του και ρευστοποίησε τα χρήματά του, άρχισε να κάνει καταθέσεις, να αγοράζει και να ιδρύει εργοστάσια με σκοπό να γίνει ο «κύριος» Omer. Δεν κατόρθωσε όμως να κάνει τα σχέδιά του πραγματικότητα.
Η φήμη που τον ακολουθούσε ήταν αρκετή για να καταστήσει περιττούς τους σωματοφύλακες, τα τρία με πέντε αυτοκίνητα που τον συνόδευαν στις εξόδους του και τα μέτρα που έπαιρνε για να προστατεύσει τον εαυτό του. Ο θάνατός του δεν αποτράπηκε απ’ αυτή την τακτική του, αφού το σύστημα που τον σκότωσε ήταν ήδη ικανό να εξουδετερώσει κάθε μέτρο ασφάλειας.
Όσο αφορά τη δραστηριότητα των συμμοριών της δεύτερης κατηγορίας, μετά από έρευνα προέκυψε ότι είναι πολύ πιο αποτελεσματική απ’ αυτή της πρώτης κατηγορίας. Οι συμμορίες αυτές οργανώνουν και χρησιμοποιούν τη δύναμη και τα στελέχη του ίδιου του κράτους.
Ως παράδειγμα θ’ αναφερθούν αυτά που συμβαίνουν στο χώρο των τραπεζών.
Η Εξεταστική Επιτροπή της πρωθυπουργίας έκανε έρευνα σε τρεις δημόσιες τράπεζες, από την οποία προέκυψε ένας τρομακτικός απολογισμός. Λείπουν εκατομμύρια δολάρια και δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες που δε φαίνεται να υπάρχει δυνατότητα να επιστρέψουν σ’ αυτές. Είναι σίγουρο ότι οι μακροπρόθεσμες εγγυητικές επιστολές που έχει δώσει το κράτος θα μετατραπούν σε ρευστό… Οι τράπεζες, με κόστος τη μείωση των κερδών τους, χρηματοδότησαν ορισμένα πρόσωπα και επιχειρήσεις. Όλες οι πιστώσεις για leasing και off shore δραστηριότητες κινούνται σ’ ένα βρόμικο τέλμα. Οι κατασκευές είναι πάρα πολύ ακριβές. Στα επόμενα κεφάλαια θα αναφερθούν ονομαστικά πολιτικοί και γραφειοκράτες που εμπλέκονται στις δραστηριότητες των συμμοριών.
Πρέπει να αναφερθεί ότι τα εδώ αναφερόμενα υψηλά ονόματα δεν έχουν προβεί μόνο σε πράξεις αντίθετες προς τους κανονισμούς των τραπεζών, αλλά ανέπτυξαν και δραστηριότητες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εθνικής Ασφάλειας. Η οικονομική διάσταση αυτών που συνέβησαν στις τράπεζες θα ξεπερνάει, ως σκάνδαλο, όλα όσα έχουν γίνει γνωστά στην κοινή γνώμη ως υπόθεση Σουσουρλούκ. Τα όσα συνέβησαν στις τράπεζες δεν πιστεύουμε ότι οφείλονται ή είναι σύμπτωμα γενικότερης διαφθοράς. Όμως επιταχύνουν τη διαφθορά, αφού σκοπός των παράνομων κυκλωμάτων είναι η απόκτηση χρήματος και δύναμης.
Έτσι, η υφή της υπόθεσης Σουσουρλούκ έχει σχέση και με αυτό το στοιχείο».
Τα μυστικά σχέδια της Τανσού Τσιλέρ
Οι αλλαγές που επέφερε, με πρόφαση τον αγώνα εναντίον του ΡΚΚ, η κυρία Τανσού Τσιλέρ στη λειτουργία των μυστικών υπηρεσιών, ειδικότερα της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας, και η ασυδοσία που προέκυψε οδήγησαν, σύμφωνα με την έκθεση, στη σύμφυση του κράτους και των εγκληματικών συμμοριών. Η περιγραφή του φαινομένου είναι ιδιαίτερα ζωηρή:
«Κατά τη δεκαετία του ’80 ο αγώνας εναντίον του ΡΚΚ ανατέθηκε στις Ένοπλες Δυνάμεις. Μέχρι και στις πολιτικές αντιδικίες οι κυβερνήσεις δέχονταν κριτική για το ότι δεν έπαιρναν μέτρα για το θέμα της τρομοκρατίας και για το ότι το είχαν εμπιστευτεί στο στρατό. Ακόμα και με την αλλαγή εξουσίας στα τέλη του 1991, δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι επήλθε ουσιαστική αλλαγή στον αντιτρομοκρατικό αγώνα. Δεν προέκυψε, τουλάχιστον, κάποια σημαντική διαφορά στην εφαρμοζόμενη πρακτική και στις περί αυτού απόψεις. Το 1992 οι κύριες ενασχολήσεις της κυβέρνησης ήταν οι αλλαγές των κρατικών στελεχών, οι συζητήσεις για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και διάφορες υποθέσεις διαφθοράς (που θα μπορούσαν κατ’ αναλογία να συγκριθούν με τη γνωστή στην Ελλάδα υπόθεση Κοσκωτά). Οι κυριότερες ειδήσεις του Τύπου και η προσοχή της κυβέρνησης αφορούσαν αυτά τα θέματα. Αργότερα, το 1993, ήρθαν στην ημερήσια διάταξη οι ριζικές αλλαγές και στον αντιτρομοκρατικό αγώνα άρχισε η «εποχή των γερακιών».
Η πρωθυπουργός προέβαλε τον αντιτρομοκρατικό αγώνα ως πρωταρχική δραστηριότητα της κυβέρνησής της. Έτσι, όταν στη Γενική Διεύθυνση Ασφάλειας τέθηκε επικεφαλής ο Mehmet Agar, έγινε μια σοβαρή επιλογή, σύμφωνα με την οποία η Αστυνομία θα ήταν σε θέση να είναι πιο δραστήρια στον αντιτρομοκρατικό αγώνα. Έτσι ήρθαν στο προσκήνιο οι Ομάδες Ειδικών Αποστολών…
Οι Ομάδες Ειδικών Αποστολών στους νομούς Άγκυρας, Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης συγκροτήθηκαν σε περιφερειακές Διοικήσεις. Η Διεύθυνση των Ομάδων Ειδικών Αποστολών υπαγόταν στην Περιφερειακή Διεύθυνση Δημόσιας Τάξης της Γενικής Διεύθυνσης Ασφάλειας. Αργότερα αποτέλεσε μέρος της διάρθρωσης της Διεύθυνσης Αντιτρομοκρατικού Αγώνα και Ειδικών Αποστολών. Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (26-7-1993), που δε δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ιδρύθηκε η Διεύθυνση Ειδικών Αποστολών. Με κανονιστικό διάταγμα, που δημοσιεύτηκε στις 12-8-1993, τροποποιήθηκε η αρχική απόφαση και δόθηκε η δυνατότητα να ιδρυθεί η Αστυνομική Σχολή Ειδικών Αποστολών και να εκπαιδεύσει εξειδικευμένο προσωπικό.
Ο κανονισμός που όριζε τις εργασίες του Τμήματος έφερε την ένδειξη «άκρως απόρρητο». Σύμφωνα μ’ αυτό τον κανονισμό, το Τμήμα υπαγόταν απευθείας στο γενικό διευθυντή Ασφάλειας.
Το Τμήμα Ειδικών Αποστολών ιδρύθηκε για να «εξουδετερώσει σε αστικές ή αγροτικές περιοχές τις τρομοκρατικές οργανώσεις που χρησιμοποιούν μεθόδους πίεσης, δύναμης, βίας, εκφοβισμού, τρομοκρατίας ή απειλής, με σκοπό να καταστρέψουν την οικονομική, κοινωνική, πολιτική, νομική και συνταγματική τάξη του κράτους, να διασπάσουν την ενότητα της χώρας και του έθνους και να αλλάξουν τις βασικές αρχές της δημοκρατίας. Επίσης για να αναλαμβάνει επιχειρήσεις διάσωσης ομήρων, προστασίας χώρων, οχημάτων και αεροσκαφών και για να πραγματοποιεί άμεσες επεμβάσεις, ενέδρες, αναγνωρίσεις, επιθέσεις και επιχειρήσεις»…
Αν εξεταστούν οι επιθυμίες του προσωπικού, προκύπτει ότι έχουν αυξηθεί πολύ οι αιτήσεις μετάθεσης για τους πέντε νομούς της δυτικής Τουρκίας. Αυτή η κατάσταση αποκαλύπτει ότι σε μικρό χρονικό διάστημα το Τμήμα Ειδικών Αποστολών ουσιαστικά παρεκτράπηκε από την αποστολή του.
Στην αναφορά ενημέρωσης δηλώνεται ανοιχτά ότι εξαιτίας αυτής της άνισης κατανομής έχουν αυξηθεί κατά πολύ τα καθήκοντα των μονάδων μας. Στους νότιους και νοτιοανατολικούς νομούς έχουν δημιουργηθεί κενά. Κατά τον ίδιο τρόπο έχουν δημιουργηθεί στις δυτικές περιοχές προβληματικά Τμήματα λόγω της αύξησης του προσωπικού.
Όπως γίνεται αντιληπτό, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι οι ανάγκες στην Ανατολή μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη λειτουργία νέων Τμημάτων (εκπαίδευσης), δε θα είναι δυνατό να ξεπεραστεί η συσσώρευση προσωπικού στους δυτικούς νομούς. Επιπλέον είναι πολύ μεγάλη η δαπάνη της λειτουργίας των κέντρων εκπαίδευσης των Ομάδων Ειδικών Αποστολών.
Αυτή η ρεαλιστική διαπίστωση εξηγεί τα γενικά και άλυτα προβλήματα του Τμήματος Ειδικών Αποστολών.
Όμως, εκτός από το πρόβλημα του προσωπικού, που έχει χαρακτηριστεί από πολλούς αρμοδίους ως «νοτιοανατολικό σύνδρομο», υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα πιο βαθύ και πιο βασικό. Οι αστυνομικοί των Ειδικών Αποστολών στη νοτιοανατολική Τουρκία συγκρούονται με τους τρομοκράτες και καταδιώκουν στα χωριά, τα χωράφια και τα βουνά αυτούς που βοηθούν και περιθάλπουν τους τρομοκράτες.
Όταν έρχονται στις δυτικές περιοχές, συναντούν πάλι τους ίδιους ανθρώπους. Βλέποντας ότι αυτοί που έχουν καταδιωχτεί και έχουν εγκαταλείψει τα απομακρυσμένα χωριά μένουν στο διπλανό από αυτούς δρόμο και ότι συνεχίζουν να ζουν και στις δυτικές περιοχές «γκετοποιημένοι», σαν ομάδα, αισθάνονται την ανάγκη να λάβουν μέτρα προστασίας για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Έτσι, σε λίγο δημιουργούνται Ομάδες Ειδικών Αποστολών, αλλά αυτή τη φορά με σκοπό την άμυνα.
Εδώ υπάρχει ένα άλλο κρίσιμο στοιχείο. Οι διευθυντές Ασφάλειας, όταν διορίζονται σε ένα νομό, μεταφέρουν μαζί τους τους στενούς τους συνεργάτες, τον υποδιευθυντή τους και τις δικές τους Ειδικές Ομάδες. Έτσι, όταν έρχονται Ειδικές Ομάδες από τη νοτιοανατολική Τουρκία στη δυτική, συνεχίζουν και εκεί τις ίδιες σχέσεις και πρακτικές. Στη συνέχιση των σχέσεων αυτών υπάρχουν δύο βασικά στοιχεία. Το ένα είναι η προστασία και η ασφάλεια και το άλλο η συντήρηση του καθεστώτος «Έκτακτης Ανάγκης» με την εξάπλωση ενεργειών που δικαιολογούν και επιβάλλουν την εφαρμογή του.
Πρέπει να δηλωθεί και να ομολογηθεί ανοιχτά ότι στην κατοχή οπαδών του ΡΚΚ που συλλαμβάνονται ή σκοτώνονται βρίσκονται όπλα, πυρομαχικά, εξοπλισμός, εκρηκτικά, ασύρματοι και ακόμα στα κρησφύγετά τους βρίσκονται ρούχα και τρόφιμα αλλά ποτέ συνάλλαγμα. Δεν μπορεί να μην έχουν χρήματα και συνάλλαγμα για τις ανάγκες των ομάδων τους και των ανδρών τους, όταν συλλαμβάνονται άτομα τα οποία χαρακτηρίζονται ως διοικητές ομάδων και διοικητές Περιοχών της τρομοκρατικής οργάνωσης. Τι γίνονται τα χρήματά τους;
Αυτοί που υπηρέτησαν στην Περιοχή έχουν την άποψη ότι η ζωή και η περιουσία των τρομοκρατών του ΡΚΚ ανήκουν στο κράτος.
Αργότερα όμως στους δυτικούς νομούς οι ομάδες των Κούρδων που έχουν μετακινηθεί από την Ανατολή και που σύμφωνα με αρμοδίους της Αστυνομίας «δεν κάθονται ήσυχοι», γίνονται ο στόχος των Ειδικών Ομάδων. Πράγματι, θεωρείται «θεμιτό» να τίθενται υπό έλεγχο οι ομάδες των Κούρδων από τα Τμήματα Ειδικών Αποστολών και να καθίστανται συνέταιροι στα παράνομα κέρδη της αγοράς και του υπόκοσμου».
Η ΜΙΤ γνωρίζει αλλά δεν μιλά
Η Υπηρεσία Πληροφοριών της Τουρκίας, η γνωστή ΜΙΤ, εμφανίζεται να γνωρίζει πολλά αλλά να κρατάει πολλά μυστικά και ντοκουμέντα.
«Ο Mehmet Eymur και η ομάδα του στη ΜΙΤ, προκειμένου να σώσει τον Mufit Sement (ανήκει στη συμμορία του Drej Ali), του οποίου δακτυλικό αποτύπωμα είχε βρεθεί στο αυτοκίνητο με το οποίο απήχθη ο Ali Yaprak, συναντήθηκε με τη συμμορία του Yaprak. Το κυριότερο, ο Mufit Sement μέσα από το κτίριο της ΜΙΤ με το τηλέφωνο του Eymur συνομιλεί και κάνει παζάρια με υπεύθυνο άτομο του Yaprak.
Οι λεπτομέρειες της συνομιλίας θα προκαλέσουν λύπη στη χώρα. Ο άνθρωπος του Yaprak με επιθετικό και απειλητικό τρόπο είπε ότι έδωσαν το λόγο τους στον Eymur και δε θα δώσουν δουλειά στην Αστυνομία και στους υπολοίπους. Υποσχέθηκε ότι οι ίδιοι θα κρατήσουν το λόγο τους και ότι στη δική τους περιοχή κάνουν κουμάντο μόνο αυτοί.
Οι αρμόδιοι της ΜΙΤ ανέχονται αυτό το διασυρμό. Η Αστυνομία παρακολουθεί τα τηλέφωνα του Yaprak και κάνει ότι δεν ξέρει τίποτα.
Η κατάσταση αυτή αποτελεί ντροπή για το κράτος.
Τι είδους άνθρωπος είναι ο Yesil; Με τους καταδότες που έχει συγκεντρώσει γύρω του επιδίδεται σε πράξεις όπως συγκέντρωση χρημάτων για προστασία, αρπαγές, επιθέσεις σε σπίτια, βιασμούς, ληστείες, φόνους, βασανιστήρια, απαγωγές κ.λπ. Με το άκουσμα τέτοιων γεγονότων είναι δύσκολο για τις δημόσιες Αρχές να δηλώσουν ότι συνεχίζουν να συνεργάζονται μαζί του.
Είναι, βέβαια, κατανοητό ότι σοβαρές υπηρεσίες όπως η ΜΙΤ χρησιμοποιούν και άτομα που δεν είναι σοβαρά. Αλλά θα πρέπει να βρεθεί το όριο που χωρίζει την κλίκα από τη συνεργασία.
Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι η ΜΙΤ χρησιμοποίησε μερικές φορές τον Yesil σε κάποια σχέδιά της στο εξωτερικό. Η σχέση του Yesil με το Ειδικό Γραφείο Πληροφοριών δεν είναι σχέση σεβασμού και υποταγής προς αυτή, αλλά σχέση οικειότητας και συναλλαγής.
Όσο σοβαρός είναι ο διασυρμός μπροστά στα μάτια του Σώματος Δημόσιας Ασφάλειας της Περιοχής Έκτακτης Ανάγκης, άλλο τόσο σοβαρό είναι να ανοίξει λογαριασμό ο Yesil στο παράρτημα Heykel της Αγροτικής Τράπεζας με το όνομα Ahmet Demir, για να συγκεντρώσει τα λύτρα και τα χρηματικά ποσά από εκβιασμούς και προστασία.
Η ύπαρξη αυτού του λογαριασμού έγινε γνωστή από πληροφορίες των κρατικών αρχείων. Σ’ αυτό το λογαριασμό γίνονταν καταθέσεις και από λαθρεμπόρους ηρωίνης. Αν εκτιμήσουμε το γεγονός, μαζί με τη σκέψη ότι «ο Yesil δεν τα τρώει μόνος του», μας έρχεται στο μυαλό μία και μόνη ερώτηση: Με ποιους συνεργαζόταν ο Yesil, με ποιους τα μοιραζόταν;
Η απάντηση θα είναι λογική και σύντομη: Κάποιοι τον προστατεύουν και κάποιους προστατεύει…
Ο Yesil, που δρα στην Αττάλεια με το όνομα Metin Gunes (Sakali Haci), στην Άγκυρα με τα ονόματα Metin Atmaca και Ahmet Demir, είναι ένα άτομο του οποίου την ύπαρξη και τις δραστηριότητες γνωρίζουν τόσο η Αστυνομία όσο και η ΜΙΤ. Και οι δύο τον παρακολουθούν, υποκλέπτουν τα τηλέφωνά του και έχουν διαπιστώσει τις επαφές του με την άλλη πλευρά. Οι Υπηρεσίες Κρατικής Ασφάλειας γνωρίζουν τις δραστηριότητες και τις επαφές του, διαπιστώνουν ότι είναι ενέργειες που συνιστούν ποινικά αδικήματα, σύμφωνα με τον τουρκικό Ποινικό Κώδικα, και… σιωπούν. Να, αυτή είναι η υπόθεση Σουσουρλούκ.
Καθώς το κράτος σιωπά, το πεδίο αφήνεται στις συμμορίες.
Παρόλο που έχουμε τη ΜΙΤ, η οποία είναι ενημερωμένη για όλα, και παρά την ύπαρξη της Αστυνομίας που διαθέτει 150.000 αστυνομικούς, δεν κατέστη δυνατό να ελεγχθεί η δράση 15-20 παλικαράδων που παριστάνουν τους νονούς.
Αφού οι υπηρεσίες απαρνήθηκαν τον εαυτό τους και το ρόλο τους, στο τέλος «έπεσαν οι ίδιες επάνω σε ένα φορτηγό».
Οι επιθέσεις σε ελληνικούς στόχους
Οι επιθέσεις εναντίον ελληνικών τουριστικών στόχων περιγράφονται αναλυτικά στην έκθεση. Μνημονεύεται βέβαια και μια επίθεση εναντίον ενός (υποτιθέμενου) στρατοπέδου του ΡΚΚ στη Λαμία, η οποία μπορεί να αναφέρεται στα έγγραφα των τουρκικών υπηρεσιών αλλά δεν έγινε ποτέ…
«Μετά από τις προσπάθειες αυτές δημιουργήθηκε μια μεικτή ομάδα εργασίας στην οποία συμμετείχαν στελέχη της ΜΙΤ, του ΓΕΕΘΑ, της Γενικής Διοίκησης Στρατοχωροφυλακής και της Ασφάλειας. Αποστολή της ομάδας αυτής ήταν ο προσδιορισμός – εντοπισμός των στόχων προτεραιότητας στο εξωτερικό.
Η ομάδα αυτή πραγματοποίησε ενημερώσεις (briefings) για την πρόοδο των εργασιών της σε επίπεδο διοικητών κλάδων, υφυπουργών και γενικών διευθυντών και προσδιόρισε ως στόχο προτεραιότητας, πρώτο μεταξύ άλλων, τον Abdullah Ocalan.
Τέθηκε ως κοινός σκοπός η ενεργός χρησιμοποίηση της κάθε υπηρεσίας στην προσπάθεια αυτή, με την αξιοποίηση οποιασδήποτε δυνατότητας (καναλιού) υπήρχε.
Με τη δημοσίευση ορισμένων πληροφοριών σχετικών με τις δραστηριότητες της μεικτής ομάδας στις εφημερίδες, δόθηκε τέλος στη δράση της.
Δεν είναι γνωστό ποιες από τις αποφάσεις που έλαβε η ομάδα αυτή κατέστη δυνατό να υλοποιηθούν.
Όμως το διάστημα εκείνο έγινε επίθεση εναντίον του στρατοπέδου του ΡΚΚ στη Λαμία, το οποίο ήταν ένας από τους σημαντικούς στόχους. Το στρατόπεδο άλλαξε τρεις φορές τη θέση του στην ίδια περιοχή.
Μετά τη σύλληψη μελών του ΡΚΚ που εκπαιδεύτηκαν στην Ελλάδα και στάλθηκαν στις περιοχές του Αιγαίου και της Μεσογείου για να πυρπολήσουν τα τουρκικά δάση, προκλήθηκαν μεγάλες πυρκαγιές στην Ελλάδα.
Μετά τις εκρήξεις βομβών στις τουρκικές τουριστικές περιοχές, πραγματοποιήθηκαν εκρήξεις βομβών στα τουριστικά νησιά της Ελλάδας, την Κρήτη και τη Ρόδο.
Την περίοδο αυτή κάποιες από τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούσε το ΡΚΚ στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία δέχτηκαν βομβιστικές επιθέσεις.
Στη Ρωσία και στις λοιπές χώρες του ανατολικού μπλοκ πραγματοποιήθηκαν απόπειρες δολοφονίας εναντίον αρχηγικών στελεχών του ΡΚΚ.
Με τον ίδιο τρόπο πραγματοποιήθηκαν εκρήξεις σε οργανώσεις, συλλόγους, κόμματα και εφημερίδες στο εσωτερικό της χώρας, που αποτελούν τη νόμιμη προέκταση του ΡΚΚ.
Πολλά άτομα που εξασφάλιζαν εκρηκτικές ύλες, όπλα και λοιπή υποστήριξη στο ΡΚΚ έγιναν στόχοι επιθέσεων και αποπειρών δολοφονίας.
Μετά από τη δίχρονη δράση της ομάδας παρατηρήθηκε μεγάλη απώλεια δύναμης του ΡΚΚ και σε επίπεδο ένοπλης δράσης και σε πολιτικό επίπεδο.
Είναι φυσικό η κάθε χώρα να προσφεύγει σε παράνομες δραστηριότητες για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Ακόμα και τώρα συνεχίζονται οι δραστηριότητες αυτές και θα συνεχίζονται και στο μέλλον. Όμως βασική προϋπόθεση πρέπει να είναι ότι η εκτέλεση των δραστηριοτήτων αυτών πρέπει να γίνεται από ένα συντονιστικό κέντρο και με τρόπο ώστε να μην προκαλούνται παρατυπίες και λάθη.
Με τη δολοφονία ατόμων όπως ο Behcet Canturk και ο Savas Buldan επιτεύχθηκε ο αντικειμενικός σκοπός και το ΡΚΚ υπέστη μεγαλύτερη φθορά από ό,τι με τις ένοπλες συμπλοκές. Όμως αυτά που υπέστησαν απλοί άνθρωποι στους νομούς της νοτιοανατολικής Τουρκίας, οι οποίοι απλώς και μόνο είχαν κουρδική συνείδηση και δε σχετίζονταν απευθείας με το ΡΚΚ, προκάλεσαν απώλειες και ζημιές σε όλες μας τις προσπάθειες.
Με τη μετατόπιση στα μεγάλα κέντρα καταδοτών και ατόμων που υπηρέτησαν και έλαβαν μέρος σε τέτοιου είδους δραστηριότητες στη νοτιοανατολική Τουρκία άρχισαν να δημιουργούνται σχέσεις προσωπικών συμφερόντων και φαινόμενα συμμοριακής δράσης.
Οι εξελίξεις που περιληπτικά αναφέρθηκαν παραπάνω και αφορούν την περίοδο του 1993 και μετέπειτα αντικατοπτρίζουν τις επιλογές της πολιτικής ηγεσίας αλλά και τα προβλήματα που προέκυψαν απ’ αυτές.
Στην πραγματικότητα οι προτάσεις και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το πλαίσιο συνεργασίας των δημόσιων υπηρεσιών δεν απέχουν πολύ από ό,τι συμβαίνει.
Είναι προφανές ότι εξασφαλίστηκαν επιτυχίες κατά της τρομοκρατίας και ότι το ΡΚΚ άρχισε να οπιθοχωρεί, να περνάει δύσκολες μέρες. Δε χωράει αμφιβολία ότι το αποτέλεσμα αυτό προήλθε από μια υπεράνθρωπη προσπάθεια.
Όμως, όταν οι προσπάθειες αυτές συνεκτιμηθούν με τα γεγονότα και τις εξελίξεις που αναφέρονται παρακάτω, προκύπτουν σοβαρές διαφοροποιήσεις στις τελικές εκτιμήσεις και γίνεται γνωστό ότι μεταξύ των δημόσιων υπηρεσιών έχουν εδραιωθεί συγκεκριμένες πρακτικές και αντιπαλότητες.
Η κινητήρια και κατευθυντήρια δύναμη στους μηχανισμούς που έχουν σχέση με την ασφάλεια (της χώρας) είναι οι Ένοπλες Δυνάμεις.
Οι Δυνάμεις Ανορθόδοξου Πολέμου και οι Ομάδες Ειδικών Αποστολών εκτέλεσαν όλες τις μυστικές δραστικές επιχειρήσεις. Όμως οι στρατιωτικοί (πλην των περιπτώσεων όπως ο Nafiz Karacan στην υπόθεση Senar Er) δεν αναμείχθηκαν σε υποθέσεις που σχετίζονται με προσωπικά συμφέροντα. Και οι αναμειχθέντες παραπέμφθηκαν.
Η διαφορά έγκειται σίγουρα στη διοίκηση και στη γενική αντίληψη.
Αν και το θέμα έχει σχέση και με την πειθαρχία, θα πρέπει να εξηγηθεί επίσης γιατί η Στρατοχωροφυλακή είναι πιο κοντά στην Αστυνομία και όχι προς τους λοιπούς κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αναφερόμενοι στις αιτίες, τις αφορμές, τις εξελίξεις και τα αποτελέσματα των παράνομων δραστηριοτήτων, η βασική διαπίστωση είναι η εξής: οι παράνομες δραστηριότητες αποτελούν εξέλιξη που σχετίζεται με τον αγώνα κατά του ΡΚΚ.
Για να εξαλειφθεί η απειλή και να τεθεί υπό έλεγχο το ΡΚΚ, έγινε προσπάθεια να επωφεληθεί το κράτος από τις φιλικές προς αυτό κουρδικές φυλές και μέσα στο πλαίσιο του νόμου περί μεταμέλειας οι καταδότες και οι πολιτοφύλακες έγιναν τμήματα του συστήματος καταπολέμησης του ΡΚΚ.
Η ανάμειξη ατόμων που ήταν επιρρεπή στην παρανομία, τα προσωπικά οφέλη και οι κεντρικές επιλογές δημιούργησαν σχέσεις συμφερόντων και ομάδες που επονομάστηκαν «συμμορίες».
Η φεουδαρχική δομή της ανατολικής και της νοτιοανατολικής Τουρκίας, οι διαφορές μεταξύ των κουρδικών φυλών, η ένταξη και η υποστήριξη του συστήματος πολιτοφυλακής από τη φεουδαρχική δομή, οι προεκτάσεις των κουρδικών φυλών στο Ιράν και στο βόρειο Ιράκ και η εξάρτηση της οικονομικής ζωής της περιοχής, μέχρι τις μέρες μας, από τη διακίνηση ναρκωτικών και το λαθρεμπόριο επηρέασαν την εμφάνιση των παράνομων δραστηριοτήτων.
Η αποκάλυψη της ταυτότητας των καταδοτών και των ατόμων που χρησιμοποιούνταν στη μυστική παράνομη δράση στην Περιοχή Έκτακτης Ανάγκης και η αίτηση παραίτησής τους από τέτοιου είδους υπηρεσίες προς τις Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά και η μετάθεση ατόμων που τους κατεύθυναν σε άλλες περιοχές της Τουρκίας αποτέλεσαν αιτίες μετατόπισης των ατόμων αυτών στις μεγάλες πόλεις.
Σε μικρό χρονικό διάστημα άρχισαν να εμφανίζονται καινούριες παράνομες ομάδες, εκτός των ήδη υπαρχόντων.
Η Ασφάλεια και η δικαιοσύνη έχουν πολλούς φακέλους και στοιχεία για το θέμα αυτό.
Στο σημείο αυτό αποκρυσταλλώνεται και το έργο που θα πρέπει να γίνει. Να παρεμποδιστεί η δραστηριότητα των ήδη υπαρχόντων συμμοριών και παράνομων σχημάτων και να αποτραπεί η δημιουργία νέων. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τα σχετικά θέματα με αποφασιστικότητα και θάρρος.
Όμως πρώτα θα πρέπει να εξασφαλιστεί ο συντονισμός ή να επανεκτιμηθεί εκ βάθρων το ήδη υπάρχον σύστημα συντονισμού. Οι ειδήμονες αναφέρονται σε έλλειψη συντονισμού στον τομέα των Πληροφοριών.
Τα προβλήματα στον τομέα αυτό εξετάζονται από υπεύθυνα άτομα κατά τους εξής κλάδους:
1. Πηγών.
2. Κοινής δράσης.
3. Τεχνικών θεμάτων.
Όμως τα προβλήματα αυτά περιπλέκονται στον τομέα των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της ΜΙΤ, της Αστυνομίας και της Στρατοχωροφυλακής.
Για το λόγο αυτό ο κύριος στόχος θα πρέπει να είναι ο συντονισμός, που θα καθορίσει χωρίς ασάφειες τα όρια της υπευθυνότητας-αρμοδιότητας του καθενός».