ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ.
«Θέλετε να γίνετε καγκελάριος. Είσθε όμως ανίκανος γι’ αυτό». Αυτά τα λόγια, που απηύθυνε την περασμένη Παρασκευή στη γερμανική Βουλή ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ προς τον χριστιανοδημοκράτη αντίπαλό του για την καγκελαρία Εντμουντ Στόιμπερ, είναι ενδεικτικά για την οξύτητα που έχει πάρει η προεκλογική αντιπαράθεση λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου. «Ο καγκελάριος έχει χάσει κάθε τσίπα» ήταν η αντίδραση συνεργάτη τού κ. Στόιμπερ. Και ένας αναλυτής διαπίστωνε ότι η πολιτική «λασπολογία» κάνει τώρα να ωχριούν και οι λάσπες που κατέβασε πρόσφατα ο πλημμυρισμένος Ελβας. Για πολλούς μήνες το κύριο θέμα του προεκλογικού αγώνα ήταν η «μάστιγα της ανεργίας» – κάτι που ήταν προφανώς προς όφελος του κ. Στόιμπερ. Τελευταία όμως η θεματολογία μετατοπίστηκε. Στη θέση της μπήκε το Ιράκ – φέρνοντας τα πάνω κάτω στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας. Κανένας δυτικός ηγέτης δεν καταδικάζει τον πόλεμο που προετοιμάζει ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους κατά του Σαντάμ Χουσεΐν όσο ο κ. Σρέντερ. «Χρειαζόμαστε περισσότερη ειρήνη στη Μέση Ανατολή και όχι νέο πόλεμο» επαναλαμβάνει. Υπό την αρχηγία του, προσθέτει, η Γερμανία δεν θα συμμετάσχει σε πολεμική εισβολή, ακόμη και αν υπάρξει γι’ αυτό η συγκατάθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Τυχόν πόλεμος θα ήταν στο πνεύμα μιας «συγκρουσιακής» λογικής, που αντί να λύσει θα επιδεινώσει το πρόβλημα, σιγοντάρει ο πράσινος υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ. Μόνο που ο κ. Στόιμπερ θεωρεί «υποκριτική» αυτή τη στάση. Θέμα συμμετοχής της Γερμανίας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, λέει, δεν τίθεται, πρώτον, επειδή ο γερμανικός στρατός δεν διαθέτει τις κατάλληλες δυνάμεις γι’ αυτό και, δεύτερον, επειδή οι Αμερικανοί δεν χρειάζονται γερμανική αρωγή. Συμπέρασμα: Με τη στάση του «ο Σρέντερ τερματίζει την αλληλεγγύη με τις Ηνωμένες Πολιτείες και απομονώνει τη Γερμανία στην Ευρώπη και στον κόσμο». Αν ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος έχει απομονωθεί διεθνώς, είναι βεβαίως πράγμα αμφιλεγόμενο. Σίγουρο είναι όμως ότι αυτό δεν συμβαίνει στο εσωτερικό της χώρας. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, το 80% των ψηφοφόρων συμμερίζεται τη στάση του στο θέμα του Ιράκ. Και αυτό αποτυπώνεται τώρα και στην πρόθεση ψήφου. Σύμφωνα με το ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Forschungsgruppe, οι Σοσιαλδημοκράτες παίρνουν τώρα 40% των ψήφων (Χριστιανοδημοκράτες 37%) και, σύμφωνα με το Dimap, 41% (έναντι 38%). Ορισμένοι δημοσκόποι προβλέπουν μάλιστα ότι η «ψαλίδα» θα ανοίξει περισσότερο αν οι Χριστιανοδημοκράτες δεν αλλάξουν πάραυτα θέση στο θέμα του Ιράκ. Σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να θεωρείται σίγουρη η επανέκδοση της κυβέρνησης συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών – Πράσινων, δεδομένου ότι οι τελευταίοι σημειώνουν επίσης κέρδη στις δημοσκοπήσεις προσεγγίζοντας τώρα το 8%. Εχει χάσει λοιπόν το παιχνίδι ο κ. Στόιμπερ; Οχι εντελώς. Την εβδομάδα που απομένει έχει ακόμη την ευκαιρία να «διορθώσει» την εικόνα του. Είτε μιλώντας λιγότερο κατά της ανεργίας και περισσότερο υπέρ της ειρήνης είτε, ακολουθώντας τη συμβουλή του κ. Φίσερ, αποβάλλοντας τον «ψεύτικο Στόιμπερ» που του έχουν εμφυτεύσει οι σύμβουλοί του και ξαναβρίσκοντας έτσι το πραγματικό του «εγώ» – υπερσυντηρητικό μεν, γνήσιο δε, και γι’ αυτό πιο αρεστό στους ψηφοφόρους.
Οι αντίπαλοί του δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. Για τους Χριστιανοδημοκράτες ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ είναι «άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» – ημιμαθής, καιροσκόπος, τσαρλατάνος. «Ο Σρέντερ δεν έχει τίποτε στην τσέπη του, ούτε λεφτά, ούτε αρχές, ούτε πρόγραμμα» λέει ο προκάτοχός του στην καγκελαρία Χέλμουτ Κολ. «Τα λόγια του είναι αέρας κοπανιστός» προσθέτει ο πρώην πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. «Είναι νεροκουβαλητής του Σαντάμ Χουσεΐν» συμπληρώνει – με αφορμή το πρόσφατο «όχι» του κ. Σρέντερ στον πόλεμο εναντίον του Ιράκ – ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ίδιου κόμματος Φρίντριχ Μερτς. Αλλά και γενικότερα οι εκπρόσωποι του γερμανικού κατεστημένου κοιτάζουν αφ’ υψηλού τον «κοινωνικό πληβείο», τον «γιο της παραδουλεύτρας». Το μόνο που τους ανησυχεί είναι ότι ο κ. Σρέντερ είναι «αχτύπητος» μπροστά στο «γυαλί». Χάρη σε αυτό, συμφωνούν όλοι, συνέτριψε τον κ. Κολ στις εκλογές του 1998 – και χάρη στο ίδιο απειλεί να «θάψει» στις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου και τον σημερινό υποψήφιο των Χριστιανοδημοκρατών για την καγκελαρία Εντμουντ Στόιμπερ.
* Τα «αστειάκια» των υποψηφίων
Αλλά και ο ίδιος φαίνεται να παίρνει την πολιτική από την εύθυμη πλευρά της. Οι δηλώσεις του συνοδεύονται, όχι σπάνια, από ένα διφορούμενο χαμόγελο – έτσι που οι δημοσιογράφοι να μην καταλαβαίνουν τελικά τι ακριβώς εννοεί. Εντύπωση κάνουν επίσης τα διαβόητα «αστειάκια» του. Παράδειγμα, τον Ιούνιο του 2001, όταν, σε τελετή στην πόλη Χάλε, επέδωσε την ανθοδέσμη που συνόδευε το βραβείο Χέντελ όχι στον «φυσικό» παραλήπτη της, τον συνθέτη Τζον Ελιοτ Γκαρντάινερ, αλλά στη σύζυγό του. Αμήχανα γέλια στο ακροατήριο. Ή, πρόσφατα, στην καγκελαρία, κατά τη διάρκεια μιας ανάγνωσης από τον Γκύντερ Γκρας, όταν ο κ. Σρέντερ σηκώθηκε από τη θέση του για να φέρει ο ίδιος στον νομπελίστα της λογοτεχνίας το ποτήρι με το κρασί, που είχε ξεχάσει να του δώσει ο σερβιτόρος – προκαλώντας και εκεί τα μειδιάματα των παρευρισκομένων. «Ο Σρέντερ προσπαθεί να σπάσει τη πένθιμη ατμόσφαιρα που έχουν οι επίσημες τελετές» εξηγεί ο βιογράφος του Γιούργκεν Χόγκρεφε. Τα «αστεία» του παραμένουν όμως πάντα στο πλαίσιο που επιτρέπει το αξίωμά του. «Ο Σρέντερ δεν κάνει ποτέ τον κλόουν».
* Το «γοητευτικό» χαμόγελο
Μια τόσο καλή διάθεση δεν χαλάει από τη μια μέρα στην άλλη. Και όμως, τελευταία, ο γερμανός καγκελάριος έδειχνε να χάνει τα κέφια του – και μαζί με αυτό και το για πολλούς «γοητευτικό» χαμόγελό του. «He has grown» (μεγάλωσε επιτέλους) ήταν η εξήγηση ενός συμβούλου του βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ. Η «νέα σοβαρότητα» του κ. Σρέντερ όμως οφείλεται και σε άλλους λόγους. Ο πρώτος είναι το βάρος της αδιάκοπης εργασίας αλλά και της μεγάλης ευθύνης, το οποίο, σύμφωνα με συνεργάτη του, «μπορεί να λυγίσει και το πιο δυνατό άλογο». Ο δεύτερος, η «κοιλιά» που έκαναν οι Σοσιαλδημοκράτες το πρώτο εξάμηνο του 2002 στις δημοσκοπήσεις – σε σημείο που να φαίνεται αδύνατη η επανεκλογή τους ως πρώτο κόμμα. Ο τρίτος, η αδυναμία του κ. Σρέντερ να αντικρούσει τη βασική κατηγορία του κ. Στόιμπερ, ότι αθέτησε την προεκλογική του υπόσχεση για μείωση του αριθμού των ανέργων από 4,5 εκατομμύρια το 1998, σε 3,5 το 2002. Μάταια παρέπεμπε ο «κατηγορούμενος» στο γεγονός ότι οι αιτίες της ανεργίας είναι «εξωγενείς», με κυριότερη την κρίση που προκάλεσαν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. «Αυτό δεν δικαιολογεί το γεγονός ότι οικονομικά έχουμε γίνει ο ουραγός της Ευρώπης» απαντούσε ο κ. Στόιμπερ.
* Ελλειψη ιδεών
Και ο τέταρτος, η παρατεταμένη «κρίση δημιουργικότητας» που πέρασε ο ίδιος τον τελευταίο χρόνο. «Είχαν αδειάσει εντελώς οι μπαταρίες του» λέει ο ίδιος συνεργάτης. «Του ήταν αδύνατο να σκεφθεί κάτι καινούργιο για την επερχόμενη προεκλογική εκστρατεία. Στο τέλος, αν και άθρησκος, ήλπιζε μόνο στο θαύμα της επιφοίτησης».
Η επιφοίτηση δεν ήρθε, το «θαύμα» όμως έγινε. Κατ’ αρχάς με τη μορφή των προτάσεων της «επιτροπής Χαρτς» για την καταπολέμηση της ανεργίας, που παρά τους ουτοπικούς στόχους της (μείωση του αριθμού των ανέργων κατά 2 εκατομμύρια εντός τριετίας, ήτοι από 4 εκατομμύρια σήμερα σε 2 εκατομμύρια το 2005) θέτει σε εφαρμογή μέτρα «εκτάκτου ανάγκης», όπως η παροχή άτοκων δανείων ύψους 50.000-100.000 ευρώ σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις με αντάλλαγμα την πρόσληψη εργαζομένων («κεφάλαιο έναντι εργασίας»). Και ύστερα με τον τρόπο αντιμετώπισης των πλημμυρών στα μέσα Αυγούστου στην Ανατολική Γερμανία, ιδίως κατά μήκος του ποταμού Ελβα. «Ο Σρέντερ αναβαπτίσθηκε στον Ελβα, αποδεικνύοντας ότι ξέρει να χειρίζεται δεξιοτεχνικά εθνικές κρίσεις» έλεγε αναλυτής. Από τότε «πήρε τα πάνω του» και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
* Η τηλεοπτική αναμέτρηση
Η τάση αυτή ενισχύθηκε ύστερα από το σαφές «όχι» του κ. Σρέντερ στον πόλεμο κατά του Ιράκ – η μεγάλη πλειονότητα των Γερμανών, ανεξάρτητα από κομματική τοποθέτηση, υποστηρίζει τη στάση του. Και ενισχύθηκε, έτι περισσότερο, ύστερα από τη δεύτερη τηλεοπτική αναμέτρηση των υποψηφίων για την καγκελαρία την περασμένη Κυριακή, από την οποία ο κ. Σρέντερ εξήλθε ως αναμφισβήτητος νικητής.
Οι δημοσκοπήσεις δίνουν τελευταίες ημέρες μικρό προβάδισμα στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έναντι του χριστιανοδημοκρατικού. Το αποτέλεσμα θα κριθεί έτσι μάλλον σε προσωπικό επίπεδο, με φαβορί τον κ. Σρέντερ που έχει τεράστιο προβάδισμα (53% έναντι 29% του κ. Στόιμπερ) στις συμπάθειες των ψηφοφόρων. Χάρη στους οποίους έχει έτσι την ευκαιρία να επανακτήσει, μαζί με το αξίωμα του καγκελάριου, και το χαμένο «γοητευτικό» χαμόγελό του.
ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Η τροποποιημένη απλή αναλογική
Το εκλογικό σύστημα της Γερμανίας είναι η τροποποιημένη απλή αναλογική. «Απλή» επειδή η διανομή των εδρών γίνεται ανάλογα με το εκλογικό ποσοστό των κομμάτων. Και «τροποποιημένη», επειδή στη Βουλή μπαίνουν μόνο τα κόμματα που υπερβαίνουν το εκλογικό όριο του 5% ή κατακτούν τουλάχιστον τρεις έδρες στην αναμέτρηση των υποψηφίων των κομμάτων στις εκλογικές περιφέρειες – με έμμεση συνέπεια, τα κόμματα-νικητές να επικαρπώνονται τη δύναμη των «χαμένων».
Η Βουλή που θα προκύψει από τις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου θα έχει κατ’ αρχάς – όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω – 598 βουλευτές. Οι 299 θα εκλεγούν άμεσα στις εκλογικές περιφέρειες. Οι υπόλοιποι 299 θα επιλεγούν από τις λίστες των κομμάτων. Ηδη αυτός ο διαχωρισμός δείχνει ότι υπάρχουν δύο τρόποι ψηφοφορίας.
Με τον πρώτο, στις εκλογικές περιφέρειες, οι υποψήφιοι των κομμάτων εκλέγονται με το σύστημα της απλής πλειοψηφίας. Με το δεύτερο εκλέγονται κόμματα στη βάση της απλής αναλογικής. Αυτός ο δεύτερος τρόπος είναι και ο αποφασιστικός, επειδή καθορίζει τον συνολικό αριθμό των εδρών που παίρνει ένα κόμμα.
Μια άλλη ιδιομορφία του γερμανικού εκλογικού συστήματος είναι οι λεγόμενες «υπεράριθμες έδρες» που προκύπτουν από το γεγονός ότι ένα κόμμα μπορεί να κερδίσει περισσότερες έδρες στις εκλογικές περιφέρειες από εκείνες που αντιστοιχούν στην κομματική του δύναμη. Οι έδρες αυτές μπορούν να προστεθούν κατόπιν στο ενεργητικό του ως «υπεράριθμες» (και χωρίς να αφαιρεθούν από τα άλλα κόμματα). Ετσι αλλοιώνεται όμως «προς τα πάνω» ο αρχικά προβλεπόμενος αριθμός των εδρών του κοινοβουλίου, που, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, εφέτος είναι 598. Γι’ αυτό και κάθε πρόβλεψη του τελικού αριθμού των βουλευτών της γερμανικής Βουλής είναι μάλλον θέμα για χαρτορίχτρες παρά για εκλογολόγους.
Σε αντιστοιχία με τους δύο τρόπους ψηφοφορίας, έχει και ο ψηφοφόρος δύο ψήφους – μία προσωπική (για τον βουλευτή της περιφέρειάς του) και μία για το κόμμα του. Αυτό του επιτρέπει να συνδυάζει – δίνοντας, για παράδειγμα, την προσωπική του ψήφο σε έναν Χριστιανοδημοκράτη και την κομματική του σε έναν Πράσινο ή και αντιστρόφως. Με τη σειρά του, ένα κόμμα μπορεί να δώσει «γραμμή» στους οπαδούς του να ψηφίσουν, για λόγους σκοπιμότητας, με τη δεύτερη (κομματική) ψήφο τους ένα άλλο – κάτι που έκαναν επανειλημμένως στο παρελθόν οι Χριστιανοδημοκράτες προς όφελος των Ελεύθερων Δημοκρατών. Και κάτι που κάνει τώρα, με αντίστροφο βεβαίως τρόπο, και ο Γιόσκα Φίσερ, καλώντας τους ψηφοφόρους όλων των κομμάτων να δώσουν τη δεύτερη ψήφο τους στους Πράσινους – εις ένδειξιν υποστήριξης, όπως λέει, στο έργο του ως υπουργού Εξωτερικών.
Ο «προσαρμοστικός» κ. Στόιμπερ * Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας αλλάζει εύκολα συμπεριφορά
Ψηλός και άχαρος, αλλά ελκυστικός. Αυτή την αντιφατική εικόνα δίνει ο ύψους 1,86 μ. πρωθυπουργός της Βαυαρίας Εντμουντ Στόιμπερ. «Ως βόρειος τύπος, ξανθομάλλης και με λεπτά χαρακτηριστικά, ο Στόιμπερ αρέσει στις γυναίκες» αποφαίνεται η γνωστή φεμινίστρια Αλίσε Σβάρτσερ. Από αισθητική άποψη έτσι η επιλογή του ως υποψηφίου των Χριστιανοδημοκρατών για την καγκελαρία θεωρείται λίαν επιτυχημένη.
Αμφιβολίες εκδηλώνονται όμως ως προς τον χαρακτήρα του. Οχι επειδή έχει «ανεπαρκή» χαρακτήρα. Αλλά επειδή τον προσαρμόζει πλήρως στο εκάστοτε αξίωμά του. Αυτό, σύμφωνα με την πρώην πρόεδρο των βαυαρών Σοσιαλδημοκρατών Ρενάτε Σμιτ, παρατηρήθηκε από την αρχή της καριέρας του, τη δεκαετία του ’70, όταν έγινε γενικός γραμματέας της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης της Βαυαρίας CSU και κατ’ επέκταση το «δεξί χέρι» τού τότε πρωθυπουργού Φραντς Γιόζεφ Στράους. «Ως βοηθός του Στράους ο Στόιμπερ ήταν «πέλεκυς». Αργότερα, ως πρωθυπουργός, ήταν καλοσυνάτος «πατερούλης». Και τώρα, ως υποψήφιος καγκελάριος, είναι Ρόμπιν Χουντ που βγαίνει στους Σοσιαλδημοκράτες από τα αριστερά» λέει η κυρία Σμιτ. «Αυτή η έλλειψη σταθερού χαρακτήρα δεν προοιωνίζεται όμως τίποτε το καλό σε περίπτωση που γίνει καγκελάριος».
Ο ίδιος, φυσικά, βλέπει τον εαυτό του διαφορετικά. «Κρατάω τον λόγο μου» συνηθίζει να λέει. «Και αυτό δεν αρέσει σε κάποιους». Στην πρώτη τηλεοπτική αντιπαράθεση που είχε προ τριών εβδομάδων με τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ, δεν δίστασε μάλιστα να επικαλεσθεί γι’ αυτό την «καλή μαρτυρία» του τελευταίου. «Χερ Σρέντερ, παλαιότερα λέγατε ότι ο Στόιμπερ αποτελειώνει πάντα εκείνο που αρχίζει» θύμισε στον ανταγωνιστή του. «Πρέπει να το είπα όμως πολύ παλαιότερα. Πολύ, πολύ παλαιότερα» απάντησε ο κ. Σρέντερ δίνοντας ειρωνική απόχρωση στον παλιό έπαινό του.
Γεγονός είναι πάντως ότι από τότε που πήρε το χρίσμα του «υποψηφίου» ο κ. Στόιμπερ έχει αλλάξει ριζικά στυλ. «Ενώ όλοι περίμεναν να δουν τον ξανθό «πέλεκυ», βλέπουν ξαφνικά έναν πολιτικό που επιζητεί τη συναίνεση» έλεγε αναλυτής. Και όχι μόνον. Ο βαυαρός ηγέτης έχει μεταβληθεί σε μια νύχτα σε συνήγορο του «ανθρωπάκου του δρόμου», πότε υποσχόμενος γενναιόδωρες παροχές και πότε καταγγέλλοντας τα φορολογικά δώρα της κυβέρνησης συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων στις μεγάλες «ανώνυμες εταιρείες». Από τον Στόιμπερ της δεκαετίας του ’70 και του ’80, που χαρακτήριζε τον νομπελίστα σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Βίλι Μπραντ «ψυχιατρική περίπτωση» και τους οπαδούς της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς «κόκκινους φασίστες», δεν έχουν μείνει πάντως πολλά ίχνη. Οι περιπτώσεις φραστικής «παρεκτροπής» είναι τώρα ελάχιστες. «Οι λαρυγγισμοί δεν αποτελούν επιχειρήματα» φώναζε, για παράδειγμα, τις προάλλες σε προεκλογική συγκέντρωση στο Αμβούργο αντιδρώντας στα σφυρίγματα αριστερών διαδηλωτών. Σιγά την «παρεκτροπή»! Εκείνο που θύμιζε τον παλιό Στόιμπερ δεν ήταν αυτό που έλεγε, αλλά τα παραμορφωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Αν η υποψηφιότητα για την καγκελαρία επηρέασε ως χαρακτήρα τον κ. Στόιμπερ, είναι θέμα ανοικτό. Ως άνθρωπο όμως δεν τον άλλαξε καθόλου. «Διατηρεί τις παλιές του λόξες και αρέσκειες» βεβαιώνει συνεργάτης του. Αλλά και τις ίδιες αυταρέσκειες. Παράδειγμα, η συνεχής υπόμνηση ότι στα νιάτα του έπαιζε σπουδαία μπάλα, σε βαθμό μάλιστα που να θέλει να παρατήσει τις νομικές σπουδές για να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. «Είπα όχι επειδή δεν ήμουν αρκετά γρήγορος» λέει. Η αγάπη του για το ποδόσφαιρο αλλά και για την Μπάγερν Μονάχου, της οποίας είναι πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου, παραμένει πάντως από τότε αμείωτη.
Πιστός στα ιδανικά του έχει μείνει και ο διανοητής Στόιμπερ. Αφετηρία του ως διανοητού αποτέλεσε άρθρο που έγραψε ήδη το 1974 υπό τον τίτλο «Ο νόμος περί της φυσικής ανισότητας των ανθρώπων». «Η αρχή της φυσικής επιλογής είναι επικερδής για όλους, η αρχή της σοσιαλιστικής ισότητας κατεβάζει το επίπεδο των πάντων» υποστήριζε τότε. Αυτό ισχύει και σήμερα. Η υπεράσπιση των αρχών που εξασφαλίζουν τη «ζωτική ανισότητα», όπως ο γάμος, η επίδοση, η αγορά και η οικογένεια, λέει, αποτελεί πρώτιστο μέλημα των Χριστιανοδημοκρατών – σε όλη την απειλούμενη από τον «μαρξισμό» Ευρώπη.
Εξίσου απαράλλακτος παραμένει ο κ. Στόιμπερ, τέλος, και στις ατυχίες του. Αυτές δεν εξαντλούνται σε φραστικές «γκάφες», όπως το μπέρδεμα προσώπων, αλλά επεκτείνονται και στις συναντήσεις με οπαδούς του. Και αυτό προσφέρει πρόσθετες αφορμές για «καζούρα» στα μέσα ενημέρωσης. Πρόσφατο παράδειγμα, μια προεκλογική συγκέντρωση σε γήπεδο, κατά την οποία ο κ. Στόιμπερ δεν έστειλε την μπάλα, όπως του ζητήθηκε, στο αντίπαλο τέρμα αλλά στο κεφάλι ηλικιωμένης γυναίκας. Το επεισόδιο περιγράφεται με πλείστες όσες λεπτομέρειες στο ωριαίο πορτρέτο του «υποψηφίου», που παρουσίασε τις προάλλες η δημόσια τηλεόραση ARD. Η κάμερα παρακολουθεί με σαδιστική αγαλλίαση κάθε αντίδραση του «δράστη» – πότε να σκύβει ανήσυχος πάνω από την κτυπημένη γυναίκα, πότε να φωνάζει γιατρό και πότε να ζητάει να μάθει για την κατάστασή της, ακόμη και όταν είχε απομακρυνθεί από εκείνη. «Αν συνεχίσουν να δείχνουν το θέαμα, θα είναι σαν να τον εκτελούν τηλεοπτικά» είπε σε μια στιγμή δημοσιογράφος που παρακολουθούσε με την παρέα του την εκπομπή.
Λίγο αργότερα ο κ. Στόιμπερ, έχοντας επανέλθει στον «τόπο του εγκλήματος», ζητούσε για πολλοστή φορά συγγνώμη από το «θύμα». Ηταν εκτέλεση. Και μάλιστα εν ψυχρώ – ενώπιον εκατομμυρίων τηλεθεατών-ψηφοφόρων.