Μαύρα μεσάνυχτα είχαν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες για τις δυνατότητες της τότε Σοβιετικής Ενωσης να κατασκευάσει ατομική βόμβα και είναι χαρακτηριστικό ότι πέντε μόνο ημέρες πριν από την έκρηξη της πρώτης σοβιετικής ατομικής βόμβας στις 29 Αυγούστου 1949 το αρμόδιο γραφείο της CIA διαβεβαίωνε τον πρόεδρο Τρούμαν ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει σοβιετική A-Βόμβα πριν από το 1954-1955. Είχαν προηγηθεί αναφορές της ίδιας υπηρεσίας προς το Πεντάγωνο, προς ορισμένες επιτροπές του Κογκρέσου – όλες με την ίδια εκτίμηση: Οι Ρώσοι βρίσκονται τουλάχιστον δέκα χρόνια πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες στα ατομικά όπλα.


Απόρρητα έγγραφα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών εκείνης της εποχής, τα οποία αποχαρακτηρίστηκαν πρόσφατα και με την ευκαιρία των 60 χρόνων από την ατομική καταστροφή της Χιροσίμα άρχισαν να έρχονται στη δημοσιότητα, αποκαλύπτουν ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες υποτιμούσαν τις τεχνολογικές, επιστημονικές και θεωρητικές ικανότητες των Ρώσων στον τομέα της ατομικής ενέργειας, ότι είχαν εντελώς λανθασμένες πληροφορίες για τον ρόλο των γερμανών επιστημόνων που είχαν μεταναστεύσει στη Ρωσία – όχι αναγκαστικά οι περισσότεροι – και είχαν εσφαλμένες στατιστικές για τις ποσότητες ουράνιου που διέθετε η Σοβιετική Ενωση.


Είχε όμως σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες να ξέρουν αν και πότε η Σοβιετική Ενωση θα αποκτούσε «τη Βόμβα»; Μάλλον όχι. Εχει όμως ενδιαφέρον που αποκαλύπτονται η ανεπάρκεια και ο ερασιτεχνισμός των υπηρεσιών Πληροφοριών των ΗΠΑ. Διαπιστώνεται σήμερα ότι από καταβολής τους σχεδόν – και όχι μόνο τώρα με το φιάσκο στο Ιράκ – οι πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ ήταν αβάσιμες. Οπως εντελώς λαθεμένες ήταν οι αναλύσεις τους για την Κίνα στη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα. Αυτό άλλωστε κόστισε και τη διάλυση του γραφείου ORE (Office of Reports and Estimates) της CIA στις αρχές του 1951.


Οι πρώτες «εκτιμήσεις» των αμερικανικών υπηρεσιών για τις σοβιετικές ατομικές δυνατότητες άρχισαν να συγκεντρώνονται τους πρώτους μήνες του Ψυχρού Πολέμου. Το φθινόπωρο του 1946 το ειδικό γραφείο ORE, που ήταν επιφορτισμένο με αυτή τη δουλειά, προέβλεπε πως «είναι προφανές ότι η ικανότητα της ΕΣΣΔ να κατασκευάσει όπλα βασισμένα στην ατομική ενέργεια (…) θα είναι δυνατή κάπου μεταξύ 1950 και 1953, αλλά δεν πρόκειται να υπάρξει πριν από το 1956 ένας αξιόλογος αριθμός βομβών». Τον Δεκέμβριο του 1947 η ίδια υπηρεσία εκτιμούσε πως «είναι απολύτως βέβαιον ότι (η ΕΣΣΔ) δεν είναι σε θέση να κατασκευάσει ατομικές βόμβες πριν από το 1953». Οι αναλυτές της CIA εξηγούσαν ότι οι υπολογισμοί τους γίνονται «βάσει του σημερινού σοβιετικού επιστημονικού και βιομηχανικού δυναμικού και λαμβάνοντας υπόψη τη σημερινή στάθμη των γερμανών τεχνικών και επιστημόνων που συνεργάζονται με τους Σοβιετικούς αλλά και τη δική μας εμπειρία από τη συνεργασία μαζί τους», με τους Σοβιετικούς δηλαδή.


Πέρασαν τέσσερις δεκαετίες για να αναγνωρίσουν οι αμερικανικές υπηρεσίες, το φθινόπωρο του 1986, ότι το λάθος στις εκτιμήσεις τους τη δεκαετία του ’40 ήταν «συνέπεια όχι ατέλειας στη συλλογή πληροφοριών (…) αλλά της έλλειψης στοιχείων για την πραγματική δυναμική της σοβιετικής επιστήμης και της πολεμικής βιομηχανίας και ως έναν βαθμό της απειρίας των αναλυτών μας». Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση με το ουράνιο, την κατ’ εξοχήν πρώτη ύλη για τις ατομικές βόμβες. Το ORE πίστευε ακόμη και το 1962 ότι ποσοτικά η ΕΣΣΔ είχε μόλις το ένα τριακοστό του ουρανίου που είχε είτε μπορούσε να αποκτήσει η Αμερική και – σημαντικότερο ίσως – ότι η ποιότητα του σοβιετικού ουρανίου ήταν δέκα φορές κατώτερη του αμερικανικού, πράγμα που σήμαινε ότι θα χρειαζόταν πολλαπλάσια ποσότητα ουρανίου για να κατασκευάσει μια βόμβα. Με βάση τέτοιους υπολογισμούς την 1η Ιουνίου 1947, δηλαδή δύο χρόνια πριν από τη δοκιμή της σοβιετικής βόμβας, ο διευθυντής της CIA προσυπογράφει «αναλυτική αναφορά» ομάδας σοβιετολόγων ειδικών της υπηρεσίας του η οποία πιστεύει ότι, πρώτον, η Σοβιετική Ενωση «έχει πιθανότατα υπό κατασκευήν μικρής δυναμικότητας αντιδραστήρα»· δεύτερον, ότι «πρόβλημα παραμένει» για την ΕΣΣΔ η έλλειψη ειδικών επιστημόνων· και, τρίτον, ότι εκείνη την εποχή «η σοβιετική (ατομική) προσπάθεια αντιστοιχεί στην εποχή των ΗΠΑ τον Δεκέμβριο 1942», όταν δηλαδή είχαν απλώς τεθεί οι τεχνικές βάσεις της κατασκευής της αμερικανικής ατομικής βόμβας. Ενα έγγραφο με ημερομηνία 17 Ιουνίου 1945, λίγες ημέρες μετά το τέρμα του πολέμου στην Ευρώπη, εξηγεί ότι όλοι οι υπολογισμοί για το ουράνιο της Σοβιετικής Ενωσης γίνονται με βάση τη γεωλογική επετηρίδα της ΕΣΣΔ του 1938. Είναι απορίας άξιον πώς δεν σκέφθηκε κανείς ότι οι Σοβιετικοί ουδέποτε έδωσαν σωστά στατιστικά στοιχεία για τον εθνικό πλούτο τους, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια εποχή που ο πόλεμος ήταν αναμενόμενος.


Πολύ ενδιαφέρον έχει το πακέτο των εγγράφων που αναφέρονται στον ρόλο των γερμανών επιστημόνων στην κατασκευή της σοβιετικής ατομικής βόμβας. Με το τέλος του πολέμου οι Αμερικανοί εξασφάλισαν τη συνεργασία όλης της ομάδας του κορυφαίου γερμανού πυρηνικού επιστήμονα Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, οι οποίοι προσπαθούσαν να κατασκευάσουν την ατομική βόμβα του Χίτλερ. Αρκετοί όμως γερμανοί ατομικοί φυσικοί είχαν μεταβεί στη Σοβιετική Ενωση είτε στη σοβιετοκρατούμενη γερμανική ζώνη. Ανάμεσά τους ο Νικολάους Ριλ, που κατασκεύασε τον πρότυπο αντιδραστήρα στη χιτλερική Γερμανία, ο Γκούσταβ Χερτς, βραβείο Νομπέλ, και ο Αντολφ Τύσεν, με 18 τεχνικούς οι οποίοι εργάζονταν στον ατομικό σταθμό του Πεενεμούντε. Οι αμερικανικές υπηρεσίες δεν έδωσαν μεγάλη σημασία σε αυτά τα πρόσωπα – ίσως γιατί ορισμένοι από αυτούς διαφωνούσαν με τον Χάιζενμπεργκ. Οι Αμερικανοί, άγνωστο για ποιον λόγο, αναζητούσαν μόνο τον φυσικοχημικό Μαξ Φόλμερ, τον δημιουργό του κυκλοτρόνιου Μάνφρεντ φον Αρντένε και τον βιοφυσικό Χανς Μπορν, ειδικό για τον έλεγχο υψηλών θερμοκρασιών. Οταν οι βρετανικές υπηρεσίες τούς επισήμαναν άλλους κοντά στη Μόσχα και άλλους στη σοβιετοελεγχόμενη ζώνη του Βερολίνου φαίνεται ότι οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τους προσελκύσουν προσφέροντας «γενναία χρηματικά ποσά και ελευθερία κινήσεων». Προς μεγάλη απογοήτευσή τους, εκείνοι αρνήθηκαν. (Εγγραφο BDC της 8ης Μαΐου 1947)


Μια αναφορά δύο πρακτόρων της CIA με ημερομηνία 17 Μαρτίου 1946 προς τον διευθυντή του ORE αναφέρει ότι «συμπερασματικώς οι περισσότεροι (γερμανοί) πανεπιστημιακοί αυτοβούλως βρίσκονται στη σοβιετική ζώνη (της Γερμανίας) ακόμη και στη Ρωσία (…) τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης». Και προσθέτουν ότι οι Χερτς, Τύσεν, Φόλμερ και φον Αρντένε «οργάνωσαν ένα εργαστήριο ερευνών στο Σουχούμι της Μαύρης Θάλασσας». Εκείνες ακριβώς τις ημέρες ένας άλλος γερμανός επιστήμονας, ο φυσικός Αντολφ Κρεμπς, πέρασε από τη σοβιετική στην αμερικανική ζώνη της Γερμανίας και, σύμφωνα με τρία διαφορετικά έγγραφα, έδωσε «συγκεκριμένες πληροφορίες» για τους άλλους γερμανούς επιστήμονες. Απεκάλυψε στους Αμερικανούς ότι οι Ρώσοι τον πήγαν στο Ελεκτροστάλ, ένα εντελώς νέο συγκρότημα εργαστηρίων και κατοικιών 60 χλμ. ανατολικά της Μόσχας, όπου «ο Ριλ και η ομάδα των στενών συνεργατών του εργάζονταν στη σύνθεση του ουρανίου σε μια παραγωγή μεγάλης κλίμακας εφαρμόζοντας μια νέα μέθοδο η οποία χρησιμοποιεί ηλεκτρικούς φούρνους». Πληροφόρησε επίσης τους Αμερικανούς ότι δεν είχαν πρόβλημα με το ουράνιο οι Σοβιετικοί, μάλιστα ανέφερε ότι τελευταία έφθασαν από τα ορυχεία ουρανίου της Τσεχοσλοβακίας στην Ελεκτροστάλ τρία βαγόνια με 10 τόνους μεταλλεύματος ουρανίου το καθένα. Τους έδωσε και άλλες πληροφορίες, όπως αναφέρει έγγραφο της 16ης Ιουλίου 1946. Οτι η ομάδα των Χερτς, Αρντένε και Τύσεν είχε κάνει προόδους στις εφαρμογές της απομόνωσης των ισοτόπων, ότι ο Φόλμερ είχε επιτύχει στην εργασία του για την παραγωγή βαρέος ύδατος και ότι κάποιος δρ Πάτσκε, επικεφαλής της διοίκησης των ορυχείων ουρανίου της Τσεχοσλοβακίας στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ήταν τώρα στην Τασκένδη όπου, όπως ο ίδιος λέγει, «προφανώς υπάρχουν μεγάλα αποθέματα μεταλλευμάτων ουρανίου». Κατά τα φαινόμενα, ούτε αυτές οι συγκεκριμένες πληροφορίες έπεισαν τις αμερικανικές υπηρεσίες να αλλάξουν γνώμη για την έκταση των εργασιών που γίνονταν στη Σοβιετική Ενωση για την κατασκευή της ατομικής βόμβας. Το περίεργο είναι ότι ο Κρεμπς επέστρεψε στη σοβιετική ζώνη με την έγκριση των αμερικανικών αρχών. [Στο βιβλίο του Espionage, Security and Intelligence in Britain, έκδοση 1998, ο Ρίτσαρντ Ολντριτς αναφέρει τους Κρεμπς και Μπορν ως «εγκατεστημένους» στη βρετανική ζώνη της Γερμανίας το 1949.]