NEA ΥΟΡΚΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ
Οταν ο Ηρακλής έκοψε και το τελευταίο, αθάνατο, κεφάλι της Λερναίας Υδρας, το πήρε και το έθαψε βαθιά στη Γη, τοποθετώντας επάνω του έναν βράχο. Υστερα βούτηξε τα βέλη του στη δηλητηριώδη χολή του τέρατος, κάνοντάς τα θανατηφόρα. Ο μύθος, λένε οι ειδικοί, εμπεριέχει πάντα μια δόση ιστορικής πραγματικότητας. Επομένως, ο δεύτερος άθλος του Ηρακλή ίσως να αποτελεί την πρώτη αναφορά σε χημικά και βιολογικά όπλα που συναντάμε στη δυτική λογοτεχνία.
Αυτό υποστηρίζει η αμερικανίδα ιστορικός Αντριέν Μουρ στο βιβλίο της «Υγρόν πυρ, δηλητηριώδη βέλη και βόμβες σκορπιών: βιολογικός και χημικός πόλεμος στον αρχαίο κόσμο» («Greek Fire, Poison Arrows and Scorpion Bombs: Biological and Chemical Warfare in the Ancient World»), το οποίο κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες στις ΗΠΑ. Ο μύθος του Ηρακλή, επισημαίνει η αμερικανίδα ερευνήτρια, μας δείχνει ότι βέλη εμποτισμένα με εύφλεκτες ή τοξικές ουσίες θα πρέπει να ήταν γνωστά από πολύ παλαιά στην ελληνική ιστορία και να χρησιμοποιούνταν ευρέως στη μάχη. Το «τοξικόν φάρμακον» ήταν άλλωστε για τους αρχαίους Ελληνες το δηλητήριο για τα βέλη.
Το βιβλίο της κυρίας Μέιγιορ, το οποίο χαιρετίστηκε από αμερικανούς ειδικούς ως μια διαφωτιστική αναθεώρηση της πρώιμης στρατιωτικής ιστορίας, βασίζεται στους μύθους αλλά και σε γραπτές πηγές και αρχαιολογικά ευρήματα, για να δείξει ότι τα βιολογικά και χημικά όπλα έχουν χρησιμοποιηθεί στις μάχες χιλιετίες νωρίτερα από τη σύγχρονη εποχή, το αέριο της μουστάρδας, τις βόμβες Ναπάλμ και το βακτήριο του άνθρακα.
Οι αρχαίοι Ελληνες δεν ήταν οι μόνοι. H κυρία Μέιγιορ αναφέρει στοιχεία τα οποία υποδεικνύουν τη χρήση βιολογικών μέσων στις μάχες σε όλον τον αρχαίο κόσμο, από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ως την Ανατολική Ασία. Μεταξύ των ιστορικών θυμάτων και δραστών συγκαταλέγονται κατακτητές του επιπέδου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Ιουλίου Καίσαρα και του Αννίβα.
«Ο μεγάλος αριθμός των μυθικών αφηγήσεων και των ιστορικά επαληθεύσιμων περιστατικών» συμπεραίνει η αμερικανίδα ιστορικός «μας καλεί να αναθεωρήσουμε τα συμπεράσματά μας σχετικά με την εμφάνιση του βιολογικού και χημικού πολέμου και των ηθικών και τεχνολογικών περιορισμών του». Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η απειλή των όπλων μαζικής καταστροφής και της βιολογικής τρομοκρατίας, ο πόλεμος στο Ιράκ, έχουν ανανεώσει το ενδιαφέρον των ερευνητών για την εμφάνιση και την ιστορία του πολέμου. Ιστορικοί και αρχαιολόγοι δίνουν τώρα μεγαλύτερη προσοχή και βαρύτητα σε παραμελημένα στοιχεία για τον πόλεμο, τόσο σε κοινωνίες οργανωμένες κατά φυλές ή ομάδες όσο και σε ανεπτυγμένους πολιτισμούς.
Οι Μάγια, οι οποίοι παλαιότερα θεωρείτο ότι είχαν αναπτύξει έναν ειρηνικό πολιτισμό ο οποίος διοικείτο από το ιερατείο και ήταν περισσότερο αφοσιωμένος στη μελέτη των ημερολογίων παρά στη διεξαγωγή εχθροπραξιών, αποδείχθηκε προσφάτως ότι τελικά ήταν αρκετά αιμοσταγείς. Στην Ταϊτή, της οποίας οι λαοί θεωρούνταν προσωποποίηση του Ευγενούς Αγρίου του Ρουσό, ο πόλεμος ήταν πολλές φορές στυγνός και ανελέητος. Ολοι σχεδόν οι πολιτισμοί που προηγήθηκαν της σύγχρονης εποχής μας αποδεκάτιζαν αλλήλους σε εξαιρετικά βίαιους πολέμους, διαπιστώνουν σήμερα ορισμένοι ερευνητές.
«Ο κόσμος συνειδητοποιεί επιτέλους ότι οι ερευνητές και άλλοι ειδικοί αρνούνταν ως τώρα την πραγματικότητα» λέει ο δρ Στίβεν λε Μπλαν, έφορος του Μουσείου Αρχαιολογίας και Εθνολογίας Πίμποντι του Χάρβαρντ. «Ο πόλεμος είναι κάτι οικουμενικό και ανάγεται στα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας».
Ο δρ Λε Μπλαν έγραψε προσφάτως το βιβλίο «Συνεχείς μάχες: ο μύθος του ειρηνικού, ευγενούς αγρίου» («Constant Battles: The Myth of the Peaceful, Noble Savage») μαζί με την Κάθριν Ρέτζιστερ. Θεωρεί ότι ο δρ Λόρενς Κίλι, ανθρωπολόγος του Πανεπιστημίου του Ιλινόι στο Σικάγο, ο οποίος δημοσίευσε το 1996 το «Πόλεμος πριν από τον Πολιτισμό» («War Before Civilization») ήταν ο επιστήμων ο οποίος διηύρυνε τις γνώσεις και την αντίληψη που είχαμε για τον πόλεμο στο πέρασμα των αιώνων και των πολιτισμών.
Επισημαίνει επίσης ότι το βιβλίο της κυρίας Μέιγιορ, παρ’ ότι αναφέρει σουμεριακές επιγραφές σφηνοειδούς γραφής οι οποίες μιλούν για θανατηφόρα παθογόνα το 1770 π.X., δεν έχει διερευνήσει το θέμα πολύ βαθιά στον χρόνο, αλλά έχει επικεντρωθεί στους ελληνικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, όπου οι πηγές είναι πιο αξιόπιστες. Υποστηρίζει ότι, όταν θα διερευνηθούν διεξοδικότερα και αυτές οι περίοδοι, ίσως διαπιστώσουμε ότι ο βιολογικός πόλεμος ήταν πολύ πιο διαδεδομένος.
Ως τώρα εθεωρείτο ότι τα χημικά και βιολογικά όπλα ήταν προϊόν της σύγχρονης εποχής, επειδή η ανάπτυξή τους απαιτεί προηγμένες επιστημονικές γνώσεις επιδημιολογίας, βιολογίας και χημείας. Οι ερευνητές πίστευαν ότι ο βιολογικός και χημικός πόλεμος των παλαιότερων χρόνων περιοριζόταν στις δηλητηριάσεις πηγαδιών ή στη ρίψη ενός μολυσμένου με πανώλη πτώματος μέσα στα τείχη του εχθρού.
H κυρία Μέιγιορ όμως ανακάλυψε ότι, παρά την έλλειψη προηγμένων επιστημονικών γνώσεων, η εμπειρική γνώση ήταν αρκετή. «Εκείνο το οποίο με εξέπληξε περισσότερο» δηλώνει «είναι η διαπίστωση του βαθμού στον οποίο χρησιμοποιούνταν τα «τοξικά όπλα» από τους αρχαίους λαούς. Τα βρίσκουμε στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο, στη Μεσοποταμία, στη Μικρά Ασία, στις στέπες της Ασίας, στην Ινδία, στην Κίνα».
Τον 5ο π.X. αιώνα έλληνες ιστορικοί αναφέρουν πολυάριθμες περιπτώσεις μαχών όπου έχουν χρησιμοποιηθεί δηλητήρια. Κατά την κυρία Μέιγιορ, τα δηλητηριώδη βέλη ίσως να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Ομηρος δεν αναφέρεται ξεκάθαρα σε αυτά, όμως ο Φιλοκτήτης είχε τη φαρέτρα του Ηρακλή, ενώ ο ποιητής μιλάει συχνά για το μαύρο αίμα που έτρεχε από τις πληγές και για τις βδέλλες που έβαζαν να το απορροφήσουν, κλασικά δείγματα δηλητηρίασης από δηλητήριο φιδιού.
«Τοξικά και βέλη» συμπληρώνει «έχουν στα ελληνικά την ίδια προέλευση: η λέξη «τοξικός» προέρχεται από τη λέξη «τόξο». Το ίδιο συμβαίνει και στα λατινικά. H λέξη «toxica» προέρχεται από τη λέξη «taxus», τάξος, καθώς τα πρώτα δηλητηριώδη βέλη εμποτίζονταν με μια θανατηφόρο ουσία που υπάρχει στο τάξος, ένα είδος ελάτου».
Τα δηλητηριώδη φυτά χρησιμοποιούνταν ευρέως, ιδιαίτερα για να δηλητηριάζουν το νερό των πηγαδιών ή των δεξαμενών. H αρχαιότερη καταγεγραμμένη σε γραπτές πηγές περίπτωση αναφέρεται από τον Θέσσαλο (5ος π.X. αι.) και τον Παυσανία (2ος μ.X. αι.) και αφορά την πολιορκία της Κίρρας, στον A´ Ιερό Πόλεμο (595-585 π.X.). Οι πολιορκητές δηλητηρίασαν τα πηγάδια της πόλης με λευκό ελλέβορο, εξαιρετικά δραστικό δηλητήριο το οποίο εξολόθρευσε ολοσχερώς τον πληθυσμό της Κίρρας.
H αφήγηση αυτού του περιστατικού εθεωρείτο παλαιότερα ότι ανήκε στη σφαίρα του μύθου. Οι ιστορικοί πείστηκαν όμως ότι ήταν αληθινή όταν την ανακάλυψαν σε κείμενα του Αισχίνη (4ος π.X. αι.) και ορισμένων άλλων ελλήνων συγγραφέων. «Αντιδρώντας όπως συνέβη το 1924, με τη σύνταξη της Συνθήκης της Γενεύης ως απάντηση στη χρήση δηλητηριωδών αερίων στον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αμφικτυονική Συμμαχία αποφάνθηκε ότι η ρύπανση του νερού ήταν απαράδεκτη και ότι στο εξής θα απαγορευόταν από τους κανόνες του πολέμου» επισημαίνει η ιστορικός.
H πολιορκία της Κάφφα (Θεοδοσίας) από τους Τατάρους το 1346 μ.X. αναφέρεται από πολλούς ως το πρώτο περιστατικό βακτηριολογικού πολέμου: οι Τάταροι, στους οποίους παρουσιάστηκαν κρούσματα πανώλους, πέταξαν με καταπέλτες μέσα στα τείχη των πολιορκημένων Γενοβέζων πτώματα στρατιωτών τους οι οποίοι είχαν πεθάνει από την ασθένεια. Από την Κάφφα θεωρείται ότι έφθασε στην Ευρώπη ο «Μαύρος Θάνατος», η μεγάλη επιδημία πανώλους η οποία εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της ηπείρου από το 1346 ως το 1350.
H μολυσματική δυνατότητα πολλών ασθενειών και η ταχύτητα εξάπλωσής τους σε έναν πληθυσμό ήταν όμως, επισημαίνει η κυρία Μέιγιορ, γνωστή χιλιετίες πριν, όπως διαπιστώνεται από επιγραφές οι οποίες έχουν βρεθεί στο Μάρι της Μεσοποταμίας και χρονολογούνται από το 1770 π.X. Επίσης ο Καουτίλια, ινδός φιλόσοφος, σύμβουλος του βασιλιά Τσαντραγκούπτα και συγγραφέας της περίφημης διατριβής «Αρτασάστρα», περιγράφει τον 4ο π.X. αιώνα τεχνικές μόλυνσης των εχθρικών στρατών παραθέτοντας έναν μακρύ κατάλογο τρομερών όπλων, από δηλητήρια υπό μορφήν σκόνης ως αλοιφές φτιαγμένες από ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε φυτά ή ζώα, έντομα ή άλατα, και προκαλούν θάνατο (αργό ή γρήγορο), τύφλωση και άλλα δεινά.
Ο περιορισμός του εχθρού σε μια περιοχή μολυσμένη με ελονοσία αποτελούσε επίσης όπλο. Θεωρείται ότι μια τέτοια μέθοδος ακολουθήθηκε κατά την πολιορκία των Συρακουσών το 413 π.X., όταν ο στρατός των Αθηναίων αποδεκατίστηκε από την ασθένεια, όπως αναφέρουν ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος και ο Πλούταρχος. Επίσης, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, επισημαίνει η κυρία Μέιγιορ αναφέροντας τον Θουκυδίδη, οι Σπαρτιάτες χρησιμοποίησαν δηλητηριώδη αέρια και μια μηχανή η οποία πετούσε φλόγες εναντίον των Πλαταιών.
Οι Ασσύριοι εκτόξευαν φλεγόμενες βόμβες ενώ, τον 3ο π.X. αιώνα, ο Δίων ο Κάσσιος μιλάει στη «Ρωμαϊκή Ιστορία» του για βόμβες από νάφθα. Οπλα με βάση υδρογονάνθρακες σαν το ναπάλμ (ναφθα [να] και παλμιτικά άλατα [παλμ]) έχουν χρησιμοποιηθεί αιώνες πριν από τη δεκαετία του 1940, με διασημότερο το Υγρόν Πυρ των Βυζαντινών, του οποίου η νάφθα αποτελούσε βασικό συστατικό.
Οι αρχαίοι Κινέζοι και Ινδοί είχαν συνταγές για τη δημιουργία τοξικών καπνών και άλλων τεχνασμάτων για να «παραλύουν» τον εχθρό. Επί της δυναστείας Τσου, τον 7ο π.X. αιώνα, το κινεζικό οπλοστάσιο διέθετε «τοξικά νέφη», ομίχλες που τυφλώνουν, επιβλαβή μείγματα από θειάφι και αρσενικό. Οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν επίσης «βόμβες δακρυγόνων», καυτερό κόκκινο πιπέρι τυλιγμένο σε ρυζόχαρτο. Υπήρχαν αμέτρητες μυστικές συνταγές, διαφόρων λαών, για την κατασκευή νεφών που προκαλούσαν ερεθισμούς ή εύφλεκτων υλικών. Στην κατηγορία «πρόκληση πανικού και αταξίας» η κυρία Μέιγιορ υπενθυμίζει τη χρήση «ψυχολογικών όπλων», όπως οι τρομερές κραυγές και τα ουρλιαχτά, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως πολεμική τακτική, εδώ και 2.000 χρόνια, από διάφορους λαούς, από την Ασία ως τα γερμανικά φύλα της Ευρώπης.
Στον βιολογικό πόλεμο, ένα από τα αρχαιότερα όπλα ήταν τα έντομα. Σφηκοφωλιές και κυψέλες εκτοξεύονταν, με τη βοήθεια του καταπέλτη, σαν βιολογικές βόμβες εναντίον των εχθρών από τους αρχαίους Ελληνες. Οι πολεμιστές των Μάγια, όπως αναφέρεται σε ένα κείμενο του «Πόπολ Βου», φορούσαν ένα κράνος μέσα στο οποίο έκρυβαν μια κυψέλη με ερεθισμένες μέλισσες. Οταν ο αντίπαλος χτυπούσε το κράνος, μια ζωντανή βόμβα εκρηγνυόταν εναντίον του.
Στα «Πολιορκητικά» του Αινεία του Τακτικού (4ος π.X. αιώνας) αναφέρονται μέθοδοι επιβίωσης σε περίπτωση πολιορκίας, οι οποίες συνδυάζουν πολλά από τα παραπάνω. Στο κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στις χημικά ενισχυμένες φωτιές, ο Αινείας συμβουλεύει τους πολιορκημένους να πυρπολούν τους στρατιώτες του εχθρού και τις πολιορκητικές μηχανές τους πετώντας τους κατά σειρά πίσσα, κάνναβη, θειάφι και, στο τέλος, αναμμένα δαδιά. Σε ένα άλλο σημείο περιγράφει αναλυτικά πώς μπορεί να διοχετεύσει κανείς αποτελεσματικά έντομα μέσα στις σήραγγες που ανοίγουν οι πολιορκητές.
Σφηκοφωλιές και μελισσοφωλιές, σακιά με δηλητηριώδη φίδια τα οποία εκτοξεύονται στα πλοία ή ανάμεσα στους στρατιώτες, βόμβες οι οποίες περιέχουν σκορπιούς… «H ανθρώπινη εφευρετικότητα στα πρώτα βήματα του βιοχημικού πολέμου είναι εντυπωσιακή» γράφει η κυρία Μέιγιορ. «Εξίσου εντυπωσιακό όμως είναι το ότι, κατ’ ουσίαν ή στις βασικές αρχές, οι αρχαίοι έχουν αναπτύξει πρώτοι όλους σχεδόν τους βασικούς τύπους βιολογικών και χημικών όπλων που γνωρίζουμε σήμερα».
Τότε, όπως και τώρα, οι κοινωνίες δεν ενέκριναν τη χρήση φωτιάς, επιδημικών και άλλων ανάλογων όπλων τα οποία σκορπούσαν τον τρόμο και τον θάνατο. Για τους Ελληνες η έντιμη και δίκαιη ένοπλη σύγκρουση γινόταν πρόσωπο με πρόσωπο, σε τακτές σειρές, επί πεδίου, με ξίφη και δόρατα. Μόνον έτσι πέθαινες σαν ήρωας. Τόσο η κυρία Μέιγιορ όμως όσο και άλλοι ερευνητές επισημαίνουν αναφορές αρκετών αρχαίων συγγραφέων στη δόλια χρήση βιοχημικών όπλων, τα οποία καταδικάζουν ή εγκρίνουν μόνον ως ύστατο μέσο.
Το παλαιότερο γνωστό κείμενο το οποίο αναφέρεται στην απαγόρευση τέτοιων όπλων είναι ινδικό και χρονολογείται από το 600 π.X. Το «Μανάβα-νάρμα-σάστρα» ή «Παράδοση του Μανού», το οποίο περιγράφει τις υποχρεώσεις και τους κανόνες του τρόπου ζωής των ινδουιστών, κατακρίνει και στιγματίζει όσους καταφεύγουν σε δηλητηριώδη όπλα. Πολύ νωρίτερα όμως, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, οι αρχαίοι Ελληνες αναγνώριζαν ότι η χρήση τέτοιων όπλων επέσυρε κάποιου είδους τιμωρία. Ο Ηρακλής πολλές φορές έφερνε την καταστροφή εκείνων τους οποίους ήθελε να προστατεύσει, σε μια παραλλαγή, όπως επισημαίνει η κυρία Μέιγιορ, των «φίλιων πυρών», αλλά και σε μια ένδειξη θείας δίκης.