Η 21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967 υπήρξε ημέρα συγχύσεως για τον Κωνσταντίνο ­ ο οποίος, για άλλη μία φορά, απεδείχθη άβουλος και ελάχιστα διορατικός. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ετέθη σε εφαρμογή το «Σχέδιο Προμηθεύς και τα τεθωρακισμένα βγήκαν στους δρόμους: οι συνταγματάρχες είχαν προλάβει τους στρατηγούς, οι οποίοι θα ενεργούσαν με την έγκριση του τότε βασιλέως. Δύο ώρες αργότερα, ο νεαρός μονάρχης, μιλώντας από το Τατόι στο τηλέφωνο με τον αμερικανό στρατιωτικό ακόλουθο, παραδεχόταν ότι δεν ήξερε καν τι συνέβαινε. Ο Κωνσταντίνος μεταφέρθηκε εκών άκων στο Πεντάγωνο, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, απειλούμενος και υβριζόμενος από λοχαγούς και ταγματάρχες με στολές εκστρατείας και αυτόματα στα χέρια. Ενωρίς το βράδυ ο μονάρχης όρκιζε στα ανάκτορα της Ηρώδου Αττικού την «Εθνική Κυβέρνηση» των πραξικοπηματιών, συνεργώντας στην κατάλυση της ελληνικής δημοκρατίας. Δεν είχε αντιληφθεί ότι με το ίδιο βασιλικό διάταγμα προσυπέγραφε και την αρχή του τέλους της μοναρχίας.


Η 21η Απριλίου 1998, Τρίτη του Πάσχα, ενδέχεται να αποδειχθεί εξίσου καθοριστική για τον τέως βασιλέα των Ελλήνων ­ ευτυχώς όμως όχι και για τον ελληνικό λαό. Από μια ειρωνεία της Ιστορίας, πρόκειται να παιχθεί, μετά τριάκοντα και πλέον έτη, η τελευταία ίσως πράξη της έκπτωσης της δυναστείας των Γκλύξμπουργκ. Στο Στρασβούργο, στο εντυπωσιακό μεταμοντέρνο κτίριο που έχει σχεδιάσει ο διάσημος βρετανός αρχιτέκτων Ρίτσαρντ Ρότζερς και όπου στεγάζεται η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, εκδικάζεται η προσφυγή του τέως μονάρχη κατά της Ελλάδας. Αντικείμενο η τύχη της περιουσίας της έκπτωτης βασιλικής οικογένειας, η οποία περιήλθε οριστικά στο ελληνικό κράτος με τον νόμο 2215/94 ­ γνωστό και ως «νόμο Βενιζέλου».


Η προσφυγή θα εκδικασθεί κεκλεισμένων των θυρών και ο Κωνσταντίνος θα παραστεί αυτοπροσώπως. Την Ελλάδα θα εκπροσωπήσουν οι καθηγητές κκ. Μ. Σταθόπουλος, Ν. Αλιβιζάτος και Δ. Τσάτσος, επιφανείς νομικοί· τον πολιτικό χειρισμό της υπόθεσης έχει αναλάβει ο υφυπουργός Εξωτερικών κ. Ι. Κρανιδιώτης. Η Επιτροπή θα αποφανθεί αυθημερόν για το «προφανώς απαράδεκτο» της προσφυγής του τέως βασιλέως. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας θα γίνει γνωστό αν η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο θα υπεισέλθει πλέον στην ουσία της ­ ή αν θα κλείσει οριστικώς. Το ζήτημα, όπως αναγνωρίζει η κυβέρνηση, δεν είναι νομικό, αλλά, όπως λέει, «εξόχως πολιτικό». Η διαδικασία είναι αυστηρώς απόρρητη ­ εκ του νόμου οι διάδικοι δεν επιτρέπεται να κάνουν δημόσιες δηλώσεις ούτε καν μετά την απόφαση της Επιτροπής! «Το Βήμα» παρουσιάζει το παρασκήνιο (αλλά και το μακροσκελές ιστορικό) της υπόθεσης και αποκαλύπτει τι προηγήθηκε της προσφυγής και τι μέλλει γενέσθαι την Τρίτη του Πάσχα.


«Ενδιαφέρεται ιδιοτελώς για τα χρήματα της αποζημίωσης…»



ΕΙΝΑΙ ο ίδιος ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης που έδωσε τις τελικές οδηγίες για τον χειρισμό της υπόθεσης ενώπιον της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι καθηγητές κκ. Ν. Αλιβιζάτος, Μ. Σταθόπουλος και Δ. Τσάτσος προετοίμασαν εντατικά το υπόμνημα που κατέθεσε η Ελλάδα από τις αρχές Φεβρουαρίου, συνεπικουρούμενοι από την κυρία Κυριακή Γρηγορίου και τον κ. Β. Κοντόλαιμο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, την κυρία Μαρία Τελαλιάν της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ και, βεβαίως, τον νομικό σύμβουλο του Πρωθυπουργού κ. Γ. Παπαδημητρίου και τον νυν υπουργό Πολιτισμού και συντάκτη του νόμου 2215/94 για τη «Ρύθμιση θεμάτων της απαλλοτριωμένης περιουσίας της έκπτωτης βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας» κ. Ευ. Βενιζέλο. Στην ελληνική ομάδα μετέχει επίσης ο λονδρέζος barrister κ. Πίτερ Ντάφι. Οι συσκέψεις στον όγδοο όροφο του κτιρίου του ΥΠΕΞ επί της λεωφόρου Ακαδημίας 3 ήταν πολύωρες· τη γενική ευθύνη και τον πολιτικό συντονισμό της υπόθεσης έχει ο υφυπουργός Εξωτερικών κ. Ι. Κρανιδιώτης, ενώ ενήμεροι ετηρήθησαν ευλόγως ο υπουργός Εξωτερικών κ. Θ. Πάγκαλος και ο αναπληρωτής υπουργός κ. Γ. Α. Παπανδρέου.


Στην προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής, ο Κωνσταντίνος επικαλείται παραβίαση των άρθρων 1 (σεβασμός της περιουσίας), 6 (πρόσβαση στα δικαστήρια) και 8 (σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Αν η Επιτροπή κρίνει την αίτησή του παραδεκτή, αυτή θα παραπεμφθεί στο Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η εκδίκασή της θα ολοκληρωθεί μετά το 2000 ­ δηλαδή θα συνεχισθεί και κατά τον 21ο αιώνα! Εν τούτοις το Δικαστήριο δεν μπορεί να επαναφέρει τα πράγματα «εις την προτέρα κατάσταση» ­ δηλαδή να υποχρεώσει την Ελλάδα να αλλάξει τον νόμο ή να επιστρέψει στην οικογένεια των Γκλύξμπουργκ το Τατόι, το Μον Ρεπό και το Πολυδένδρι. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να παράσχει «δίκαιη ικανοποίηση» («just satisfaction»), δηλαδή να επιδικάσει χρηματική αποζημίωση (πιθανότατα αρκετών δισ.). Ετσι, όπως επισημαίνεται από ελληνικής πλευράς, «ο τέως βασιλιάς είτε ενδιαφέρεται ιδιοτελώς για τα χρήματα είτε αποσκοπεί στο να κρατήσει το θέμα στην επικαιρότητα για πολιτικούς λόγους».


Μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Κρανιδιώτης δήλωσε ότι «η Ελλάδα θα υποστηρίξει την πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση και η Βουλή με την ψήφιση του 2215/94, ο οποίος κρίθηκε συνταγματικός από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Το πολιτειακό θέμα έχει κλείσει με το δημοψήφισμα του ’74 και η προσφυγή του τέως βασιλέως αποσκοπεί στην αναμόχλευση παθών και ιδεοληψιών του παρελθόντος». Ο υφυπουργός Εξωτερικών προσέθεσε ότι ο Κωνσταντίνος «επικαλείται προσχηματικά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του προκειμένου να αποφύγει να αποδεχθεί το Σύνταγμα και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος», ενώ επισημαίνει ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει προετοιμάσει πολύ καλά την άμυνά της» και ότι «η νομική ομάδα που έχει αναλάβει την εκπροσώπηση της ελληνικής πλευράς διαθέτει αξιόλογη ικανότητα, επιστημονική γνώση και εμπειρία». Ο κ. Κρανιδιώτης εκφράζει την αισιοδοξία του ότι «οι ισχυρισμοί και οι αιτιάσεις του τέως βασιλέως θα απορριφθούν ως απαράδεκτα».


Τόσο η ελληνική πλευρά όσο και η πλευρά του τέως βασιλιά έχουν ήδη υποβάλει υπομνήματα, που θα αναπτυχθούν και προφορικά in camera την Τρίτη. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να αναπτύξουν και πρόσθετα επιχειρήματα ­ συνεπώς δεν αποκλείονται εκπλήξεις. Πάντως στο υπουργείο Εξωτερικών είναι ιδιαιτέρως φειδωλοί ως προς την αποκάλυψη του περιεχομένου του ελληνικού υπομνήματος (του οποίου τη δημοσιοποίηση θεωρούν επιπόλαιη) διότι αυτό απαγορεύεται ρητώς από τη διαδικασία ­ «έχει μάλιστα», λέγεται, «χαθεί έτσι υπόθεση» (από την Τουρκία). Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», η Ελλάδα θα επιμείνει ότι η κυριότητα του Κωνσταντίνου επί της βασιλικής περιουσίας δεν είναι ιδιωτικό δικαίωμα, που να προστατεύεται από την ΕΣΔΑ, αλλά sui generis δικαίωμα, το οποίο αποτελεί «παρακολούθημα» του αξιώματός του.


Το «σχέδιο συμβάσεως» Τσοβόλα και το «unfair» Μητσοτάκη


ΤΟ ΤΑΤΟΪ, το Μον Ρεπό της Κέρκυρας και το Πολυδένδρι στην Αγιά Λαρίσης ­ περισσότερα από 70.000 στρέμματα εν συνόλω ­ αποτελούν τη λεγομένη «βασιλική περιουσία». Μετά το πολιτειακό δημοψήφισμα του 1974 θα αρκούσε μια διάταξη του Συντάγματος του 1975 για να ρυθμίσει την τύχη τους ­ όπως έγινε στο (ισχύον) ιταλικό Σύνταγμα του 1947, το άρθρο «ΧΙΙΙ» του οποίου ορίζει ότι η περιουσία των μελών του οίκου της Σαβοΐας, «η οποία βρίσκεται στο εθνικό έδαφος», περιέρχεται στο ιταλικό κράτος. Λόγω έλλειψης τέτοιας διάταξης η εκκρεμότητα παρέμεινε και η σκυτάλη πέρασε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση του ΠαΣοΚ το 1981. Οι επιφυλάξεις για τη συνταγματικότητα της ρύθμισης του θέματος με νόμο ώθησαν την κυβέρνηση Παπανδρέου να επιχειρήσει τη λύση του θέματος με συμφωνία.


Τη διαπραγμάτευση ανέλαβε ο τότε υπουργός Οικονομικών κ. Δ. Τσοβόλας, συνεπικουρούμενος από τον νομικό σύμβουλο του πρωθυπουργού, καθηγητή κ. Γ. Κασιμάτη. Οι Γκλύξμπουργκ ώφειλαν στο ελληνικό Δημόσιο περισσότερα από 500 εκατ. δρχ. από φόρους κληρονομίας. Ο κ. Τσοβόλας πρότεινε την απαλλαγή τους από το χρέος, με αντάλλαγμα τη μεταβίβαση στο ελληνικό Δημόσιο του Μον Ρεπό, του Πολυδενδρίου και του Τατοΐου, με εξαίρεση, όπως είπε προς «Το Βήμα», «μια λωρίδα γης που οδηγούσε στα μνήματα της οικογένειας ­ και η οποία θα ήταν, ούτως ή άλλως, σε κοινή χρήση». Μετά από αρκετές διαβουλεύσεις, κατά τα έτη 1987 και 1988, είχε καταρτισθεί «σχέδιο συμβάσεως». Το 1989 όμως ο τέως μονάρχης υπαναχώρησε. Ο κ. Τσοβόλας εκτιμά ότι οι περί «unfair» δηλώσεις του κ. Κ. Μητσοτάκη στο Λονδίνο και η αλλαγή του κλίματος έπαιξαν ρόλο σε αυτή την απόφαση. Ο πρόεδρος του ΔΗΚΚΙ δηλώνει «δικαιωμένος» από τις μεταγενέστερες εξελίξεις και θεωρεί ότι η ματαιωθείσα συμφωνία ήταν η επωφελέστερη για το ελληνικό Δημόσιο.


Πράγματι η συμφωνία των κκ. Ι. Παλαιοκρασσά, Σ. Χατζηγάκη και Γ. Σούρλα για λογαριασμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη με τον αντιναύαρχο ε.α. κ. Μάριο-Ιωάννη Σταυρίδη πληρεξούσιο του τέως βασιλιά υπήρξε πολύ ευνοϊκότερη για τους Γκλύξμπουργκ, αφήνοντας στην κυριότητά τους περί τα 4.000 στρέμματα του Τατοΐου, μεταβιβάζοντας τα υπόλοιπα σε ίδρυμα και περατώνοντας τις προαναφερθείσες «εκκρεμείς φορολογικές διαφορές». Η σύμβαση εκυρώθη με τον νόμο 2086/92 και πέρασε από τη Βουλή παρά την κατακραυγή της αντιπολίτευσης· τα κινητά «φυγαδεύτηκαν» από το Τατόι με κοντέινερ από το 1991. Σημειωτέον ότι ο νόμος κηρύχθηκε αντισυνταγματικός με την απόφαση 45/97 του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.


Πώς λύθηκε ο νομικός «γόρδιος δεσμός»



ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ καλοκαίρι προσελκύει ουκ ολίγους ξένους επισκέπτες, επώνυμους ή ανώνυμους. Εν τούτοις η κρουαζιέρα της έκπτωτης βασιλικής οικογένειας στο Αιγαίο τον Αύγουστο του ’93 δεν αποτελούσε συνήθη επίσκεψη. Τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε δηλώσει ότι ο Κωνσταντίνος μπορούσε να επισκεφθεί την Ελλάδα όποτε ήθελε ­ «ως απλός πολίτης». Ο περίπλους των ελληνικών θαλασσών υπό την επιτήρηση πολεμικών σκαφών, η «απόβαση» στη Λακωνία και η εν γένει δημοσιότητα σχολιάστηκαν ποικιλοτρόπως. «Περάσαμε πολύ ωραία» δήλωσε μετά ο Κωνσταντίνος στους «Financial Times» του Λονδίνου. «Απλώς, κάποια στοιχεία της ελληνικής ιεραρχίας σχημάτισαν λάθος εντυπώσεις». «Θα θέλατε να ξαναγίνετε βασιλεύς των Ελλήνων;» ρώτησε ο βρετανός δημοσιογράφος. «Ασφαλώς» απάντησε ο Κωνσταντίνος.


Τις ίδιες ημέρες ο ηγέτης του ΠαΣοΚ Α.Γ. Παπανδρέου είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κ. Ευ. Βενιζέλο. «Κάτι πρέπει να κάνουμε…» παρατήρησε ο Παπανδρέου. Οταν τελείωσε το τηλεφώνημα, ο νεαρός μακεδόνας πολιτικός και επιφανής συνταγματολόγος είχε αναλάβει να συντάξει πρόταση νόμου (το ΠαΣοΚ βρισκόταν ακόμη στην αντιπολίτευση) που να ρυθμίζει το θέμα της λεγομένης «βασιλικής περιουσίας». Λίγους μήνες νωρίτερα ο κ. Βενιζέλος είχε συντάξει γνωμοδότηση για το Μον Ρεπό, ανταποκρινόμενος στο αίτημα του δημάρχου και του Δημοτικού Συμβουλίου της Κέρκυρας. Ο κ. Βενιζέλος είχε ανατρέξει στο ιστορικό της υπόθεσης.


Η βασιλική περιουσία είχε απαλλοτριωθεί υπέρ του ελληνικού Δημοσίου με το νομοθετικό διάταγμα 225 του 1973 της χούντας του Παπαδόπουλου, που ανακήρυξε την Ελλάδα «Προεδρευομένη Δημοκρατία». Η κυβέρνηση Καραμανλή, με συντακτική πράξη της 1ης Αυγούστου του 1974, ακύρωσε όλες τις διατάξεις της δικτατορίας, αποκαθιστώντας τη Δημοκρατία. Σύμφωνα όμως με τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, δεν αντιμετώπισε τη βασιλική περιουσία ως ιδιωτική περιουσία, αλλ’ ως «παρακολούθημα της μορφής του πολιτεύματος». Συνεπώς την έθεσε υπό την μεσεγγύηση ειδικής επιτροπής, εξαρτώντας τη νομική της φύση από το πολιτειακό δημοψήφισμα ­ που κατήργησε οριστικά τη βασιλεία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο κ. Βενιζέλος έλυσε τον νομικό «γόρδιο δεσμό» της βασιλικής περιουσίας.


Το ΠαΣοΚ επανήλθε στην εξουσία μετά τις εκλογές του 1993 και ο μεν κ. Βενιζέλος έγινε υφυπουργός Προεδρίας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, η δε πρόταση νόμου έγινε ο νόμος 2215 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τον Μάιο του 1994. Είχαν προηγηθεί εκτεταμένες διαβουλεύσεις του κ. Βενιζέλου με τον κ. Πρ. Παυλόπουλο, νομικό σύμβουλο του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κ. Καραμανλή, ο οποίος έβλεπε θετικά τον νόμο. Διαβουλεύσεις σε πολιτικό επίπεδο είχαν και οι κκ. Α. Λιβάνης και Π. Μολυβιάτης, εκπροσωπώντας τον τότε πρωθυπουργό Α.Γ. Παπανδρέου και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενώ συμμετοχή στην προετοιμασία του νόμου είχε και ο νομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού κ. Α. Βγόντζας.


Ο «νόμος Βενιζέλου» έλυσε και το θέμα του ονόματος ορίζοντας ότι: «Ελληνική ιθαγένεια στον Κωνσταντίνο Γκλύξμπουργκ και στα μέλη της οικογενείας του αναγνωρίζεται μόνον εφόσον διατυπωθεί ενώπιον του ληξίαρχου Αθηνών ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση σεβασμού στο Σύνταγμα, αποδοχής και αναγνώρισης του πολιτεύματος της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και του αποτελέσματος του Δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974· εφόσον δηλωθεί ρητά και ανεπιφύλακτα, ενώπιον του ιδίου ληξιάρχου παραίτηση από κάθε είδους διεκδικήσεις· εφόσον συντελεσθεί εγγραφή στα μητρώα αρρένων ή στα δημοτολόγια δήμου ή κοινότητας του κράτους».


Μιλώντας προς «Το Βήμα» ο νυν υπουργός Πολιτισμού κ. Ευ. Βενιζέλος είπε ότι «ο νόμος εκτελεί και εξειδικεύει το Σύνταγμα και πιο συγκεκριμένα τη θεμελιώδη συντακτική απόφαση του ελληνικού λαού για τη μορφή του πολιτεύματος». «Πίσω από κάθε θεσμό» προσθέτει «υπάρχει η πολιτική ιστορία του τόπου». Η κρίση της συνταγματικότητας του νόμου από την ελληνική Δικαιοσύνη υπήρξε περιπετειώδης. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (υπό την προεδρία του κ. Β. Κόκκινου) τον έκρινε αντισυνταγματικό· αντίθετη γνώμη εξέφρασε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η διχογνωμία ελύθη από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο τον Ιούνιο του 1997. Με πλειοψηφία 9-4 το ΑΕΔ έκρινε ότι ο νόμος 2215/94 είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα· το κείμενο της απόφασης αριθμούσε περισσότερες από 80 σελίδες!