Τον Αύγουστο του 2004 το παγκόσμιο τηλεοπτικό χωριό θα παρακολουθεί την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα σε ζωντανή μετάδοση. Την ίδια όμως ώρα, σε μια ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα λίγα χιλιόμετρα μακριά, ο διοικητής της ΕΥΠ θα συντονίζει μια τεράστια επιχείρηση για την οποία δεν θα μάθουμε ποτέ πολλά πράγματα. Στελέχη των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών θα βρίσκονται σε συνεχή επαφή και επικοινωνία με εκπροσώπους των μεγαλύτερων ξένων υπηρεσιών και θα συγκεντρώνουν πληροφορίες για ενδεχόμενες τρομοκρατικές απειλές. Το έργο του συντονιστικού αυτού κέντρου θα είναι εξαιρετικά δύσκολο. Οι πληροφορίες θα προέρχονται από την Ουάσιγκτον, τη Μόσχα ή το Κάιρο, θα μπαίνουν στους υπολογιστές σε πραγματικό χρόνο και θα πρέπει ταχύτατα να αναλύονται και να μεταφέρονται -ανάλογα με την αξιολόγησή τους -στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές. Την πρόκληση αυτή είχε κατά νου ο υπουργός Δημόσιας Τάξης κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης όταν αποφάσιζε τον περασμένο Μάιο, πολύ προτού ο κ. Σάββας Ξηρός επιλέξει να τοποθετήσει τη βόμβα στον Πειραιά, να αναδιοργανώσει την ΕΥΠ.
Το νομοσχέδιο αναδιοργάνωσης της ΕΥΠ έχει τεθεί υπόψη του Πρωθυπουργού και αναμένεται σύντομα να κατατεθεί στη Βουλή. Η υπηρεσία έχει βρεθεί όμως εν τω μεταξύ στο μάτι ενός επικοινωνιακού κυκλώνα με αφορμή την υπόθεση της εξάρθρωσης της «17 Νοέμβρη». Οι μυστικές υπηρεσίες έχουν πάντοτε την ικανότητα να εξάπτουν τη δημοσιογραφική φαντασία αλλά το φαινόμενο αυτό γνώρισε νέες διαστάσεις το τελευταίο τρίμηνο. Παροπλισμένοι υπάλληλοι με εμφανή ψυχολογικά προβλήματα εμφανίστηκαν να μιλάνε για «ένα άλλο κτίριο» στο οποίο λειτουργεί ουσιαστικά μια παρακρατική υπηρεσία και το όνομα της ΕΥΠ συνδέθηκε με ακραίες εκδοχές των πιο απίστευτων σεναρίων. Πίσω από όλα αυτά όμως υπήρχε η διάχυτη αίσθηση και «ενημέρωση» ότι η ΕΥΠ αποκόπηκε από τις έρευνες για την τρομοκρατία με κυβερνητική εντολή.
Τι πραγματικά συνέβη; Ο διοικητής της ΕΥΠ κ. Παύλος Αποστολίδης και οι συνεργάτες του έπαιξαν ρόλο τα τελευταία δύο χρόνια στην ανεύρεση στοιχείων για τον κ. Αλέκο Γιωτόπουλο. Από την ώρα που ο κ. Χρυσοχοΐδης και οι στενοί του επιτελείς κατέληξαν, λίγο πριν από τη δολοφονία του Στίβεν Σόντερς, στο ότι ο Γιωτόπουλος ήταν ο Νο 1 ύποπτος που αναζητούσαν, η ΕΥΠ ανέλαβε την αποστολή της συγκέντρωσης στοιχείων για το πρόσωπό του με μια επιχείρηση που έφθασε στην Αβάνα, στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις του εξωτερικού. Ο υπουργός είχε στενή επικοινωνία με τον κ. Αποστολίδη και εφάρμοσε την τακτική των συσκέψεων με στελέχη της υπηρεσίας, όπως ακριβώς έκανε και στην περίπτωση της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας τής ΕΛ.ΑΣ.
* Μετά την 29η Ιουνίου
Ο κ. Χρυσοχοΐδης δεν χρησιμοποίησε την ΕΥΠ μετά την 29η Ιουνίου γιατί ήθελε με κάθε τρόπο να προστατεύσει την ακεραιότητα της προανακριτικής διαδικασίας. Το μονότονα επαναλαμβανόμενο μότο «δεν κάνουμε κανένα λάθος» ήταν βασισμένο στις εμπειρίες του παρελθόντος και στις πολλές χαμένες υποθέσεις τρομοκρατίας του ελληνικού μεταπολιτευτικού κράτους. «Η προανάκριση στηρίχθηκε μόνο στον εισαγγελέα κ. Ιωάννη Διώτη και στα στελέχη της Αντιτρομοκρατικής για να μην υπάρξουν περιθώρια κριτικής ή κακόβουλων σεναρίων» ανέφερε χαρακτηριστικά αξιωματούχος που έζησε τις έρευνες. Η ΕΥΠ δεν είχε ούτως ή άλλως επιχειρησιακό ρόλο να παίξει μετά την 29η Ιουνίου και τυχόν εμπλοκή της θα έδινε το δικαίωμα στους συνηγόρους των κρατουμένων στον Κορυδαλλό να κάνουν λόγο για εμπλοκή μυστικών υπηρεσιών κτλ. Το ενδιαφέρον είναι ότι η κυβέρνηση χρησιμοποίησε το ίδιο επιχείρημα για να κρατήσει μακριά από την προανάκριση και τις ξένες υπηρεσίες που επέμεναν να εκφράζουν ενδιαφέρον για τη δική τους ανάμειξη.
Ο θόρυβος προκλήθηκε όμως και για μία ακόμη φορά η ΕΥΠ καλύφθηκε από λάσπη, φαντασιώσεις και κάθε λογής σενάρια. Η ΝΔ κατηγορεί την κυβέρνηση ότι ήταν λάθος να κινήσει το θέμα της αναδιοργάνωσης της υπηρεσίας μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα και ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η υπόθεση της τρομοκρατίας. Γεγονός είναι ότι στην κοινή γνώμη έχει περάσει η εντύπωση πως η υπηρεσία αυτή είχε κάποιες αμαρτίες στην πλάτη της από την υπόθεση της τρομοκρατίας και γι’ αυτό πρέπει να αλλάξει ενώ στην πραγματικότητα η αλλαγή ήταν προσχεδιασμένη. Ο Πρωθυπουργός είχε άλλωστε αποφασίσει, με εισήγηση του κ. Χρυσοχοΐδη, την παραμονή του κ. Αποστολίδη στην ηγεσία της υπηρεσίας και μετά την επικείμενη συνταξιοδότησή του από το υπουργείο Εξωτερικών.
* Οι αλλαγές που έρχονται
Ο νέος νόμος, ο οποίος βασίστηκε κυρίως στη βρετανική και στη γαλλική εμπειρία, προσδιορίζει με μεγαλύτερη σαφήνεια την αποστολή της ΕΥΠ. Το διεθνές οργανωμένο έγκλημα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και τα κυκλώματα λαθρομετανάστευσης απασχολούν και σήμερα την ελληνική μυστική υπηρεσία, η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα έχει εκτελεστικές εξουσίες συλλήψεων ή επίσημων ερευνών σε σπίτια.
Ο νόμος θα προβλέπει επίσης τη σταδιακή απομάκρυνση στρατιωτικών και αστυνομικών από την ΕΥΠ, χωρίς όμως αυτό να προβλέπεται να γίνει συντόμως. Μία από τις σημαντικότερες αποστολές της υπηρεσίας είναι η συγκέντρωση στρατιωτικών πληροφοριών. Τα τελευταία τρία χρόνια έχει αρχίσει μια σοβαρή συζήτηση για το ενδεχόμενο δημιουργίας Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, η οποία θα υπαγόταν στο ΓΕΕΘΑ και θα χειριζόταν αποκλειστικά τη στρατιωτική κατασκοπεία. Η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων δεν φαίνεται όμως να προωθεί το σχέδιο αυτό και οι αρμοδιότητες αυτές θα παραμείνουν στην ΕΥΠ. Η σημερινή διοίκησή της θεωρεί ότι είναι λογικό να δοθούν περιθώρια περαιτέρω ανόδου στην ιεραρχία του πολιτικού προσωπικού, γεγονός που θα λύσει το παραδοσιακό πρόβλημα των τριβών αξιωματικών και υπαλλήλων της υπηρεσίας που κατά το παρελθόν έχει δημιουργήσει σοβαρότατες παρενέργειες. Ενας ακόμη στόχος της διοίκησης είναι η ενίσχυση του επιχειρησιακού κλάδου σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση προσωπικού για παρακολουθήσεις, ειδικές επιχειρήσεις κτλ. Τις αποστολές αυτές αναλαμβάνουν τώρα αστυνομικοί που έχουν αποσπασθεί στην ΕΥΠ χωρίς να έχουν περάσει από κάποια ιδιαίτερη εκπαίδευση.
ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ Ποιοι και γιατί αντιδρούν
Το παρήγορο είναι ότι οι ελάχιστοι άνθρωποι που γνωρίζουν σε βάθος τον χώρο των μυστικών υπηρεσιών, βετεράνοι του πολιτικού προσωπικού, πρώην και νυν συνδικαλιστές όλων των αποχρώσεων, συμφωνούν ότι η σημερινή διοίκηση οδηγεί την υπηρεσία με προσεκτικά βήματα σε έναν εκσυγχρονισμό. Οι αντιδράσεις μοιάζουν να προέρχονται από έναν-δύο συνδικαλιστές του «παλαιού» ΠαΣοΚ οι οποίοι απομακρύνθηκαν από την ΕΥΠ για λόγους ανεπάρκειας και από βετεράνους αξιωματικούς που θεωρούν ότι η απομάκρυνση των στρατιωτικών θα τη μετατρέψει σε μια κακή δημόσια υπηρεσία χωρίς πειθαρχία και με περισσότερους κομματικούς ανταγωνισμούς.
Γεγονός είναι ότι οι κομματικές προσλήψεις και οι ανταγωνισμοί της περασμένης 15ετίας έχουν φέρει στην ΕΥΠ προσωπικό που δεν μπορεί να φέρει εις πέρας πολύ απλούστερες αποστολές. Η σημερινή διοίκηση διοργάνωσε διαγωνισμούς προσλήψεων και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το νεοπροσληφθέν προσωπικό είναι σαφώς βελτιωμένου επιπέδου σε σχέση με το παρελθόν. Το πρόβλημα είναι ότι τα ηγετικά στελέχη της ΕΥΠ έχουν ακούσει πολλές φορές από τους ευρωπαίους συναδέλφους τους την εκτίμηση πως «ένα καλό στέλεχος μυστικής υπηρεσίας χρειάζεται 15-20 χρόνια για να εκπαιδευθεί». Από την άποψη αυτή η Ελλάδα έχει καθυστερήσει πολύ σε μια περίοδο που οι διεθνείς απειλές αυξάνονται θεαματικά. Ισως όμως πάλι να έχει μπει, ύστερα από πολλά ανόητα πειράματα και την απαξίωση των υπηρεσιών της, στον σωστό δρόμο.