Στρατιωτικό πραξικόπημα με στόχο την παλινόρθωση των Γκλύξμπουργκ στην Ελλάδα σχεδίαζε ο τέως βασιλεύς Κωνσταντίνος την άνοιξη του 1975, λίγους μόλις μήνες μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και με εντελώς νωπό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που με συντριπτική λαϊκή πλειοψηφία κατήργησε (τον Δεκέμβριο του 1974) τη βασιλεία στην Ελλάδα.
Πρωταγωνιστής των κινήσεων και της εν γένει συνωμοσίας ο ήδη μακαρίτης Μιχαήλ Αρναούτης, απόστρατος τότε αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Το κίνημα απετράπη διότι ένας τουλάχιστον αξιωματικός, από εκείνους που ο Μ. Αρναούτης προσπάθησε να μυήσει στη συνωμοσία, ο ναύαρχος εν αποστρατεία σήμερα και πρώην υπουργός κ. Ι. Βασιλειάδης, απεκάλυψε στην τότε Κυβέρνηση Κ. Καραμανλή τα σχέδια του έκπτωτου βασιλέως. Μετά από αυτό η Κυβέρνηση Καραμανλή έλαβε τα μέτρα που έπρεπε και επίσης ειδοποίησε τον έκπτωτο βασιλέα στο Λονδίνο ότι η συνωμοσία του είχε αποκαλυφθεί και ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η υπόθεση του πραξικοπήματος που σχεδίαζε ο τέως βασιλεύς έχει και κατά το παρελθόν συζητηθεί, είναι όμως η πρώτη φορά που κατατίθεται υπεύθυνη και προσωπική μαρτυρία για την απόπειρα αυτή, η οποία δείχνει σε ποιον κόσμο ζούσαν (και προφανώς ζουν ακόμη…) ο τέως βασιλεύς και οι σύμβουλοί του σαν τον Μ. Αρναούτη, που έχει συνδέσει το όνομά του με τις χειρότερες πλευρές της μοναρχίας και των παλατιανών συνωμοσιών, προτού ακόμη αρπάξει την εξουσία η απριλιανή χούντα.
Για να κατανοήσει καλύτερα ο αναγνώστης (και ιδίως οι νεότεροι που δεν έχουν ζήσει τα μαύρα χρόνια της βασιλείας και της χούντας στην Ελλάδα) τα γεγονότα εκείνης της εποχής, χρήσιμες είναι ορισμένες επεξηγηματικές σημειώσεις για τα πρόσωπα:
* Ο πρέσβης Λεωνίδας Παπάγος, γιος του στρατάρχη και μετέπειτα (1952) πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου (τον οποίο διεδέχθη στην ηγεσία του κόμματος του Ελληνικού Συναγερμού και στην πρωθυπουργία το 1955 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής), υπηρετούσε ως πρεσβευτής της Ελλάδας στο Κάιρο το 1967. Μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών τον εκάλεσε ο τότε βασιλεύς Κωνσταντίνος στην Ελλάδα και τον διόρισε Αυλάρχη. Ο κ. Λ. Παπάγος ακολούθησε τον Κωνσταντίνο στην Ιταλία μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα-οπερέτα της 13ης Δεκεμβρίου 1967 και έζησε από κοντά τις διάφορες έκτοτε δραστηριότητες του τέως βασιλέως, του οποίου μάλιστα συχνά υπήρξε απεσταλμένος είτε προς τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο είτε προς τον Κ. Καραμανλή και άλλες πολιτικές προσωπικότητες που μάχονταν την απριλιανή χούντα. Προσφάτως ο κ. Λ. Παπάγος εξέδωσε βιβλίο με τις αναμνήσεις του από εκείνη την εποχή. Το βιβλίο αυτό είναι και η αφορμή για τη δημοσιευόμενη σήμερα επιστολή του ναυάρχου Ι. Βασιλειάδη, ο οποίος αποκαλύπτει τη συνωμοσία Κωνσταντίνου – Αρναούτη την άνοιξη του 1975.
* Ο ναύαρχος ε.α. κ. Ι. Βασιλειάδης ήταν αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού την εποχή της συνωμοσίας, στην οποία και εκλήθη να λάβει μέρος. Ως έντιμος αξιωματικός στάθηκε πιστός στον όρκο του και ειδοποίησε την Κυβέρνηση η οποία και αντιμετώπισε επιτυχώς τη συνωμοσία. Μετά την αποστρατεία του ο ναύαρχος Ι. Βασιλειάδης πολιτεύθηκε με τη Νέα Δημοκρατία και υπηρέτησε ως υπουργός επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
* Ο συνωμότης απόστρατος τότε ταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού Μιχαήλ Αρναούτης ήταν από τα πλέον μισητά πρόσωπα στην προδικτατορική Ελλάδα, εποχή κατά την οποία υπήρξε μυστικοσύμβουλος του νεαρού τότε βασιλέως Κωνσταντίνου. Με τον τέως απέκτησε φιλία (και, προφανώς, συνωμοτικούς δεσμούς) από την εποχή που εκλήθη (δεκαετία του ’50) στα Ανάκτορα και ανέλαβε στρατιωτικός εκπαιδευτής του νεαρού διαδόχου Κωνσταντίνου. Η απριλιανή χούντα θεωρώντας τον (αδίκως!, ως απεδείχθη…) ικανό και επαγγελματία… συνωμότη τον απεμάκρυνε ουσιαστικώς από το Στράτευμα αμέσως μετά το πραξικόπημα. Εν συνεχεία ακολούθησε τον τέως στην αυτοεξορία του στη Ρώμη πρώτα και στο Λονδίνο αργότερα, όντας διαρκώς ο διευθυντής του γραφείου του τέως βασιλέως. Ηδη έχει αποβιώσει. Ο σκοτεινός ρόλος του Μιχαήλ Αρναούτη απεικονίζεται σαφώς στην επιστολή του ναυάρχου που δεν δέχθηκε να πάρει μέρος στη συνωμοσία.
* Ο πρώην πρωθυπουργός κ. Γεώργιος Ράλλης υπήρξε ο αποδέκτης των πληροφοριών για το κίνημα που ετοίμαζαν Κωνσταντίνος και Αρναούτης. Ηταν τότε υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως και ο πρωθυπουργός (Κ. Καραμανλής) του είχε εκχωρήσει την εποπτεία της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ). Ακουσε όσα του είπε ο ναύαρχος Ι. Βασιλειάδης και ενημέρωσε τον πρωθυπουργό. Αργότερα, κατ’ εντολήν του Κ. Καραμανλή, πήγε στο Λονδίνο για να συναντήσει τον έκπτωτο βασιλέα διά τα περαιτέρω. Ο κ. Γ. Ράλλης είχε την ατυχία να είναι δηλωμένος φιλοβασιλικός και το πλήρωσε: όταν αργότερα έγινε πρωθυπουργός (1980) είχε την ατυχία επί των ημερών του να αποβιώσει η μητέρα του Κωνσταντίνου, η Φρειδερίκη. Εδωσε την άδεια να τη θάψουν στο Τατόι και παρ’ ολίγον να πέσει η κυβέρνησή του με τα καμώματα του ελθόντος διά την ταφήν τέως βασιλέως…
Η επιστολή-αποκάλυψη
Το κείμενο της επιστολής του ναυάρχου κ. Ι. Βασιλειάδη προς «Το Βήμα» έχει ως εξής:
Κύριε Διευθυντά,
Στο τελευταίο βιβλίο του ο πρέσβης κ. Λ. Παπάγος («Σημειώσεις ’67-’77», σελ. 584-591) αναφέρεται στις κινήσεις Αρναούτη, το τέλος του 1975, για ενδεχόμενο πραξικόπημα στην Ελλάδα.
Για λόγους σεβασμού της ιστορικής αλήθειας αλλά και επειδή αναφέρεται στο όνομά μου, απεφάσισα μετά από 24 έτη σιωπής να αναφερθώ στα όσα συνέβησαν τότε.
Μετά την πρόσκληση του πλοιάρχου Σ. Ταπίνη συναντήθηκα στο σπίτι του με τον Σύμβουλο του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου, (τον Μιχαήλ) Αρναούτη. Νομίζοντας ότι επρόκειτο για φιλική συναναστροφή επήγα ευχαρίστως γιατί είχα πολλά χρόνια να τον δω και ήθελα να ακούσω τις εμπειρίες του από όλα τα δραματικά χρόνια που πέρασαν.
Αντί αυτού βρεθήκαμε μόνον οι τρεις μας και στη συνέχεια οι δύο, όταν ο Αρναούτης ζήτησε από τον Ταπίνη να μας αφήσει μόνους. Εκεί καθαρά και ξάστερα μου πρότεινε να λάβω μέρος στο κίνημα, «που ήταν σίγουρο ότι θα γίνει γρήγορα» και που «ο Στρατός του Εβρου μέχρι Ταινάρου είναι έτοιμος και αποφασισμένος» και άλλα παρόμοια.
Εξεπλάγην κυριολεκτικά γιατί ποτέ δεν φανταζόμουν τέτοιο ενδεχόμενο. Αρχικά προσπάθησα να του θέσω τους γενικότερους κινδύνους για τη χώρα. Τούρκοι, νέα Χούντα, δημοκρατικοί θεσμοί, πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία, ενδεχόμενο νέας εθνικής καταστροφής αλλά και ότι θα ήταν καταστρεπτικό και για τα απώτερα συμφέροντα του ίδιου του Βασιλέως.
Με αντιμετώπισε με επιχειρήματα της μορφής, «ο Βασιλεύς έχει εξασφαλίσει μέσω του Σάχη ότι οι Τούρκοι δεν θα κινηθούν», όπως επίσης και «δισεκατομμύρια δολάρια για την ανάπτυξη της χώρας». «Στους νέους κινηματίες πράγματι δεν υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη γι’ αυτό ο Βασιλεύς θέλει μια και το κίνημα είναι σίγουρο ότι θα γίνει να έχει μέσα δικούς του ανθρώπους για να το ελέγχει. Γι’ αυτό μάλιστα εγώ θα γινόμουν Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και ο Ναύαρχος Κονοφάος Αρχηγός του ΓΕΕΘΑ» (τον οποίο μου ζήτησε να ενημερώσω αλλά βέβαια ποτέ δεν έκανα).
Προσπάθησα να τον αποτρέψω από κάθε τέτοια ιδέα εξηγώντας του την πλήρη αδυναμία των επιχειρημάτων του. Και όταν κατάλαβα ότι δεν πείθεται, μετά συζήτηση αρκετής διάρκειας, του ζήτησα να κρατήσει σημειώσεις τις οποίες να μεταβιβάσει εκ μέρους μου στον Βασιλέα.
Πράγματι, σημείωσε ακριβώς τις αντιρρήσεις μου οι οποίες ήσαν:
α. Το ενδεχόμενο κινήματος θα ήταν ολέθριο και καταστρεπτικό για τον τόπο και δεν είχε πιθανότητα επικράτησης.
β. Εάν εκδηλωθεί, εγώ με όσες λίγες δυνάμεις θα τασσόμουν ενεργά αντίθετος.
γ. Νομίζω ότι είναι υποχρέωσις αλλά και συμφέρον του Βασιλέως:
(1) Να ενημερώσει απευθείας τον Πρωθυπουργό για τις κινήσεις στον Στρατό.
(2) Να καλέσει επίσημα τους δημοσιογράφους και να αποκηρύξει κάθε ενδεχόμενο ή παρόμοια κίνηση που γίνεται με εκμετάλλευση του ονόματός του.
(3) Να καλέσει δημόσια τους έλληνες αξιωματικούς να παραμείνουν πιστοί στον όρκο τους και να αντιδράσουν σε κάθε τέτοια κίνηση.
Επειδή από τη συζήτηση αντελήφθην ότι μετά την αντίδρασίν μου θα προσπαθούσε να συναντηθεί με άλλους Αξιωματικούς του Ναυτικού, έσπευσα να συναντήσω τον Αντιπλοίαρχο Α. Τριανταφυλλίδη, έναν εξ αυτών, λόγω προϋπηρεσίας του ως Υπασπιστού του Κωνσταντίνου όταν ήταν Διάδοχος. Του εξήγησα λεπτομερώς την κατάσταση, ήμουν βέβαιος ότι είχαμε πλήρη ταυτότητα αντιλήψεων, αλλά αυτό που του ζήτησα όπως θυμάμαι καλά ήταν «να του κρυώσετε την καρδιά, να τον απογοητεύσετε» ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος.
Επειδή από όλα αυτά είχα σοβαρότατα ανησυχήσει συνέτεινε σ’ αυτό και το κλίμα της εποχής , θεώρησα απαραίτητο να ενημερώσω τον τότε υπουργό Προεδρίας και αρμόδιο για την ΚΥΠ κ. Γ. Ράλλη.
Ο κ. Ράλλης μου είπε ότι θα αναλάβει αυτός τις απαραίτητες ενέργειες για την αποτροπή κάθε ενδεχομένου και, όπως μετά από χρόνια πληροφορήθηκα, ενημέρωσε τον Πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή και επήγε κατ’ εντολήν του και στο Λονδίνο όπου ενημέρωσε τον τ. Βασιλέα.
Αυτά και μια μικρή παρατήρηση: Νομίζω ότι δεν έπρεπε να περιληφθεί στο βιβλίο του κ. Παπάγου το περιστατικό Αρναούτη. Ο κ. Παπάγος είχε οπωσδήποτε λόγους πολύ περισσότερους από εμάς, που επί 24 τώρα χρόνια σιωπάμε, να κάνει κι αυτός κάτι ανάλογο. Με τιμή Ι. Βασιλειάδης Ναύαρχος ε.α. – τ. Υπουργός Αθήνα