«Αφού δεν πρόκειται για τρομοκρατική επίθεση, τότε ποιο συμφέρον και ποιος εντολέας ώθησε ανθρώπους από τον ποινικό χώρο να αποπειραθούν να σκοτώσουν βουλευτή, κάτι που δεν έχει συμβεί ξανά στην Ελλάδα; Ποιος είναι ο ειδικός λόγος και η «κλειστή» συνεννόηση για ενεργοποίηση κακοποιών του κοινού Ποινικού Δικαίου σε μια πρωτοφανή υπόθεση κατά πολιτικού παράγοντα;». Αυτό το ερώτημα βασάνιζε για τέσσερα χρόνια τους αξιωματικούς της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας αλλά και την ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. σχετικά με τη βομβιστική επίθεση, τον Ιανουάριο του 2001 στον Πειραιά, εναντίον του βουλευτή της ΝΔ και σημερινού υφυπουργού Αμυνας κ. B. Μιχαλολιάκου, ο οποίος είχε τραυματιστεί τότε σοβαρά. H επίθεση έγινε με πυροδότηση μεγάλης ποσότητας εκρηκτικών. Ανώτατοι αξιωματικοί που ασχολήθηκαν με τη δράση της 17N είχαν εξετάσει το ενδεχόμενο «εγκέφαλος» της απόπειρας κατά του Μιχαλολιάκου να είναι πολιτικό πρόσωπο και δράστες δύο κακοποιοί που είχαν επαφή με «νονό» που δρούσε στην περιοχή του Πειραιά και δολοφονήθηκε δύο χρόνια αργότερα. Δεν ανακαλύφθηκε όμως κανένα αποδεικτικό στοιχείο και ο φάκελος της υπόθεσης παραδόθηκε πριν από λίγους μήνες στην Εισαγγελία Πειραιά και ακολούθως στον αντεισαγγελέα Εφετών κ. Αντ. Μύτη, ο οποίος είναι αυτός που είχε συντάξει το παραπεμπτικό βούλευμα για τα μέλη του ΕΛΑ. Πάντως, σύμφωνα με εξακριβωμένες πληροφορίες, ο ίδιος ο κ. Μιχαλολιάκος πριν από τις εκλογές του 2004 είχε αναφέρει στον αρχηγό της ΝΔ ότι «ηθικός αυτουργός της βομβιστικής επίθεσης ήταν πολιτικός αντίπαλός του στον Πειραιά», ζητώντας μάλιστα «να ληφθούν εναντίον του μέτρα από την ηγεσία του κόμματος»! Ομως δεν δόθηκε συνέχεια στο θέμα.
«Το Βήμα της Κυριακής» παρουσιάζει σήμερα άγνωστα στοιχεία του φακέλου της βομβιστικής επίθεσης κατά του κ. Μιχαλολιάκου.
H επίθεση έγινε στις 9.40 το βράδυ της 21ης Ιανουαρίου 2001, έξω από το σπίτι του βουλευτή, στην οδό Δεληγιώργη 116-118 στον Πειραιά. H βόμβα ήταν τοποθετημένη σε σταθμευμένο δίκυκλο και πυροδοτήθηκε με τηλεκοντρόλ από απόσταση περίπου 50 μέτρων. Από την έκρηξη τραυματίστηκαν ο κ. Μιχαλολιάκος, η κόρη του Κατερίνα και ο αδελφός του Κυριάκος, ενώ μια ηλικιωμένη γυναίκα που έμενε κοντά στο σημείο της επίθεσης πέθανε από το σοκ που υπέστη.
Από τον τύπο και τη συνδεσμολογία του εκρηκτικού μηχανισμού – εκρηκτική ύλη συμπιεσμένη σε γκαζάκι – όπως και από άλλα ευρήματα οι αστυνομικοί της ΕΛ.ΑΣ. και τα μέλη κλιμακίου της Σκότλαντ Γιαρντ, που ερεύνησαν την υπόθεση, αμφισβήτησαν την προέλευση της επίθεσης από τη 17N αλλά και οποιαδήποτε άλλη τρομοκρατική οργάνωση. Οι εκτιμήσεις αυτές των ελλήνων και βρετανών αξιωματικών φάνηκε να επιβεβαιώνονται μετά την αποστολή προκήρυξης από τη 17N, τον Ιούνιο του 2001, ότι η επίθεση κατά του βουλευτή της ΝΔ «ήταν έργο μυστικών υπηρεσιών και επαγγελματιών πρακτόρων».
Οταν τον Ιούνιο του 2002 η 17N εξαρθρώθηκε και ακολούθως ο ΕΛΑ, διεξήχθη νέα έρευνα των αστυνομικών και δικαστικών αρχών μήπως οι συλληφθέντες δώσουν οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την επίθεση κατά του κ. Μιχαλολιάκου. Ειδική έρευνα πραγματοποίησε πολλούς μήνες αργότερα και ο ειδικός εφέτης ανακριτής κ. Λεωνίδας Ζερβομπεάκος. Μάλιστα επισκέφθηκε στις 9 Απριλίου 2003 τις φυλακές Κορυδαλλού για να εξετάσει προφυλακισμένα μέλη της 17N. Τότε ο Σάββας Ξηρός κατέθεσε τότε ότι «με την υπόθεση της απόπειρας κατά του βουλευτή Βασίλη Μιχαλολιάκου η οργάνωση «17 Νοέμβρη» δεν έχει καμία απολύτως σχέση». Συμπλήρωσε μάλιστα ότι «αν η «17 Νοέμβρη» ήθελε να κάνει ενέργεια κατά του Μιχαλολιάκου θα χρησιμοποιούσε ένα 45άρι και δεν θα είχε κανένα λόγο να μην αποκαλύψει την ενέργειά της αυτή στο κοινό». Παρόμοια ήταν η απάντηση και του Δημήτρη Κουφοντίνα.
Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. διερεύνησαν το σενάριο κύριος οργανωτής της βομβιστικής επίθεσης κατά Μιχαλολιάκου να ήταν ο 35χρονος «νονός» Κωνσταντίνος Τσαντσαρίδης, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2003 στην Καλλίπολη του Πειραιά. Ο Τσαντσαρίδης θεωρούνταν τότε ο «βασιλιάς της νύχτας» στον Πειραιά, ο οποίος διεκπεραίωνε και άλλες βομβιστικές επιθέσεις ή άλλες εγκληματικές ενέργειες με στόχους ιδιώτες, ύστερα από εντολές λαθρεμπόρων πετρελαίου, ιδιοκτητών νυκτερινών κέντρων κτλ. Σε αυτό όμως το σενάριο που εξέταζαν οι αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής υπήρχε κάποιο «πρόβλημα». Ο Τσαντσαρίδης από τις 15/9/2000 είχε συλληφθεί και βρισκόταν Φυλακές Κορυδαλλού για εκβίαση επιχειρηματία. Στη φυλακή παρέμεινε ως τις 7 Δεκεμβρίου 2001. Δηλαδή την ημέρα της επίθεσης κατά του Μιχαλολιάκου βρισκόταν στη φυλακή. Ετσι λοιπόν άρχισε να εξετάζεται – ύστερα από πληροφορίες που δόθηκαν στην ΕΛ.ΑΣ. – αν ο Τσαντσαρίδης διοργάνωσε την επίθεση κατά του Μιχαλολιάκου μέσα από τη φυλακή και δράστες ήταν δύο συνεργάτες του – ένας Ελληνας και ένας Αλβανός. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, στην ίδια ομάδα συμμετείχαν και δύο αστυνομικοί από τους οποίους ο ένας της Ομάδας Πρόληψης και Καταστολής Εγκληματικότητας και ο άλλος της Υπηρεσίας Δίωξης Εκβιαστών.
Το δικηγορικό γραφείο του κ. Μαντούβαλου είχε επί σειρά ετών την υπεράσπιση του K. Τσαντσαρίδη, ενώ φαίνεται να διατηρούσε επαφές και με τους δύο προαναφερόμενους αστυνομικούς. Πολιτικοί αντίπαλοι του κ. Μαντούβαλου στον Πειραιά υποστήριζαν ότι «ο κ. Μαντούβαλος, ως αντιδήμαρχος και υπεύθυνος διαχείρισης της λειτουργίας των νυχτερινών κέντρων στον Δήμο Πειραιά είχε έλθει σε σύγκρουση με τον Μιχαλολιάκο». Από τους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ. εξετάστηκε με διακριτικότητα αυτό το σενάριο και δεν ανέκυψε οποιοδήποτε επιβαρυντικό στοιχείο για τον κ. Μαντούβαλο, ενώ ο ίδιος ο ανεξάρτητος πλέον βουλευτής εξέφραζε την οργή του για αυτή τη φημολογία.
Μάλιστα στα πλαίσια της ίδιας έρευνας ανασύρθηκε και το πόρισμα που είχε συντάξει στα τέλη του 2000 η αρμόδια επιτροπή για το ξέπλυμα χρήματος, η οποία είχε ελέγξει και τους τραπεζικούς λογαριασμούς δεκάδων νονών της Αττικής. Σε αυτό το πόρισμα εντοπιζόταν ότι ο Τσαντσαρίδης είχε πλήθος συναλλαγές – συνολικού ύψους 822 εκατ. δραχμών – με δύο χρηματιστηριακά γραφεία. Δεν ανακαλύφθηκαν όμως επιλήψιμες συναλλαγές την περίοδο που υπήρξε η επίθεση κατά του κ. Βασίλη Μιχαλολιάκου. Ακόμη εξετάστηκαν οι φάκελοι και άλλων βομβιστικών επιθέσεων με δράστες κακοποιούς του κοινού εγκλήματος – στον Πειραιά, στην Κινέτα και αλλού – για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν κοινοί φυσικοί αυτουργοί ή προμηθευτές εκρηκτικών υλών με την επίθεση κατά του βουλευτή. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, στην έρευνα που πραγματοποίησε η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία εντάχθηκε και μια επιστολή καταδίκου για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου που συνέδεε την επίθεση κατά Μιχαλολιάκου πάλι με πολιτικούς αντιπάλους του.