Ο άνθρωπος των γραμμάτων ανήκει λίγο-πολύ σε όλες τις γλώσσες που άκουσε ή μίλησε, έμαθε ή έγραψε, στους τόπους όλους όπου έζησε ή απλώς επέρασε. Ελληνας της διασποράς και διπλωμάτης ποιητής, ο Σεφέρης από παιδί ακόμη έζησε μεταξύ γλωσσών και πολιτισμών. Ο πατέρας του Στέλιος Σεφεριάδης, ένθερμος αλλά μετριοπαθής δημοτικιστής, βραβευμένος ποιητής, είχε μεταφράσει αρχαίους τραγικούς, τραγούδια του Βύρωνα, σονέτα του Μποντλέρ… Οπως τα ψάρια κολυμπάνε στο νερό, τα τρία παιδιά του κατέγιναν με την ποίηση και τις γλώσσες. Νομικός γαλλοτραφής σαν τον πατέρα, ο πρωτότοκος Γιώργος έδωσε στην Ελλάδα το πρώτο Νομπέλ: ιστορική στιγμή για τη νεοελληνική παράδοση που έβγαινε από τα στενά όρια της γλώσσας της. Η ποίησή του θα συμβολίζει πάντοτε το άνοιγμα αυτό. Δεν ήταν προϊόν μιας στιγμής, αλλά αποτέλεσμα σύνθετης δραστηριότητας, του τρόπου με τον οποίο στοχάστηκε ως πολιτικός, σφυγμομέτρησε ως κριτικός, ένιωσε ως ποιητής την ελληνική γραμματεία στο πλαίσιο των συναλλαγών της με την ευρωπαϊκή, που ανακάλυπτε τότε ξανά την Ανατολή. Με την όλη του διακειμενική εργασία ο Σεφέρης απέφυγε την αναπαραγωγή των ευρωπαϊκών προτύπων, αλλά και το συμπλεγματικό κλείσιμο στα ξένα ρεύματα. Ποιητής, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, ασχολήθηκε επίσης με τη μεταγραφή κειμένων από παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας, με τη μεταφραστική «αντιγραφή» από την αγγλική και τη γαλλική, με τη μεταποίηση στην ελληνική μοντέλων της δυτικής ή της μεσαιωνικής παράδοσης, με τη συγγραφή ποιητικών και κριτικών κειμένων στη γαλλική: αισθητή όψη μιας εσωτερικής πορείας, μακράς κι επίπονης αναζήτησης της δικής του ποιητικής φωνής.
Ελέγχει κάθε σημείο στίξης
Η μεταγραφή της Αποκάλυψης του Ιωάννη και του Ασματος ασμάτων έγιναν με την έμπνευση των ιερών τόπων της Πάτμου ή του ορεινού Λιβάνου και με τη μελέτη προηγούμενων μεταφράσεών τους σε διάφορες γλώσσες και εποχές. Με αφοσίωση σχεδόν μοναστική, σαν εκπλήρωση τάματος, κάθε στίχος προβάλλει στο διαχρονικό και διαγλωσσικό του βάθος: στοίχημα με τον λόγο του Θεού, όχι για να αποσαφηνισθεί ο λόγος αυτός, να εξηγηθεί ή να ερμηνευθεί προς τρίτους, αλλά για να σφυγμομετρηθεί η απήχησή του στην ίδια τη συνείδηση, στον λόγο του Σεφέρη ποιητή. Οπως οι περισσότεροι στίχοι του, οι μεταγραφές φέρουν μια χάρη σαν χειροτέχνημα Βενεδικτίνου, αλλά «δεν πρέπει να θεωρηθούν σαν εργασία οριστική», προλογίζει πράγμα που ισχύει ασφαλώς και για όσες, αποσπασματικές, από κείμενα αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών, βρέθηκαν στα συρτάρια του.
Στις Αντιγραφές πάλι ο Σεφέρης αποδίδει με τη δική του παλέτα έργα συγχρόνων. Αντίθετα με τον Παλαμά της Ξανατονισμένης μουσικής ή τον Ελύτη της Δεύτερης γραφής, δεν παρασύρεται ποτέ σε κείμενα των οποίων αγνοεί τη γλώσσα. Αντίθετα, ελέγχει κάθε τροπή της λέξης, κάθε σημείο στίξης, κάθε κρυφή μνήμη των λέξεων. Τα κείμενα που μεταφράζει σε νεανική ή ώριμη ηλικία, πεζά ή ποιητικά, δεν επιλέγονται για να αρέσουν στο κοινό κατά τα γούστα του μεταφραστή, ούτε για να προετοιμάσουν συστηματικά την κοινή γνώμη για την υποδοχή των δικών του στίχων, ακόμη δε λιγότερο για να αποτελέσουν μια μεταφρασμένη ανθολογία σ’ ένα πρόγραμμα εκδοτικό. Ολα όμως ατμοσφαιρικά, στο γκρίζο μεταίχμιο της συνείδησης, συντηρούν τον εις εαυτόν μονόλογο του ποιητή ή τον διάλογο κατά τις εκλεκτικές συγγένειες με άλλους ομοτέχνους του: τον Βαλερύ, τον Γέιτς, τον Ελυάρ, τον Πάουντ…
Ετσι, παρ’ ότι για τον Σεφέρη «η μετάφραση των ποιημάτων είναι το είδος της γραφής που δίνει τη μικρότερη ικανοποίηση», η μεταφραστική εργασία, σαν γυμναστική, τον δυναμώνει στην ίδια του την τέχνη και τη γλώσσα. Είναι το μέσο για να αναδείξει με δικό του πρωτότυπο τρόπο την ποικιλία, τη χαρακτηριστική διαφορά του ελληνικού στοιχείου στην κοινή υπόσταση μιας οικουμενικής ανθρωπιστικής κουλτούρας: αυτής που μένει όταν κανείς έχει χάσει τα πάντα, κατά τη γνωστή ρήση του Εριό, που συνοδευόταν από τον Σεφέρη όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα πριν από τη λαίλαπα του ναζισμού. Η ενασχόληση με ξένα κείμενα βοηθά τον έλληνα ποιητή να παραλάβει τη σκυτάλη από την προηγούμενη γενιά και να απαντήσει στο δίλημμα της Δύσης, όπως καθοριστικά το είχε διατυπώσει ο Μποντλέρ: «Συγκέντρωση ή εξατμισμός του εγώ, εδώ είναι το παν». Ο ορθολογισμός της καθαρής τέχνης και το παραλήρημα του υπερρεαλισμού είναι εξίσου αναγκαία για αντίσταση στην τυφλή αφομοίωση της γερμανικής μεταφυσικής, στον στείρο νεοκλασικισμό, στη μέθη των μαζών. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που ο Σεφέρης από τη Μικρά Ασία αναδεικνύεται κατ’ εξοχήν μεταφραστής του Τ. Σ. Ελιοτ από τη Μεγάλη Αγγλία (δηλαδή τις ΗΠΑ): δύο Ευρωπαίοι με κοινή σχέση ευθύνης για έναν πολιτισμό που φθίνει. Από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα αναδεικνύεται άλλωστε μεγάλη συγγένεια βάθους, τουλάχιστον όπως διαμορφώθηκε στη στιχουργική πυκνότητα του μεταπολεμικού 20ού αιώνα.
Στη μέθη της μετάφρασης
Δουλευτής της μετάφρασης, ο Σεφέρης αφέθηκε τακτικά στη λογία μέθη της, παρέμεινε όμως πάντα ποιητής. Οταν μετά το ’50 η μεταφραστική του δραστηριότητα περιορίστηκε στις μεταγραφές, ενώ πολλαπλασιάζονταν μεταφράσεις έργων του σε διάφορες γλώσσες, παρατήρησε πως καλύτερη θα ήταν ασφαλώς η κινεζική, απροσπέλαστη για τον ίδιο τον ποιητή. Και εξέφρασε αγαλλίαση όταν ξένοι γύρεψαν να μάθουν ελληνικά για να διαβάσουν τους στίχους του, να γευθούν την πράσινη ή την κλειστή θάλασσα όσοι δεν γνώρισαν παρά τον ωκεανό, να νιώσουν την προσδοκία και την απαντοχή εκείνοι που δεν χρειάστηκε ποτέ να περιμένουν, το κομμάτιασμα της ψυχής και το τραγούδι σακατεμένο αυτοί που δεν είχαν λέξεις για την ψυχή ούτε εμφύλιο σπαραγμό. Ποιητής και όχι μεταφραστής, εν μέρει όμως χάρη στη μεταφραστική πρακτική, εξασφάλισε για τη νεοελληνική γλώσσα μια θέση σημαντική στη διεθνή αγορά ο νομπελίστας που ομολογούσε: «… αφέθηκα πάντα ανοικτός στις επιδράσεις. Κάποτε μ’ εμπόδισαν να διατυπωθώ χρόνια ολόκληρα, κάποτε με βοήθησαν…».
Η κυρία Μαρία Τσούτσουρα είναι επίκουρη καθηγήτρια Λογοτεχνικής Μετάφρασης στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.