Το μεγαλογράμματο και περίοπτο μότο των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ ήταν: Citius, Altius, Fortius. Τα τρία λεξίδια μοιάζουν με λιθουανικά κύρια ονόματα αλλά δεν είναι. Τα αφανή επιστημονικά επιτελεία που μοχθούν για τα τηλεοπτικά παιχνίδια γνώσεων δεν συμπεριέλαβαν ακόμη το αινιγματικό τρίο στις εκατομμυριούχες ερωτήσεις τους. Οι περισσότεροι από αυτούς που αντιμετώπισαν την ερώτηση: «τι γλώσσα είναι αυτή, μπαμπά;» θα προτιμούσαν ασφαλώς κάτι ευκολότερο ή, για να χρησιμοποιήσουμε την καθιερωμένη νεοελληνική ορολογία, «πιο βατό». Προς Θεού, δεν υπάρχει κανένας λόγος μελαγχολίας και, πολύ περισσότερο, αισχύνης. Η εμβληματική τριάδα που μόλις παραθέσαμε παρέμεινε σίγουρα αδιάγνωστη και αδιαπέραστη από τη συντριπτική πλειονότητα των λευκών Αυστραλών, των Αβοριγίνων, των Μαορί, αλλά και των υπόλοιπων ενοίκων του πλανήτη. Η άγνοια είναι συνήγορος της πολιτικής ορθότητας και αρωγός της δικαιοσύνης: απέναντί της όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος κλπ., είναι παντελώς ίσοι. Και θα τολμούσα ακόμη να υποθέσω (παρεμβαίνοντας καθυστερημένα στον σχετικό βαθυστόχαστο δημόσιο διάλογο) ότι η συγκεκριμένη άγνοια των τριών λεξιδίων είναι ένα από τα ελάχιστα κοινά που μοιράζονται οι ολυμπιονίκες με τους μαθητές τού «είκοσι».
Αλλά, βέβαια, για τους ολυμπιονίκες δεν τίθεται ζήτημα: μπορεί να χρειάζονται τα αναβολικά (με τη χημική ή την οικονομική σημασία του όρου), αλλά σίγουρα δεν χρειάζονται τα Λατινικά. Το ερώτημα είναι αν τα χρειάζονται οι μαθητές τού «είκοσι». Αν ο Τύπος με πληροφορεί έγκυρα για τις προθέσεις και τους σχεδιασμούς του υπουργείου Παιδείας, η απάντηση των αρμοδίων στο ερώτημα είναι αρνητική. Εντός της προσεχούς τριετίας, σύμφωνα πάντα με τα σχετικά ρεπορτάζ, θα απαλειφθούν από τη μέση εκπαιδευτική βαθμίδα τα «λεγόμενα παρωχημένα» (sic) μαθήματα, όπως τα Λατινικά. Κανείς δεν θα ισχυριστεί ότι το χέρι που απλώνεται πάνω στα Λατινικά θα ξεραθεί και αν το μάθημα πρέπει να πέσει στον Καιάδα, ας πέσει· αλλά να καταλάβουμε πρώτα τι ακριβώς θα πει «παρωχημένα» στην προκειμένη περίπτωση. Γιατί αν το «παρωχημένα» είναι, όπως φαίνεται να είναι, συνώνυμο του «απαρχαιωμένα», αναρωτιέμαι γιατί τα Αρχαία Ελληνικά, τα οποία από χρονολογική άποψη είναι ακόμη πιο «απαρχαιωμένα», μένουν στο απυρόβλητο.
Απλουστευτική διάκριση
Είναι προφανές ότι ορισμένοι μεταρρυθμιστές βλέπουν το ανθρωπιστικό μέρος του σχολικού curriculum ως Jurassic Park, όπου, προσωρινά τουλάχιστον, μπορούν να συντηρηθούν οι αρχαιοελληνικοί αλλά όχι και οι λατινικοί δεινόσαυροι με το σκεπτικό ότι «οι μεν είναι δικοί μας» ενώ οι δε δεν μας αφορούν. Η διάκριση είναι τουλάχιστον απλουστευτική, αλλά αυτό μπορούμε να το συζητήσουμε μόλις υπάρξει ιστορικά εγρήγορση και εκπαιδευτικά κατοχυρωμένη αιτιολόγηση της σχεδιαζόμενης απάλειψης. Προς το παρόν θα παραμείνουμε στο ελαφρότερο και πιο ανεκδοτολογικό μέρος της υπόθεσης.
Τη θέση των Λατινικών στον πολιτισμικό και εκπαιδευτικό ορίζοντα των Νεοελλήνων την προσδιόρισε πολύ καλά μια γελοιογραφική λεζάντα (του Κ. Μητρόπουλου, αν δεν κάνω λάθος) πριν από αρκετά χρόνια: «πέρασε τα Λατινικά ο δικός σου;», ρωτάει μια μάνα την άλλη· «όχι, πέρασε μόνο ανεμοβλογιά και ιλαρά». Η απάντηση είναι πιο εύστοχη από όσο φαίνεται: τα Λατινικά στο ελληνικό σχολείο υπήρξαν κατά κανόνα αναγκαίο κακό και σχολική ασθένεια· και μετά τη φάση των εξανθημάτων, οι περισσότεροι διατηρούσαν μόνο μια αμυδρή ηχητική ανάμνηση από τα αλλεπάλληλα εκρηκτικά «bam» των ρηματικών καταλήξεων. Φυσικά η σχετική μαθητική ανορεξία ήταν αποτέλεσμα και της διδακτικής ανεπάρκειας και οι ισχνές μειοψηφίες των «συμπαθούντων» απεκόμιζαν μίζερες μερίδες «κολλυβολατινικών» με ανυπολόγιστες συνέπειες για τα μελλοντικά λατινικά τους «τσιτάτα». Μπορώ να βεβαιώσω, εν γνώσει των συνεπειών του νόμου, ότι τουλάχιστον τρεις στις πέντε απόπειρες παράθεσης ή κατασκευής λατινικών παραθεμάτων στον ελληνικό Τύπο καταλήγουν σε γλωσσικά εξαμβλώματα παρά σε εκφραστικούς τοκετούς. Από την άποψη αυτή, το καθημερινό «κουτί της Πανδώρας», σε αυτή την εφημερίδα, διεκδικεί τον τίτλο της ανακουφιστικής εξαίρεσης.
Συμβολική χειρονομία
Να σημειώσουμε εδώ ότι η παρουσία των Λατινικών στην εκπαιδευτική ύλη της Μέσης Εκπαίδευσης δεν υπήρξε ποτέ παρά μια τυπική σπονδή στο περιλάλητο «ελληνορωμαϊκό» συνοικέσιο του κλασικιστικού ουμανισμού, όπως το είχαν επεξεργαστεί οι λόγιοι της Δύσης. Αμεση πρόσληψη και οικείωση της λατινικής κουλτούρας στην καθ’ ημάς Ανατολή δεν υπήρξε ποτέ και ένας λόγος γι’ αυτό ήταν το προγονικό δόγμα περί αυτάρκειας και ανωτερότητας του ελληνικού πολιτισμού (ως γνωστόν, καθ’ οδόν μείναμε και από αυτάρκεια και από ανωτερότητα, ενώ το δόγμα παρέμεινε). Το εκκλησιαστικό σχίσμα ήρθε αργότερα για να σφραγίσει επίσημα την προηγούμενη μακρά διάσταση. Και φυσικά μετά από αυτό κανείς δεν ξεχνούσε ότι ο «απεχθής και αποφώλιος» επίσκοπος Ρώμης, καθώς και όλα τα λατινόφρονα «μιάσματα», είχαν τα Λατινικά για επίσημη γλώσσα. Εχω μάλιστα την εντύπωση ότι αρκετοί (πιθανώς χωρίς να το συνειδητοποιούν και οι εκπαιδευτικοί μας μεταρρυθμιστές) το θυμούνται ακόμη ή θα το θυμηθούν όταν ο Πάπας πάρει τελικά τη βίζα για την οποία έχει κάνει αίτηση. Αν ο Ποντίφηξ έχει καλούς συμβούλους, θα ανεβεί για προσκύνημα στην Πνύκα αλλά δεν θα τολμήσει να προσευχηθεί στα Λατινικά.
Από πρακτική σκοπιά, τα Λατινικά σήμερα έχουν μικρότερη σημασία και από τα Τσακώνικα. Αλλωστε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μας έβαλε στην Κοινότητα χωρίς (υποθέτω) να ξέρει Λατινικά· ο Ανδρέας Παπανδρέου έπαιρνε κονδύλια από την Κοινότητα γνωρίζοντας (ξαναϋποθέτω) μόνο το «mea culpa» και ο Κώστας Σημίτης μας έσπρωξε ως την ΟΝΕ χωρίς (όσο θυμάμαι) να καταδεχτεί ούτε μια φορά να εκστομίσει ένα λατινικό απόφθεγμα. Μόνο που εδώ δεν μιλάμε για πρακτικότητες αλλά κυρίως για συμβολισμούς και για την ατίθαση δύναμη των συμβολισμών να προδίδουν τις ενσυνείδητες ή ανεπίγνωστες προκαταλήψεις μας. Και η κατάργηση των Λατινικών, αλλά όχι των Αρχαίων Ελληνικών, θα είναι εκτός από εκπαιδευτικό μέτρο και μια συμβολική χειρονομία. Να τελειώσουμε, όπως αρχίσαμε, με ένα λατινικό μότο, αυτό που κανοναρχεί τις ΝΑΤΟϊκές διασκέψεις: Animus in consulendo liber. Είναι εξαιρετικά πιθανό ότι στα αμέσως επόμενα χρόνια η Ελλάδα και η Τουρκία θα είναι οι μόνες χώρες-μέλη όπου κανένας ενήλικος δεν θα μπορεί να απαντήσει στην ερώτηση: «τι γλώσσα είναι αυτή, μπαμπά;». Πρακτικά ασήμαντο, αλλά αρκούντως συμβολικό.
* Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.