Το παιχνίδι με τη λογοτεχνία

Το παιχνίδι με τη λογοτεχνία * H «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού νομιμοποιείται να κριθεί και ιστορικά και πολιτικά, όπως άλλωστε και ψυχαναλυτικά ή κοινωνιολογικά. Αλλά επειδή πρόκειται για μυθιστόρημα, προέχει η λογοτεχνική του αποτίμηση M. ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ Στρατιώτες του τακτικού στρατού κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου H επίκριση για την Ορθοκωστά είναι πως μέσω αυτής επιχειρείται μια παρανάγνωση

H επίκριση για την Ορθοκωστά είναι πως μέσω αυτής επιχειρείται μια παρανάγνωση των συμβάντων που αποσκοπεί στη συντηρητική αναθεώρηση της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας. Ο Θανάσης Βαλτινός δεν είναι ωστόσο απλώς ένας καλός πεζογράφος· αίρεται στο ύψος των καλύτερων ομοτέχνων του και γι’ αυτό είμαστε τυχεροί που τον έχουμε να ζει στα δικά μας χρόνια. Ισως κάμνω υπερεκτίμηση, αλλά οφείλω να φανερώσω τη γνώμη που διατηρώ αδιάπτωτη εδώ και πολλά χρόνια· φρονώ ότι πρέπει να πραγματευόμαστε το έργο του με προσοχή.


H συγγραφική αξία του Βαλτινού ασφαλώς και δεν συνιστά επαρκή λόγο ώστε να απαλλαγεί το επίμαχο μυθιστόρημα από τις επικρίσεις ορισμένων προοδευτικών διανοουμένων, καθώς ένας σπουδαίος συγγραφέας ενδέχεται να συγγράψει και αποτυχημένα έργα (που σε ορισμένες περιπτώσεις τα αποκηρύσσει μάλιστα ο ίδιος). Το ζήτημα επομένως τίθεται ως εξής: κατά πόσο η Ορθοκωστά είναι μυθιστόρημα που διαθέτει λογοτεχνική ποιότητα τέτοια ώστε να υπερβεί αλώβητο τις (τυχόν!) ιστορικές μεροληψίες ή τις (τυχόν!) ιστορικές ανακρίβειες με τις οποίες το έχει φορτώσει (αν έχουν δίκαιο οι επικριτές) ο δημιουργός του.


* Ο δημιουργός και οι αντιφάσεις


Αλλά εκτός από τη «δεξιά» (κατά τους επικριτές πάντα) Ορθοκωστά ο Θανάσης Βαλτινός έχει συγγράψει και την προγενέστερη και «αριστερή» Κάθοδο των Εννιά. Αν ισχύουν οι δύο χαρακτηρισμοί τότε μπορούμε να υπερηφανευόμαστε πως έχουμε εφεύρει το συγγραφικό παράδοξο. Τέτοια φαινόμενα δεν παρουσιάζονται όμως στην πραγματική λογοτεχνία όπου η εντοπίσιμη αντίφαση ανιχνεύεται ανάμεσα στις απόψεις του συγγραφέα ως φυσικού προσώπου από τη μια και στις απόψεις που αναδύονται από το έργο του από την άλλη· τέτοιες παρατηρήσιμες αντιφάσεις διαπιστώνονται ανάμεσα λ.χ. στη φασιστική ιδεολογία του E. Πάουντ και στο ποιητικό του έργο που θεωρείται από τα κορυφαία του 20ού αιώνα· ή ανάμεσα στον βασιλόφρονα Μπαλζάκ και στην προοδευτική αστική ιδεολογία και γραφή των μυθιστορημάτων του. Ενδέχεται μάλιστα ο συγγραφέας να μην αποκτά επίγνωση αυτής της αντίφασης· ο συνειδητότατος Μπαλζάκ δήλωνε πως με τα έργα του προασπίζεται τις υψηλές αξίες των ευγενών και ξεσκεπάζει την ξετσιπωσιά των αστών, ενώ στην πράξη τα μυθιστορήματά του παρουσιάζουν με θαυμαστή ακρίβεια το τέλος των ευγενών και τη ρωμαλέα άνοδο της αστικής τάξης και των συμπαρομαρτουσών αξιών της. Και στα ελληνικά πράγματα εξάλλου ο δεξιός Τάκης Σινόπουλος έχει συνθέσει το μείζον ποίημα του Εμφυλίου «Ο Νεκρόδειπνος» και ο Οδυσσέας Ελύτης, που με γραπτή δήλωσή του είχε υποστηρίξει την ολιγόζωη «Πολιτική Ανοιξη» του Αντ. Σαμαρά, θεωρείται και είναι ο μεγάλος ποιητής που επανέφερε τη γονιμότητα στα στέρφα χωράφια της εθνικής μας ιδεολογίας: και οι δύο τελευταίοι έχουν συναντήσει την κατάφαση της αριστερής κριτικής.


Στην αντίπερα όχθη, και ακριβέστερα στον χώρο της ιδρυματικής κομμουνιστικής διανόησης, τα πράγματα εμφανίζονται ευθέως ανάλογα: ο Μαρξ θαύμαζε τα Ομηρικά Επη παρά τη φεουδαλική (και συνεπώς «αντι-αριστερή») ιδεολογία που τα διέπει, τον «δεξιό» Αισχύλο αντί του «αριστερού» Ευριπίδη και υποληπτόταν το έργο του μεγαλοαστότατου Γκαίτε. Οι συνεχιστές Λένιν και Τρότσκι επαίνεσαν εξάλλου με δημόσιες κριτικές τον (μη μπολσεβίκο) ποιητή Γεσένιν καθώς και τους «Δώδεκα» του Αλέξανδρου Μπλοκ, ένα ποίημα που δραματοποιεί την επανάσταση χωρίς όμως και να τάσσεται αναφανδόν υπέρ αυτής. Ο Τρότσκι επέκρινε τον μείζονα ποιητή Μαγιακόφσκι επειδή παρά τις δεδηλωμένες επαναστατικές προθέσεις του δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει την επαναστατική εικόνα: οι εικόνες του, γράφει ο Τρότσκι, συσσωρεύονται και σκουντουφλούν η μία πάνω στην άλλη με αισθητικό αποτέλεσμα τη στατικότητα και όχι την επαναστατική ροή που επεδίωκε ο ίδιος ο μπολσεβίκος ποιητής.


Για την ελληνική αριστερή κριτική να θυμηθούμε ότι πέρασε από πολλές παλινωδίες ώσπου να αποδεχθεί, ύστερα από μερικές δεκαετίες δογματισμού, τη μείζονα ποίηση του αρχικώς «σάπιου μεγαλοαστού» και «αντιδραστικού παρακμία» Καβάφη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 το περιοδικό Κριτική του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη αποκατέστησε με επίμονο όσο και τολμηρό για την εποχή του τρόπο την αξιοπιστία και ανακαίνισε τα κριτήρια της αριστερής λογοτεχνικής κριτικής.


* Το κείμενο και η πραγματικότητα


Από την ετερόκλητη παραδειγματολογία (που μπορεί να αυξηθεί κατά πολύ) συνάγεται ότι το μυθιστόρημα Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού δικαιούμαστε να το κρίνουμε υπό διαφορετικές σκοπιές και τρόπους, που θα πρέπει πάντως να υπακούουν στις ακόλουθες κοινές παραδοχές: (α) η πολιτική ιδεολογία ενός μυθιστορήματος ή ενός συνολικού συγγραφικού έργου δεν συμπίπτει με τις εξω-μυθιστορηματικές προθέσεις και δηλώσεις του δημιουργού του (στην περίπτωση πάντως ο Βαλτινός έχει διαβεβαιώσει τον Μαν. Πιμπλή ότι θεωρεί την Ορθοκωστά «αριστερό βιβλίο», βλ. «Τα Νέα» 14-15 Αυγούστου 2004). Ενδέχεται μάλιστα ένα μυθιστόρημα ή και ένα ολόκληρο συγγραφικό έργο να αυτοσυστήνεται ως «δεξιό», ενώ αποβαίνει εξ αντικειμένου «αριστερό» και τανάπαλιν: ο συγγραφέας δεν ελέγχει πάντοτε ούτε και απολύτως τις ιδεομαχίες του έργου του· (β) ο θεματικός ιστός ενός μυθιστορήματος δεν είναι πάντα ευθέως ανάλογος προς τις αξίες που αυτό φορτίζει: στη μυθιστοριογραφία η πλοκή με το κύριο θέμα της και με τα υποθέματά του σαρκώνεται συχνά σε ήρωες και σε επεισόδια που αλλοιώνουν ή και ανατρέπουν διαλεκτικά τις προσχηματικά προασπιζόμενες αξίες: ο παππούς από πρότυπο ζωής αποβαίνει μίζερη φενάκη στην έκβαση του θαυμαστού διηγήματος «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» του Γ. Βιζυηνού· (γ) το λογοτεχνικό έργο κρίνεται και αξιολογείται καταρχήν και κυρίως ως τέτοιο, ενώ τα ιδεολογικο-πολιτικά πρόσημα έπονται: οι Ωδές του επαναστατημένου ποιητή Ανδρέα Κάλβου όζουν εθνικισμού για την αριστερή συνείδηση του 21ου αιώνα, αλλά δεν παύουν να συνιστούν μείζον έργο της νεοελληνικής γραμματείας, που προσφέρεται ως ύψιστης αξιοπιστίας τεκμήριο μελέτης για τους κριτικούς και τους ιστορικούς. Ή αλλιώς, ο ιστορικός και ο κοινωνιολόγος δεν θα κατανοήσουν τον μικροαστικό ψυχισμό της μεταπολεμικής περιόδου αν δεν αρυσθούν από την έγκυρη παρουσίασή του στο Τρίτο Στεφάνι του Ταχτσή. Αλλά και το πρώτο Συναξάρι του Βαλτινού μαρτυρεί για τον χαρακτήρα και τις συνθήκες του έλληνα μετανάστη καλύτερα και πιστότερα από τις άμεσες πηγές – για τον ίδιο λόγο που τα καλύτερα αστυνομικά μυθιστορήματα δεν τα έχουν συγγράψει οι ισοβίτες των φυλακών παρά ο Σιμενόν και οι λοιποί.


* Μυθοπλασία και κριτική


H Ορθοκωστά νομιμοποιείται να κριθεί και ιστορικά και πολιτικά, όπως άλλωστε και ψυχαναλυτικά ή κοινωνιολογικά: κανένας δεν δικαιούται να αφαιρέσει το δικαίωμα της κριτικής από κανέναν. Αλλά επειδή ακριβώς πρόκειται για μυθιστόρημα, προέχει η λογοτεχνική του αποτίμηση, που εναπόκειται στη λογοτεχνική κριτική για τον ίδιο λόγο που δεν αξιολογεί καθοριστικά την ασπιρίνη η κρίση ενός γευσιγνώστη: η θεραπευτική αποτελεσματικότητα είναι το ανώτατο κριτήριο για το ποιόν της ασπιρίνης, ενώ η ορθή παρατήρηση του γευσιγνώστη ότι το σκεύασμα έχει πικρή γεύση θα θεωρούνταν ευλόγως δευτερεύουσα.


Για τη σχέση της Ορθοκωστάς με την ιστορία τώρα: ένα μυθιστόρημα μπορεί να συγγραφεί είτε (α) βαίνοντας σύμφωνα με την επιστημονική-ιστορική άποψη για το συμβάν, είτε (β) ακολουθώντας κάποια αιρετική ιστορική άποψη, είτε (γ) αδιαφορώντας για τις απόψεις των ιστορικών ή απλώς μη γνωρίζοντάς τες, είτε (δ) χρησιμοποιώντας την ιστορική ύλη επιλεκτικά και μόνο στον βαθμό που επικουρεί την πολιτική ή άλλη ιδεολογία του συγγραφέα του, είτε (ε) προγραμματικά αντιτιθέμενο προς την έγκυρη ιστορική πρόσληψη του συμβάντος. Ο Βαλτινός έκαμε στην Ορθοκωστά το τέταρτο: συνάρμοσε το ιστορικό συμβάν με τα ανθρωπιστικά, αντιπολεμικά του ιδεώδη. Και για τη συνέπεια αυτής της αρμολόγησης επιτρέπεται να κριθεί – όχι για το πώς και τι θα θέλαμε εμείς να είχε συγγράψει.


Κατά τα άλλα, η ιστορική επιστήμη αρύεται την αίσθηση ενός συμβάντος και μιας εποχής από τη λογοτεχνία: χωρίς τα Ομηρικά Επη θα είχαμε τις αρχαιολογικές πληροφορίες αλλά όχι και την αισθητική ταρίχευση της ομηρικής εποχής μαζί με την προσομοίωση των τότε ζώντων. Και χωρίς τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια πολλή από την παλαιότερη συγκίνηση, που αυτά τη διαπεραιώνουν ως τις μέρες μας, θα είχε χαθεί. Παραφράζοντας τον Πάουντ, η λογοτεχνία μάς πληροφορεί για τους ανθρώπους που έζησαν κάποτε στ’ αλήθεια, με σάρκα και οστά· σαν κι αυτούς που παρουσιάζει ο Βαλτινός στα μυθιστορήματα και στα λιτά διηγήματά του.


Ο κ. Μίμης Σουλιώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.