Το 1889 εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη η συλλογή Δεσμίς διηγημάτων της πεζογράφου Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου. Η αξία της συλλογής δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι έχομε την εμφάνιση της ουσιαστικά πρώτης γυναίκας συγγραφέως όσο και σε κάτι άλλο σημαντικό: στο γεγονός ότι η συλλογή προλογίζεται από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο με ένα ενδιαφέρον κείμενο, το οποίο έχει μάλλον θεωρητικό παρά κριτικό χαρακτήρα. Το κείμενο έχει τις ενδείξεις «Εν Ζακύνθω, 1889», όπου προφανώς βρέθηκε για λίγο ο Ξενόπουλος (από το 1883 διέμενε μόνιμα στην Αθήνα) και προέκυψε ύστερα από προσωπική αλληλογραφία του με την Παπαδοπούλου· μια αλληλογραφία που τελικά εξελίχθηκε σε ερωτική.


Το θεωρητικό αυτό κείμενο ίσαμε τώρα ελάνθανε, όπως ελάνθανε και η συλλογή διηγημάτων της Παπαδοπούλου· η συλλογή μού έγινε γνωστή σχετικώς πρόσφατα, ύστερα από ευγενική παραχώρηση της κυρίας Χριστίνας Αγγελίδου. Στο σημείωμά μου θα περιοριστώ μόνο στο κείμενο του Ξενοπούλου, γιατί παρουσιάζει το ξεχωριστό ενδιαφέρον ότι για πρώτη φορά κατά τη δεκαετία του ’80 έχομε μια αμιγώς θεωρητική αντιμετώπιση του σαφώς ανανεωμένου είδους, όπως το διήγημα, επιφυλασσόμενος με τα διηγήματα της Παπαδοπούλου να ασχοληθώ αλλού.


Πριν από τον Ξενόπουλο κάποια θεωρητικά πλαίσια είχαν τεθεί βέβαια το 1883 από τον Νικόλαο Πολίτη με την προκήρυξη του πρώτου στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων διαγωνισμού «προς συγγραφήν ελληνικού διηγήματος» αλλά εκεί διαγράφονταν μάλλον οι περιοχές από τις οποίες θα μπορούσαν να αντληθούν οι υποθέσεις του διηγήματος παρά ο τρόπος και η τεχνική με την οποία θα γινόταν η διαπραγμάτευσή του. Ανάλογες αναφορές είχαν γίνει επίσης και από τον Κωστή Παλαμά ή τον Εμμ. Ροΐδη απ’ αφορμή κυρίως τη συμμετοχή τους στους κριτικούς διαγωνισμούς διηγήματος της «Εστίας». Ο Ξενόπουλος όμως προχωρεί περισσότερο, αποδεικνύοντας έτσι ότι παράλληλα προς τον δημιουργικό και τον κριτικό λόγο τον απασχολούν και θέματα θεωρητικά. Και δεν είναι παρά 22 ετών και με σπουδές στα μαθηματικά.


Η συνεργασία με την «Εστία»


Το 1889 είναι το έτος που ο Ξενόπουλος είχε αρχίσει να συνεργάζεται στενά και με το εγκυρότερο περιοδικό της εποχής, την «Εστία», όπου ίσαμε το 1895 ­ κι αφού πια είχε αναλάβει αυτός τη διεύθυνσή της ­ δημοσίευσε διηγήματα, μελέτες («Αι περί Ζολά προλήψεις»), κριτικά κείμενα για σύγχρονα έργα και συγγραφείς καθώς και ποικίλα σημειώματα και μεταφράσεις. Παράλληλα συνεργάτις του ίδιου περιοδικού υπήρξε και η Παπαδοπούλου, η οποία έστελνε τακτικά διηγήματα για δημοσίευση. Ο Ξενόπουλος παρακολουθούσε από κοντά τη συγγραφική δραστηριότητα της πολίτισσας πεζογράφου και κατά το σύντομο διάστημα της ζωής της (η Παπαδοπούλου πέθανε το 1906, σε ηλικία 39 ετών) δημοσίευσε τέσσερα θετικά κριτικά κείμενα για ­ ή απ’ αφορμή ­ το έργο της, ένα από τα οποία, το πρώτο, είναι και το παρουσιαζόμενο εδώ.


Στο θεωρητικό τούτο κείμενο λοιπόν ο Ξενόπουλος, άλλοτε χαριεντιζόμενος και άλλοτε με τρόπο βαθύτατα διεισδυτικό και οξύ, εκθέτει σε 17 τυπωμένες σελίδες τις απόψεις του για το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος, το οποίο, όπως γράφει, «ομοιάζει με την γυναίκα». «Δύναται», συνεχίζει ο Ξενόπουλος, «να είνε πλήρες ύψους, σοφίας και μεγαλείου· δύναται ν’ αποπνέη ευσπλαχνίαν, τρυφερότητα και αγάπην· αλλ’ άνευ τέχνης, όπως η γυνή άνευ καλλονής, το διήγημα δεν εκπληροί τον προορισμό του. Μετά το δράμα, είνε αναντιρρήτως το δυσκολώτερον είδος του λόγου. Εις ον βαθμόν υψίστης τελειότητος ανήγαγον αυτό οι νεώτεροι, ως ο Doudet, o Coppee, o de Amicis ­ συνεχίζοντες το έργον των παλαιοτέρων, του Merimme, του Haffman, του Poe ­, διεγείρει, ευθύς ως αντηχεί τ’ όνομά του, την καθαράν έννοιαν της Τέχνης. Οι διηγηματογράφοι σήμερον είνε καλλιτέχναι, όπως οι ζωγράφοι και οι γλύπται. Τα όριά των είνε στενώς και αυστηρώς προδιαγεγραμμένα· διερμηνεύουσι την καλαισθησίαν ολοκλήρου εποχής, και υπό την πνοήν της μεγαλοφυΐας των σμικρύνουσι τα μεγάλα, συγκεντρούμενοι εις μίαν και μόνην σελίδα ­ μικράν, κομψήν, με αστερίσκους και παύλας ­ εφ’ ης αποτυπούσι θαυμασίως τας μεγάλας αυτών αληθείας και τας βαθείας παρατηρήσεις. Κατά την ανάγνωσιν των διηγημάτων τα ψυχικά όμματα πρέπει να οπλίζωνται διά μικροσκοπίου.


Η σύγκριση με την ποίηση


Αλλά συχνάκις, εκτός του υψηλού διδάγματος, το οποίον εγκλείει το διήγημα υπό το ελαφρόν αυτού περικάλυμμα, είνε αξιοθαύμαστον εξ αυτού και μόνου του περικαλύμματος. Η εξωτερική μορφή αποτελεί τότε όλην την τέχνην και την αξίαν του διηγήματος. Ουδ’ είνε εύκολον να κατορθωθή τούτο. Εκτός της ιδιοφυΐας, απαιτείται προσοχή και πείρα και μελέτη και καλαισθησία. Διότι το διήγημα σύντομον και περιεκτικόν, όπως το σοννέτον της ποιήσεως, πρέπει να γεννάται τέλειον και αρτιμελές, ως ενόργανον, ως έμψυχον πλάσμα, από του οποίου ουδέν άνευ βλάβης δύναται ν’ αφαιρεθή ή να προστεθή. Τότε είνε αριστούργημα. Η περιττολογία, οι πλατειασμοί, αι παρεκβάσεις χαλαρούσι την ενότητά του, καταστρέφουσι την καλλιτεχνικήν του αξίαν. Η υπόθεσίς του δύναται να ήνε απλή, και το δίδαγμά του κοινόν· σώζεται όμως εάν η διήγησίς του προβαίνη αμιμήτως χαρίεσσα, ή ήνε παραστατικόν μετά ζωηρότητος και εναργείας, ως ζωγράφημα, ή επιδεικνύη πλαστικότητα ως αγάλματος. Υπό την έποψιν ταύτην το διήγημα ομοιάζει με τα ρωσσικά εκείνα κομψοτεχνήματα, τα οποία αποτελούνται μεν εξ ολίγων χρωμάτων και τεμαχίων ξύλλου ή μετάλλου, αλλά θαυμάζονται και τιμώνται πολλού, διά την αυστηράν και άμεμπτον αυτών καλαισθησίαν. Τα βλέπομεν προτιμώμενα πολλάκις των σημαντικωτέρων ειδών, κατατέρποντα όλους τους οφθαλμούς, κοσμούντα τας σοβαροτέρας αιθούσας, διότι με την ολίγην και εντελή των ύλην, εκδηλούσι πνεύμα, εκπροσωπούσιν ιδέαν.


Εν τούτοις, μεθ’ όσους επισωρεύω κανόνας και παρατηρήσεις, και τόμον ολόκληρον αν αποτελέσω, δεν θα δυνηθώ να υποτυπώσω τας αρχάς και να διαγράψω τα όρια της διηγηματογραφίας. Αν ήτο τούτο δυνατόν, θα ήρκει ολίγη μελέτη διά να γίνη κανείς διηγηματογράφος ­ ως γίνεται ευκολώτερον σοφός ­ και ως ηκούομεν να κηρύττωσιν οι φιλόδοξοι νέοι μετά στόμφου: «Θα γίνω διηγηματογράφος!», ως τώρα λέγουσι: «Θα γίνω νομικός, θα γίνω έμπορος!»».


Αλλά, συνεχίζει ο Ξενόπουλος, «αι αξιώσεις του διηγήματος είνε πολύ μεγαλύτεραι. Εκτός πάσης ηθικής διδασκαλίας, συγκινεί ευπρόσιτον και διαπλάσσει την καρδίαν του ανθρώπου διά της τέχνης του και μόνης.


Η «σφραγίδα» του διηγηματογράφου


Η ανάγνωσις ωραίου διηγήματος δύναται ν’ αντικαταστήση την θέαν εικόνος ή την ακρόασιν μουσικής. Ουδέν είνε προσφορώτερον όπως τέρψη, μαλάσσον το ήθος και τον χαρακτήρα, εμφυτεύον λεληθότως υγιείς αρχάς και ήρεμα αισθήματα. Η κοινωνία έχει χρείαν του διηγήματος, όπως του Σχολείου και του Θεάτρου. Τα δάκρυα, όσα δύναται ν’ αποσπάση από οφθαλμών, ανικάνων άλλως να κλαύσωσιν, είνε αδάμαντες αληθείς· ποτέ δ’ οι παλμοί των ευαισθήτων καρδιών δεν επιταχύνονται ανωφελώς υπό ιεράς θέρμης και συγκινήσεως.


Εκτός τούτου, οι μεγάλοι διηγηματογράφοι, οι υπό της επιστήμης κατατασσόμενοι εις την τάξιν των μερικών, μεγαλοφυών, εις εκάστην αυτών σελίδα εμφυσώσι το πνεύμα των, εκχύνουσι την καρδίαν των, αποτυπούσι την σφραγίδα των.


Αι δε σελίδες αύται ­ μικραί, κομψαί, με αστερίσκους και παύλας ­, εν αις εξελίσσεται μία ψυχολογική ιστορία, είς χαρακτήρ, μία ηθογραφία, μία απλή περιπέτεια, εν συνόλω λαμβανόμεναι, αναπαριστώσι την φυσιογνωμίαν ενός έθνους και μιας εποχής, η συμπλήρωσις της ιστορίας γινόμεναι. Την φιλολογίαν των εθνών αποτελούσιν ως επί το πολύ τα έργα της φαντασίας και ουχί τα έργα της μελέτης· τότε δε το έθνος βαδίζει προς την πρόοδον και την ευημερίαν όταν είνε μεγάλη η δημιουργική του φιλολογία, εν η το διήγημα ­ το μάλλον μελετημένον είδος ­ κατέχει περίβλεπτον θέσιν».


Το ενδιαφέρον αυτό κείμενο του Ξενοπούλου τελειώνει με τη διατύπωση απόψεων για τον σύγχρονό του αφηγηματικό λόγο καθώς και με την επισήμανση ότι θεωρεί σημαντική την εμφάνιση στον χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας μιας γυναίκας, έστω και με πρωτόλεια, ενώ παράλληλα συσχετίζει το όνομά της με τα ονόματα των καθιερωμένων τότε ξένων συγγραφέων, όπως της Γ. Σανδ, της Γ. Ελιοτ, της Ερ. Σταβ.


Ο κ. Ιωάννης Παπακώστας είναι καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.