Τι κρύβει η Βεργίνα

Τι κρύβει η Βεργίνα Νέα ερμηνεία για τα πρόσωπα μιας τοιχογραφίας ΧΑΡΑ ΚΙΟΣΣΕ Στο «Χρονικό της Βεργίνας», το βιβλίο όπου ο Μανόλης Ανδρόνικος εξιστορεί την περιπέτεια της θρυλικής ανασκαφής των βασιλικών τάφων, αναφέρει σε ένα σημείο για την απόδοση του βασιλικού τάφου της Μεγάλης Τούμπας στον Φίλιππο: «Την απόδοση στον Φίλιππο τη θεωρούσα πολύ πιθανή, όμως αυτό δεν


Στο «Χρονικό της Βεργίνας», το βιβλίο όπου ο Μανόλης Ανδρόνικος εξιστορεί την περιπέτεια της θρυλικής ανασκαφής των βασιλικών τάφων, αναφέρει σε ένα σημείο για την απόδοση του βασιλικού τάφου της Μεγάλης Τούμπας στον Φίλιππο: «Την απόδοση στον Φίλιππο τη θεωρούσα πολύ πιθανή, όμως αυτό δεν αποτελούσε κατά την κρίση μου το καίριο σημείο είτε του ευρήματος είτε της ερμηνείας του. Βέβαια, καταλάβαινα πως αυτό ακριβώς το σημείο ήταν το πιο εντυπωσιακό, και αυτό ήταν που θα συγκέντρωνε το ενδιαφέρον ιστορικών και αρχαιολόγων στις επιστημονικές συζητήσεις που θα ακολουθούσαν. Ημουν όμως ήσυχος, γιατί ήξερα πως τα αρχαιολογικά στοιχεία που διέθετα από τις ανασκαφικές παρατηρήσεις μού έδιναν το δικαίωμα να αντικρούσω τις πιθανές αντιρρήσεις (…) Θυμούμαι μάλιστα πως σε φιλική παρατήρηση συναδέλφου πως ήταν ενδεχόμενο να βρεθεί ένας άλλος τάφος που να προσφέρει στοιχεία αναντίρρητα πως ανήκει στον Φίλιππο, η απάντησή μου ήταν πως με χαρά θα αναγνωρίσω το σφάλμα μου και θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω καλύτερα το εύρημα, στηριγμένος πια σε όλα τα στοιχεία της ανασκαφής». Από τότε που ο μεγάλος αρχαιολόγος έγραφε αυτές τις αράδες στο ημερολόγιό του πέρασαν ήδη 20 χρόνια, και σήμερα δεν είναι μαζί μας. Σε αυτό το διάστημα, η έρευνα συνεχίστηκε από την επόμενη γενιά συναδέλφων του, και νέες ερμηνείες έρχονται να προτείνουν μιαν άλλη χρονολόγηση του τάφου από εκείνη που είχε δώσει ο Ανδρόνικος, και κατά συνέπεια και άλλο όνομα για τον βασιλικό νεκρό.


Ετσι, στο βιβλίο «Οι Τάφοι του Δερβενίου» των Π. Γ. Θέμελη και Γ. Π. Τουράτσογλου που κυκλοφόρησε στις αρχές του χρόνου με τη δημοσίευση της παλιάς ανασκαφής των τάφων του Δερβενίου, η χρονολόγηση των τάφων τοποθετείται από τους δύο αρχαιολόγους περί τα τέλη του 4ου ή τις αρχές του 3ου π.Χ. αι., και στη συνέχεια, στην κριτική του βιβλίου, ο καθηγητής κ. Μιχάλης Τιβέριος («Το Βήμα», 29.3.1998), σημείωνε ότι «η χρονολόγηση των τάφων στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., στα χρόνια δηλαδή του Κασσάνδρου, συμπαρασύρει όλα τα ανάλογα ευρήματα που γνωρίζουμε από τον χώρο της Μακεδονίας ως προς τη χρονολόγησή τους. Και ανάμεσα σε αυτά συγκαταλέγουν τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας στις αρχαίες Αιγές».


Τώρα, μια άλλη αρχαιολόγος, η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, κυρία Ολγα Παλαγγιά, με νέα ερμηνεία της περίφημης τοιχογραφίας του κυνηγιού στη φρίζα του βασιλικού τάφου, έρχεται να στηρίξει την άποψη των Θέμελη και Τουράτσογλου, και μάλιστα να αποδώσει τον τάφο στον Φίλιππο τον Αρριδαίο, τον γιο του Φιλίππου Β´ και ετεροθαλή αδελφό του Αλεξάνδρου, κατεβάζοντας τη χρονολόγηση κατά δύο περίπου δεκαετίες. Δυστυχώς, σήμερα, ο Μανόλης Ανδρόνικος δεν είναι πια μαζί μας για να ακούσουμε την δική του κρίση στις νέες ερμηνείες, που ωστόσο είναι χρήσιμο να τις γνωρίζουμε, έστω και αν εμείς οι υπόλοιποι δεν είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα. Έστω και αν μας «κλέβουν» ένα μέρος του ονείρου, που συνδέεται με το εντυπωσιακό εύρημα ενός μεγάλου αρχαιολόγου και το νεκρό ενός μεγάλου βασιλιά.


Το βασιλικό κυνήγι


Παλιά, λοιπόν, στην Ασσυρία του 8ου και του 7ου αι. π.Χ., υπήρχε το έθιμο του βασιλικού κυνηγιού, ενός τελετουργικού κυνηγιού που διοργανωνόταν σε κήπους που ονομάζονταν παράδεισοι. Επρόκειτο για κήπους τεχνητούς, ένα είδος βοτανικών κήπων όπου υπήρχαν διάφορα δένδρα από διαφορετικούς τόπους και όπου φύλασσαν άγρια ζώα, κάπρους, αρκούδες, λιοντάρια και ελάφια, ζώα άγρια που δεν ζουν ποτέ μαζί, φερμένα από διαφορετικά κλίματα και τόπους. Σύμφωνα με την ασσυριακή παράδοση, ο βασιλιάς κυνηγούσε εκεί λιοντάρια και στην Ασσυριακή Συλλογή του Βρετανικού Μουσείου υπάρχει παράσταση όπου βγάζουν από ένα κλουβί το λιοντάρι για να το κτυπήσει ο βασιλιάς, ενώ σε άλλη παράσταση υπάρχει σκηνή κατά την οποία ο βασιλιάς κάνει σπονδές επάνω στο νεκρό ζώο. Αυτό το έθιμο του βασιλικού κυνηγιού μέσα σε έναν τεχνητό ζωολογικό και βοτανικό κήπο υιοθετήθηκε αργότερα από τους Πέρσες.


Οι Πέρσες εμπλούτισαν την ιδέα με το έφιππο κυνήγι, που το συναντάμε πρώτη φορά στην περσική αυτοκρατορία, κατά τα κλασικά χρόνια, τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. σε πολλά επιτύμβια μνημεία ευγενών με θέμα το κυνήγι του πάνθηρα, του κάπρου ή και της αρκούδας, αλλά όχι του λιονταριού που παρέμεινε αποκλειστικό βασιλικό τελετουργικό θήραμα. Οι σατράπες, π.χ., που ήταν ευγενείς αλλά δεν είχαν βασιλικό χρίσμα, βλέπουμε σε παραστάσεις πως κυνηγούσαν άλλα ζώα, όχι όμως λιοντάρια. Χαρακτηριστικό είναι το ανάγλυφο στο μαυσωλείο της Αλικαρνασσού με τον σατράπη της Καρίας, Μαυσώλο, ο οποίος κυνηγάει πάνθηρα, και στο μνημείο των Νηρηίδων του σατράπη της Λυκίας έχουμε παράσταση κυνηγιού αρκούδας. Αντίθετα, στη Σιδώνα της Φοινίκης, όπου οι Πέρσες διατήρησαν τον θεσμό της βασιλείας, έχουν βρεθεί σε σαρκοφάγους του 4ου αι. π.Χ. παραστάσεις με κυνήγι λιονταριού.


Την ίδια εποχή, δηλαδή κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., εμφανίζεται και στην Ελλάδα το λιοντάρι αλλά μόνο σε σχέση με τον Ηρακλή, και στο τέλος του 4ου αι. φθάνουμε να έχουμε έφιππο βασιλικό κυνήγι λιονταριού στην παράσταση της τοιχογραφίας της Βεργίνας. Κατά την κυρία Παλαγγιά, το έθιμο εισήχθη στην Ελλάδα από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, ο οποίος φορούσε τη λεοντοκεφαλή επισημαίνοντας έτσι ότι είναι απόγονος του Ηρακλή, και έχοντας κυνηγήσει στους παραδείσους της Περσίας έφερε τη μόδα του κυνηγιού με λιοντάρι πίσω στην Ελλάδα. Υπάρχει μάλιστα βάσει μαρτυριών τέτοιο κυνήγι του Αλεξάνδρου στη Σιδώνα, όπου κινδύνεψε από το θηρίο και τον έσωσε ο Κρατερός. Στη σαρκοφάγο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, υπάρχει σκηνή βασιλικού κυνηγιού, όπου ο Αλέξανδρος κυνηγάει λιοντάρι μαζί με τον βασιλέα της Σιδώνας.


Ο Αλέξανδρος φαίνεται πως κατάλαβε αμέσως το νόημα και τον συμβολισμό του κυνηγιού αυτού, και ο Πλούταρχος σημειώνει πως του άρεσε να διοργανώνει τέτοια κυνήγια, όπου πήγαινε. Ετσι, στη Βαβυλώνα, ξέρουμε ότι είχε δικά του λιοντάρια που φύλασσε σε βοτανικούς κήπους για τα κυνήγια του. Ο Αλέξανδρος, με άλλα λόγια, δημιούργησε μια μόδα με το κυνήγι λιονταριού που επικράτησε στην Ελλάδα και μετά τον θάνατό του, και βλέπουμε κατά την περίοδο της διαμάχης για τη διαδοχή του πως όσοι την διεκδικούσαν επεδίωκαν να συμμετάσχουν σε κάποια απεικόνιση κυνηγιού λιονταριού μαζί του. Ο πιο γνωστός από όλους ήταν ο Κρατερός, ο οποίος μάλιστα προτού ακόμη πάρει την εξουσία του στρατού στα χέρια του, φρόντισε και ανήγειρε μνημείο αφιερωμένο στους Δελφούς, όπου φαίνεται μαζί με τον Αλέξανδρο να κυνηγούν λιοντάρι.


Τα πρόσωπα της παράστασης


Στην τοιχογραφία, έχουμε κυνήγι λιονταριού σε παράδεισο, σε τεχνητό ζωολογικό κήπο δηλαδή, συνεχίζει πάντοτε η κυρία Παλαγγιά, όπου συνυπάρχουν ζώα από διαφορετικά περιβάλλοντα, ζαρκάδια, αρκούδα, κάπρος, σκυλιά, και βεβαίως λιοντάρι. Το περίεργο με αυτή την τοιχογραφία είναι η ημιτελής παράστασή της. Στο δεξιό άκρο, μια μορφή κυνηγάει με δίχτυ, αλλά δεν υπάρχει ζώο, παρά το ότι σε όλη τη σύνθεση παρατηρούμε ομάδες κυνηγών γύρω από κάποιο ζώο. Ίσως η τοιχογραφία είναι αντίγραφο κάποιου έργου σε ξύλο που προέρχεται από τις Αιγές, ή την Πέλλα, και κατά τη «μεταφορά» του θέματος στην τοιχογραφία παραλήφθηκε ένα μέρος της. Αυτός ο κυνηγός στο δεξιό άκρο ίσως δεν είναι Ελληνας, γιατί έχει δέρμα πιο σκούρο από τους άλλους και λεπτό μουστάκι. Γενικά, έχει παράξενη και ξενική φυσιογνωμία και εξωτικό κάλυμμα της κεφαλής. Ισως είναι Ινδός, ή ανήκει σε κάποιον από τους λαούς που κατέλαβε ο Αλέξανδρος, και είναι πιθανόν αυτή η μορφή να μας δίνει το στίγμα ότι το κυνήγι δεν γίνεται στην Ελλάδα, αλλά στη Βαβυλώνα, ή την Περσία. Ξέρουμε, άλλωστε, ότι το 324 π.Χ. ο στρατός του Μ. Αλεξάνδρου είχε μειωθεί κατά πολύ από Μακεδόνες και άλλους Έλληνες, και αναγκάσθηκε ο Αλέξανδρος να στρατολογήσει Ινδούς και Πέρσες και άνδρες από άλλες φυλές, ενώ δημιούργησε και άγημα από ευγενείς εκείνων των λαών, στους οποίους περιέλαβε και τον αδελφό της Ρωξάνης.


Στην τοιχογραφία, όμως, και το ίδιο το τοπίο έχει ιδιαιτερότητες. Δεν υπάρχουν φοίνικες, και τα δένδρα είναι μεσογειακά, ή ελληνικά. Από τον Θεόφραστο γνωρίζουμε πως ο Αλέξανδρος, επτά χρόνια προτού πεθάνει, είχε αναθέσει στον Αρταλο να φυτέψει στη Βαβυλώνα έναν παράδεισο με πλατύφυλλα δένδρα, που ευδοκιμούν στην Ελλάδα για να προστατεύονται από τον ήλιο οι κυνηγοί. Το κεντρικό πρόσωπο της εικόνας είναι, όπως υποστήριξε από την αρχή ο Μανόλης Ανδρόνικος, ο Αλέξανδρος. Βρίσκεται στο κέντρο, είναι πλαισιωμένος με δύο δένδρα, και έφιππος. Γνωρίζουμε από τον Αρριανό ότι το έφιππο κυνήγι ήταν γνωστό στην Ελλάδα ήδη από την εποχή του Φιλίππου, ο οποίος το εισήγαγε από την Περσία την οποία θαύμαζε για τη δομή της αυτοκρατορίας της. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι είχε δημιουργήσει και τον θεσμό των βασιλικών παίδων, γιων δηλαδή ευγενών, ηλικίας 10 έως 18 ετών, τους οποίους έπαιρνε στην υπηρεσία του, τους είχε συνεχώς κοντά του και φρόντιζε να εκπαιδεύονται στις πολεμικές τέχνες και τη διοίκηση, και τους είχε πάντοτε κοντά του στο κυνήγι. Με αυτούς, η κυρία Παλαγγιά ταυτίζει τις γυμνές μορφές των νέων που βρίσκονται στην αριστερή πλευρά της τοιχογραφίας.


Η ταύτιση της κεντρικής μορφής με τον Αλέξανδρο στηρίζεται και σε άλλους λόγους, πάντοτε κατά την ίδια. Φοράει πορφυρό χιτώνα, χρώμα βασιλικό, που υιοθέτησε αφού κατέλαβε την Περσία. Ο χιτώνας του είναι περσικός, και στο κάτω μέρος διπλός, ενώ τα υποδήματά του είναι μακεδονικά. Ο Αλέξανδρος φοράει στεφάνι από φύλλα στην κεφαλή, πράγμα που δείχνει ότι έχει ήδη θεοποιηθεί και βρίσκεται σε ιερό χώρο. Ομως, αν και στο κέντρο της παράστασης, ο Αλέξανδρος παραμένει απομακρυσμένος και ένας άλλος βασιλιάς με πορφυρό χιτώνα κοιτάζει κατάματα το λιοντάρι και είναι έτοιμος να το σκοτώσει. Και ο δεύτερος αυτός βασιλιάς είναι έφιππος, φοράει λεοντή και είναι ψηλότερος από όλους τους άλλους, ακόμη και από τον Αλέξανδρο. Και η κυρία Παλαγγιά συνεχίζει: «Εχουμε στοιχεία πως όσο ζούσε ο Αλέξανδρος και περίπου ένα χρόνο προτού πεθάνει είχε χρίσει βασιλέα της Βαβυλώνας τον ετεροθαλή αδελφό του, Φίλιππο τον Αρριδαίο, για τον οποίον έτρεφε μεγάλη αγάπη. Το ενδιαφέρον όμως πρέπει να εντοπισθεί και σε μια άλλη μορφή αυτής της παράστασης. Σε έναν πεζό κυνηγό, που είναι σχεδόν έτοιμος και αυτός να κτυπήσει το λιοντάρι. Ο πεζός βρίσκεται ανάμεσα σε δύο βασιλιάδες, πράγμα που δεν θεωρώ τυχαίο, και φοράει πορφυρή καυσία και χλαμύδα. Είναι το τρίτο πρόσωπο στη σύνθεση που είναι ντυμένο με πορφύρα. Είναι γνωστό ότι, όταν γύρισε ο Αλέξανδρος από την Ινδία, έδινε στους φίλους του πορφυρές χλαμύδες και καυσίες ως δείγμα εξαιρετικής τιμής. Επομένως, έχουμε εδώ έναν πολύ σημαντικό Μακεδόνα, ίσως εταίρο, πρόσωπο δηλαδή που διατηρεί στενή σχέση με τον βασιλιά. Και αυτό το πρόσωπο πλησιάζει το λιοντάρι».


Σύμφωνα με αυτή την άποψη, αν δεχθούμε ότι η τοιχογραφία απεικονίζει ένα βασιλικό κυνήγι με τον Αλέξανδρο και τον αδελφό του τον Αρριδαίο στη Βαβυλώνα, τον οποίον ο Αλέξανδρος είχε χρίσει βασιλέα, ξέρουμε ότι λίγο προτού πεθάνει ο Αλέξανδρος το 323 π.Χ., ήρθε στη Βαβυλώνα ο Κάσσανδρος, ο αδελφός του Αντιπάτρου, για να προσπαθήσει να μεταπείσει τον Αλέξανδρο να μην ανακαλέσει τον πατέρα τους που βρισκόταν στη Μακεδονία. Ο Κάσσανδρος είχε δύο ακόμη αδελφούς, οι οποίοι ήταν βασιλικοί παίδες του Αλεξάνδρου: ο ένας ήταν ο Ιόλαος ο οινοχόος του και ο άλλος λεγόταν Φίλιππος. Αυτοί συνόδευαν πάντοτε τον Αλέξανδρο στα κυνήγι και κατείχαν και οι δύο εξαιρετική θέση στην Αυλή του. Ισως βρίσκονται ανάμεσα στους γυμνούς νέους στο αριστερό άκρο της τοιχογραφίας. «Πάντως, αν δεχθούμε ότι η τοιχογραφία έγινε στον τάφο του Φιλίππου του Αρριδαίου, τον οποίον διαδέχθηκε ο Κάσσανδρος αφού σκότωσε τον γιο του Αλεξάνδρου, Αλέξανδρο Δ΄, η μορφή του πεζού κυνηγού θα μπορούσε να ταυτισθεί μαζί του. Γνωρίζουμε ότι ο Κάσσανδρος, μετά τη δολοφονία του Αρριδαίου από την Ολυμπιάδα και τη μάχη που δόθηκε για τη διαδοχή, νικητής πια έδωσε εντολή να σκοτώσουν την Ολυμπιάδα και ξέθαψε τον νεκρό Αρριδαίο, τον οποίο έθαψε το 317 π.Χ. με μεγάλες τιμές. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι ο Αρριδαίος, ο οποίος, αν και δεν ήταν στρατηλάτης και έπασχε από κάποια ασθένεια που δεν τον εμπόδιζε ωστόσο να ιππεύει, ήταν εξαιρετικά αγαπητός στους Μακεδόνες που τον θεωρούσαν νόμιμο γιο του Φιλίππου, ενώ ασφαλώς ρόλο θα έπαιξε και η αγάπη που έτρεφε γι’ αυτόν και ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Πιστεύω, λοιπόν, ότι αυτή η τοιχογραφία τοποθετήθηκε στον τάφο από τον Κάσσανδρο, ο οποίος τον ξανάθαψε μαζί με τη γυναίκα του την Ευρυδίκη, κατά το μακεδονικό έθιμο, σύμφωνα με το οποίο ο νέος βασιλιάς έθαβε με τιμές τον προηγούμενο. Αν είναι έτσι, τότε η τοιχογραφία, η οποία είναι εξαιρετικής τέχνης, είναι παράλληλα και ένα είδος πολιτικής προπαγάνδας του Κασσάνδρου, ο οποίος φροντίζει και τοποθετεί τον εαυτό του πεζό, απαρνούμενος τα ξενόφερτα περσικά έθιμα, ανάμεσα σε δύο βασιλείς, φέροντας πορφυρή καυσία και χλαμύδα. Αν, λοιπόν, τελικά η ερμηνεία της τοιχογραφίας είναι σωστή, τότε η χρονολόγηση του τάφου Β´ της Μεγάλης Τούμπας θα πρέπει να τοποθετηθεί στο 317 π.Χ., κάπου 19 χρόνια μετά τον θάνατο του Φιλίππου Β´».


Ο αμύθητος πλούτος και τα ταπεινά αγγεία


Κατά την κυρία Παλαγγιά, δύο ακόμη στοιχεία που προκύπτουν από τα ευρήματα του τάφου στηρίζουν την άποψη αυτή. Το ένα είναι η ύπαρξη μεγάλης ποσότητας χρυσού στα κτερίσματα και τις σαρκοφάγους και το άλλο, δύο αττικά αγγεία που βρέθηκαν ανάμεσα στα κτερίσματα. Λέει σχετικά με αυτό: «Γνωρίζουμε από τον Αρριανό πως ο Αλέξανδρος στην Ινδία μιλώντας προς τους άνδρες του είχε αναφερθεί στον πλούτο που απέκτησαν από τις κατακτήσεις τους, θυμίζοντάς τους ταυτόχρονα ότι ξεκίνησε την εκστρατεία φτωχός «παραλαβών παρά του πατρός χρυσά μεν και αργυρά εκπώματα ολίγα, τάλαντα δε ουδέ εξήκοντα εν τοις θησαυροίς, χρεών δε οφειλόμενα υπό Φιλίππου ες πεντακόσια τάλαντα, δανεισάμενος επί τούτοις αυτός άλλα οκτακόσια». Ετσι, λοιπόν, μπορεί πιο εύκολα να εξηγηθεί η συσσώρευση του χρυσού και του αμύθητου πλούτου κατά την περίοδο μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, όταν ο πλούτος από την εκστρατεία γέμισε στην κυριολεξία τη Μακεδονία με χρυσάφι».


Τέλος, ένα ακόμη στοιχείο που στηρίζει την άποψη για τη χρονολόγηση του τάφου περί τα τέλη του 4ου π.Χ. αι. είναι και τέσσερα αττικά αγγεία (αλατοδοχεία) που βρέθηκαν στον τάφο της Μεγάλης Τούμπας και που πανομοιότυπά τους βρέθηκαν και στους τάφους του Δερβενίου. Καθώς τα αγγεία αυτά είναι αττικά, οι αρχαιολόγοι δέχονται τη χρονολόγηση που δίνεται σε ανάλογα ευρήματα της αρχαίας αγοράς της Αθήνας, σύμφωνα με την οποία χρονολογούνται από το 320 έως το 280 π.Χ. Ετσι, καταλήγει η κυρία Παλαγγιά, τα τρία αυτά στοιχεία (κυνήγι λιονταριού, που έφθασε στην Ελλάδα μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου από τους διαδόχους του, μυθικός πλούτος κτερισμάτων σε χρυσό, και τα αττικά αγγεία) συγκλίνουν στην υπόθεση ότι η χρονολόγηση του τάφου Β΄ της Μεγάλης Τούμπας θα πρέπει ίσως να εξετασθεί υπό το φως των νέων δεδομένων. Το θέμα είναι βέβαια καθαρά αρχαιολογικό, και εμείς οι υπόλοιποι πολύ λίγα μπορούμε να πούμε εκτός του ότι η απουσία του Μανόλη Ανδρόνικου σε αυτό το πρόβλημα, που ανακύπτει γίνεται τώρα περισσότερο αισθητή, και το εύρος της απόψεώς του απουσιάζει.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.