Μόνιμο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε όσοι μιλούμε ή γράφουμε για τη γλώσσα μας, ειδικοί και μη ειδικοί, είναι πώς πρέπει να την αποκαλούμε. Θα την ονομάζουμε Νέα Ελληνική ή Νεοελληνική, προσδιορίζοντάς την μάλιστα ως Κοινή (Κοινή Νέα Ελληνική, Νεοελληνική Κοινή, Κοινή Νεοελληνική), ή θα την ορίζουμε ειδικότερα ως Δημοτική ή μήπως ο απλός όρος Ελληνική θα έφτανε να την χαρακτηρίσει και να την διακρίνει από όλες τις άλλες γλώσσες; Οι γράφοντες, συνειδητά ή λιγότερο συνειδητά ή ακολουθώντας μια παράδοση στη χρήση των όρων, επιλέγουν έναν από τους όρους που αναφέραμε, ενώ αν πρόκειται για γλωσσολόγους ή φιλολόγους που ασχολούνται με τα θέματα τής γλώσσας μας, αυτοί χρειάζονται στα κείμενά τους περισσότερους από έναν όρους, ανάλογα με τις εκφραστικές ανάγκες και το αντικείμενο που μελετούν (Αρχαία Ελληνική, Μεσαιωνική Ελληνική, Νέα Ελληνική).
Ο χρονολογικός προσδιορισμός
Οι δύο κύριοι παράγοντες που προσδιορίζουν τη χρήση αυτών των όρων συνδέονται με την ιστορία και τον πολιτισμό τής χώρας μας αφενός και με την ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος αφετέρου. Η ιστορική διάκριση τού Ελληνισμού σε αρχαίο, μεσαιωνικό ή βυζαντινό και νέο (ενίοτε και νεότερο ή σύγχρονο) προσδιόρισε αντιστοίχως τον πολιτισμό και τη γλώσσα των Ελλήνων σε αρχαία ελληνική γλώσσα, σε ελληνιστική ή αλεξανδρινή κοινή γλώσσα (η οποία συνήθως περιλαμβάνεται στον όρο αρχαία γλώσσα), σε μεσαιωνική Ελληνική ή βυζαντινή γλώσσα και σε νέα ελληνική γλώσσα, (αυτό συμβαίνει και με άλλες πολιτισμικές γλώσσες, την Κινεζική, την Αιγυπτιακή κ.ά.). Εξάλλου, η ύπαρξη τού γνωστού γλωσσικού ζητήματος, τής διάσχισης δηλ. τής ελληνικής γλώσσας σε προφορική ή κοινή Ελληνική (που εξελίχθηκε στη δημώδη ή δημοτική γλώσσα) και σε γραπτή, αττικιστική, ή αρχαΐζουσα γλώσσα (που εξελίχθηκε στη λόγια γλώσσα ή καθαρεύουσα), εισήγαγε και καθιέρωσε μια σειρά από ειδικούς όρους που προσδιόρισαν διάφορες μορφές χρήσεως τής Ελληνικής. Ετσι παράλληλα προς τους χρονολογικούς όρους προσδιορισμού τής γλώσσας μας (αρχαία, μεσαιωνική/βυζαντινή, νέα), οι οποίοι είναι ουδέτεροι-περιγραφικοί όροι, αναγκαίοι στο ασυνήθιστα μεγάλο εύρος χρόνου ιστορικής παρουσίας τού ελληνικού πολιτισμού, έχουμε και τους ειδολογικούς όρους που διακρίνουν την Ελληνική όχι χρονολογικά αλλά σύμφωνα με τις μορφές και τις διαφοροποιήσεις που γνώρισε η χρήση της. Ας σημειωθεί ότι, όπως είναι άλλωστε αναμενόμενο, οι όροι που προήλθαν από την ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος, με όλες τις αντιθέσεις και συγκρούσεις που προηγήθηκαν, είναι ιδιαίτερα φορτισμένοι και σ’ έναν βαθμό ασαφείς και υπεργενικευτικοί. Είναι χαρακτηριστικό, λ.χ., ότι ο Κοραής και οι σύγχρονοί του λέγοντας «Ελληνική» εννοούσαν την Αρχαία Ελληνική, ενώ την απλή προφορική γλώσσα την ονόμαζαν απλώς «κοινή γλώσσα» ή, άλλες φορές, «χυδαία» (κυρίως με την έννοια τής λαϊκής γλώσσας).
Ας δούμε με μεγάλη συντομία τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα καθενός από τους όρους που χρησιμοποιούνται, ώστε να εκτιμήσουμε αν προσφέρονται ή όχι ως καθολική επίσημη ονομασία τής σημερινής γλώσσας μας:
1. Δημοτική
Ο όρος, στους σημερινούς χρήστες τής γλώσσας που έχουν ζήσει τη μακρά διαμάχη περί το γλωσσικό ζήτημα και τη λύση του με την επισημοποίηση τής δημοτικής το 1976, είναι ο πιο οικείος, θυμίζει δε τον «νικητή» στη σύγκρουση καθαρεύουσας και δημοτικής. Ο όρος δημοτική δηλ. είναι ιστορικά και ιδεολογικά φορτισμένος και γι’ αυτό δηλωτικός μιας πραγματικότητας που έζησαν οι ομιλητές τής σημερινής γλώσσας. Σ’ αυτά τα θετικά στοιχεία και σε άλλα που θα μπορούσε μια εκτενής ανάλυση τού θέματος να φέρει στο προσκήνιο αντιτίθενται οι εξής εκτιμήσεις: Η χρήση τού όρου δημοτική παύει αυτομάτως να έχει νόημα από τη στιγμή που δεν υφίσταται πλέον (ως εκτεταμένη χρήση) ο έτερος όρος τής αντίθεσης, η καθαρεύουσα. Ακριβώς η καθιέρωση εκ μέρους τής Πολιτείας κοινής επίσημης γλώσσας των Ελλήνων αίρει την αντίθεση (και τη σύγκρουση που υπήρχε τους τελευταίους αιώνες) και αποτελεί de facto υπέρβαση μιας γλωσσικής πόλωσης που ταλάνισε τη χώρα μας. Ο όρος λοιπόν δημοτική θα διαιώνιζε τις μνήμες από αυτή την ιστορική αντίθεση, χωρίς να δηλώνει για τις αμέσως επόμενες γενιές κάτι γνώριμο ή ουσιώδες γι’ αυτούς. Ο όρος μάλιστα θα ερχόταν σε αντίθεση και προς τον όρο που η ίδια η Πολιτεία καθιέρωσε νομοθετικά όταν επισημοποίησε τη δημοτική, δηλ. προς τον όρο Νεοελληνική (Νόμος 309/1976: «γλώσσα διδασκαλίας, αντικείμενο διδασκαλίας και γλώσσα των διδακτικών βιβλίων εις όλας τα βαθμίδας τής Γεν. Εκπαιδεύσεως είναι από τού σχολ. έτους 1976-7 η Νεοελληνική», η οποία, κατά το κείμενο τού Νόμου, είναι «η δημοτική συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων»).
2. Νέα Ελληνική ή Νεοελληνική
Η ονομασία αυτή δηλώνει προφανώς τη νεότερη περίοδο τής ιστορικής παρουσίας τής γλώσσας μας, διακρινόμενη ως όρος από την Αρχαία Ελληνική και από τη Μεσαιωνική Ελληνική. Με άλλα λόγια, ο ευρύτερα χρησιμοποιούμενος αυτός όρος (οι αγγλόφωνοι ξένοι χρησιμοποιούν το «Modern Greek») δηλώνει ρητά τη γλώσσα τής σύγχρονης Ελλάδας. Δεν θυμίζει τίποτε από το γλωσσικό ζήτημα, αλλά και αυτό είναι το κύριο μειονέκτημά του καθιερώνει στην Ελληνική μια αντίθεση ονομασίας, η οποία δεν υφίσταται στις άλλες γλώσσες (οι Αγγλοι λένε English όχι Modern English, οι Γάλλοι λένε Francais όχι Francais Moderne, οι Γερμανοί λένε Deutsch όχι Neus Deutsch!). Η διάκριση αυτή βεβαίως είναι απαραίτητη στους γλωσσολόγους, όταν θέλουν να δείξουν συγκεκριμένη περίοδο τής ελληνικής γλώσσας, αλλά την χρησιμοποιούν και οι απλοί ομιλητές τής γλώσσας όταν χρειάζονται μια τέτοια διάκριση στην επικοινωνία τους (π.χ. «Η Αρχαία Ελληνική με δυσκόλεψε στο σχολείο. Με τη Νέα Ελληνική δεν έχω πρόβλημα» ή «Η ελληνική γλώσσα, τόσο η αρχαία όσο και η νέα, είναι μια δύσκολη γλώσσα»). Η προσθήκη τού προσδιορισμού Κοινή (Κοινή Νέα Ελληνική, Νεοελληνική Κοινή, Κοινή Νεοελληνική) δηλώνει συνήθως τη δημοτική ως την κοινής χρήσεως γλωσσική μορφή. Ωστόσο ο γράφων και άλλοι έχουμε χρησιμοποιήσει τον όρο Κοινή για να δηλώσουμε μια καλλιεργημένη μορφή τής αστικής δημοτικής που έχει αφομοιώσει ευρείας εκτάσεως λόγια συστατικά (λεξιλογικά κυρίως, αλλά και φωνολογικά, μορφολογικά και συντακτικά). Μετά το 1976 και ο όρος Κοινή έχει περισσότερο ιστορική αξία· δεν δηλώνει μια κατάσταση που μπορεί να έχει νόημα έξω από την εμπειρία τού γλωσσικού ζητήματος και, επομένως, δεν προσθέτει τίποτε.
3. Ελληνική
Ο όρος αυτός ακούγεται ως ο πιο φυσικός τρόπος δήλωσης τής γλώσσας μας, διακρίνοντας την Ελληνική ως εθνική γλώσσα των Ελλήνων από τις άλλες εθνικές γλώσσες (Ιταλική, Ρωσική, Γαλλική, Γερμανική κλπ.), ενώ παράλληλα είναι αυτός που θα δήλωνε καλύτερα και την ιστορική συνέχεια τής ελληνικής γλώσσας (αρχαία, μεσαιωνική και νέα γλώσσα είναι ιστορικές μορφές τής ίδιας γλώσσας, τής Ελληνικής). Ωστόσο, χρήσεις όπως «Γραμματική τής Ελληνικής» ή «Λεξικό τής Ελληνικής» ή «Ελληνική Γραμματική» ή «Ελληνικό Λεξικό» παραμένουν αμφίσημες για τον Ελληνα, ο οποίος δεν ξέρει αν η εν λόγω Γραμματική ή το Λεξικό αναφέρεται σε ολόκληρη την Ελληνική (αρχαία και νέα) ή μόνο στη Νέα Ελληνική (για πολλούς ξένους μάλιστα ο όρος Ελληνική σημαίνει κυρίως την αρχαία Ελληνική, αγνοώντας ότι υπάρχει και σύγχρονη Ελλάδα και νεότερος ελληνικός πολιτισμός!). Οι αναφορές που χρησιμοποιούμε στην επικοινωνία μας όσοι μιλούμε για παιδεία, πολιτισμό κ.λπ., έχουν ανάγκη από τη χρονική διαφοροποίηση τής Ελληνικής σε αρχαία, νέα και μεσαιωνική.
Συμπέρασμα
Από την αναγκαστικά σύντομη και γενική θεώρηση τού θεάματος που επιχειρήσαμε προκύπτει ότι ο όρος Νέα Ελληνική ή Νεοελληνική είναι σήμερα ο επικοινωνιακά περισσότερο λειτουργικός όρος δήλωσης τής σύγχρονης (και νεότερης γενικά) μορφής τής γλώσσας μας. Δεν υπάρχει, βεβαίως, αμφιβολία ότι όλοι όσοι αναφερόμαστε στη γλώσσα (γλωσσολόγοι, φιλόλογοι, εκπαιδευτικοί, επιστήμονες των κοινωνικών επιστημών και άλλοι) θα συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τους όρους δημοτική και κοινή νεοελληνική, όταν επιδιώκουμε εννοιολογικές ή ιστορικές διακρίσεις που μας είναι απαραίτητες. Ισως όμως οι επόμενες γενιές, ανεπηρέαστες από τις μνήμες τού γλωσσικού, υιοθετήσουν βαθμηδόν τον γενικό όρο Ελληνική, κρατώντας τους ειδικούς προσδιοριστικούς όρους (Αρχαία Ελληνική, Νέα Ελληνική, Κοινή Νέα Ελληνική, Δημοτική) για τις περιπτώσεις που θα χρειάζονται ειδική αναφορά ή αντιδιαστολή. Αυτό θα έφερνε την ονομασία τής ελληνικής γλώσσας σε απόλυτη αντιστοιχία με αυτό που συμβαίνει με τις περισσότερες άλλες εθνικές γλώσσες.
Ο κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.