*ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ Β1


Πρέπει από την αρχή να ξεκαθαρίσουμε ότι ο φιλελευθερισμός είναι ένα ρεύμα τόσο στην πολιτική φιλοσοφία όσο και στην πολιτική πρακτική που επηρέασε όσο κανένα άλλο τη διαμόρφωση των σύγχρονων πολιτικών και συνταγματικών θεσμών. Πρωτοεμφανίστηκε ως φιλοσοφική θεωρία στην Ευρώπη του 17ου αιώνα σε αντίδραση κατά των αιματηρών εμφύλιων σπαραγμών που προκλήθηκαν από τις θρησκευτικές και άλλες κοινωνικές διαμάχες. Σε λίγο αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος και στον αγώνα εναντίον των φεουδαλικών καταλοίπων των κοινωνιών όσο και της απολυταρχίας.


* Ελευθερία


και ισότητα


Βασική θέση του φιλελευθερισμού είναι ότι η οργάνωση των κοινωνιών σε κράτη πρέπει να βασίζεται στην ελευθερία και στην ισότητα όλων των πολιτών. Ελευθερία σημαίνει πριν από όλα άρση των περιορισμών και των αποκλεισμών που χαρακτήριζαν ως τότε τις κοινωνίες τόσο σε επίπεδο συμμετοχής στα κοινά όσο και σε επίπεδο οικονομικών ή άλλων δραστηριοτήτων σχετικών με το πώς θέλει ο καθένας να διαμορφώνει τη ζωή του. Ισότητα σημαίνει κατάργηση της κατάταξης των ανθρώπων σε κατηγορίες, ομοιόμορφη και αμερόληπτη μεταχείριση των πολιτών από το κράτος, αλλά και γενική και αδιαφοροποίητη δυνατότητα συμμετοχής στα αγαθά της κοινωνικής συμβίωσης. Ο φιλελευθερισμός είναι η μήτρα από την οποία γεννήθηκαν το συνταγματικό κράτος, τα ατομικά δικαιώματα (με πρώτα από όλα την ελευθερία του λόγου και το απαραβίαστο της συνείδησης), η ισότητα ενώπιον του νόμου, το κράτος δικαίου, η δικαστική ανεξαρτησία αλλά και τα πολιτικά δικαιώματα, η ισοπολιτεία και η σύγχρονη δημοκρατία.


Ο φιλελευθερισμός δεν παρέμεινε βέβαια σταθερός. Κατά τη διάρκεια ιδίως του 19ου αιώνα ο χαρακτήρας του αλλοιώθηκε σημαντικά. Ενώ είχε ξεκινήσει ως θεωρία πολιτικής ηθικής που έδινε έμφαση στις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας, το πλούσιο αυτό περιεχόμενό του άρχισε σιγά σιγά να συρρικνώνεται και ο ίδιος να παίρνει τη μορφή οικονομικής και πολιτικής – κομματικής ιδεολογίας. Το αποτέλεσμα αυτό προέκυψε βαθμιαία, καθώς από όλες τις αρχές του φιλελευθερισμού άρχισε να δίνεται περισσότερη έμφαση στην ελευθερία του κάθε ανθρώπου να διαμορφώνει τη ζωή του όπως του αρέσει και ιδίως στην ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα του ατόμου και στον περιορισμό των κρατικών επεμβάσεων σε κοινωνία και οικονομία. Η μεταβολή αυτή σήμαινε όχι μόνο μείωση της σημασίας της ισότητας αλλά και αλλοίωση της έννοιας της ελευθερίας: ενώ αρχικά η ελευθερία γινόταν αντιληπτή ως αυτονομία, ως ατομικός και συλλογικός αυτοκαθορισμός που εκδηλωνόταν ιδίως ως θέσπιση γενικών νόμων, οι νόμοι από καθορισμοί της ελευθερίας άρχισαν να θεωρούνται περιορισμοί της. Τη ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης η συρρικνωμένη αυτή μορφή φιλελευθερισμού εμπιστεύθηκε έτσι λιγότερο στην πολιτεία και στους νόμους της και περισσότερο στην κοινωνία και στην αγορά.


* Η σημερινή


αναγέννηση


Η αλλοίωση αυτή αποτέλεσε την πηγή όλων των μεταγενέστερων συγχύσεων. Προτού αναφερθούμε σε αυτές, πρέπει να σημειώσουμε ότι στον αιώνα μας ο φιλελευθερισμός υπέστη μια μεγάλη μείωση της απήχησής του ιδίως κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Κατά τα τελευταία όμως 20 περίπου χρόνια γνώρισε μια νέα εντυπωσιακή άνθηση. Αφετηρία υπήρξε η συζήτηση που προκλήθηκε από την εμφάνιση νέων σπουδαίων έργων πολιτικής και ηθικής φιλοσοφίας, αρχικά ιδίως στον αγγλόφωνο χώρο. Στη συζήτηση αυτή έκανε βέβαια ξανά την εμφάνισή της η ίδια αμφισημία της ελευθερίας και οι ίδιες διαφορές απόψεων ως προς τη σχέση ελευθερίας και ισότητας.


Από τη μια πλευρά εμφανίστηκαν σημαντικοί φιλόσοφοι που επιχείρησαν να επαναλάβουν, υπό νέες βέβαια ιστορικές προϋποθέσεις, το εγχείρημα των ιδρυτών του φιλελευθερισμού: να παρουσιάσουν μια θεωρία πολιτικής ηθικής βασισμένη στην ελευθερία και στην ισότητα. Η διαφορά από τους παλαιούς φιλελεύθερους είναι πάντως σημαντική. Οι παλαιοί φιλελεύθεροι είχαν κυρίως υπόψη τους την τυπική ισότητα, την ισότητα ενώπιον του νόμου, δηλαδή την ίση ικανότητα να είναι κανείς φορέας ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Οι περισσότεροι σημερινοί φιλελεύθεροι δίνουν μεγάλο βάρος και στην ουσιαστική ισότητα, την ίση (δίκαιη) κατανομή των αγαθών μεταξύ των κοινωνιών. Ταυτίζοντας και πάλι την ελευθερία με την αυτονομία (και όχι με την απουσία νόμων), δεν δέχονται ότι είναι νοητή ελευθερία σε μια κοινωνία όπου, παρά την τυπική ισότητα, υπάρχουν σημαντικές πραγματικές ανισότητες στην απόλαυση των αγαθών που παράγει η κοινωνική συμβίωση, δηλαδή άνθρωποι που λαμβάνουν χωρίς να συντρέχει κανένας ηθικά αποδεκτός λόγος ένα αισθητά μικρότερο μερίδιο των αγαθών αυτών από ό,τι άλλοι. Θεωρούν επομένως ηθικό και πολιτικό καθήκον της πολιτείας να αποκαθιστά αυτές τις ανισότητες λαμβάνοντας διάφορα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας. Ελευθερία και ισότητα αποτελούν γι’ αυτούς ένα ενιαίο ηθικό θεμέλιο των θεσμών, που συμπυκνώνεται στην ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν τις ίδιες δυνατότητες αυτοκαθορισμού, επειδή είναι άξιοι του ίδιου σεβασμού και της ίδιας προσοχής, φορείς της ίδιας αξιοπρέπειας.


Από την άλλη πλευρά εμφανίστηκαν θεωρίες, αλλά και ένα μαχητικό πολιτικό ρεύμα, που επικαλέστηκαν την άλλη εκδοχή της ελευθερίας: την απουσία επεμβάσεων στον τρόπο που θα διαμορφώνει ο καθένας τη ζωή του και ιδίως την οικονομική του δραστηριότητα. Γι’ αυτούς κάθε κρατική επέμβαση στην οικονομία, πέρα από την εξασφάλιση της λειτουργίας της αγοράς, είναι κακό γιατί περιορίζει την ελευθερία, κάθε ανακατανομή αγαθών είναι αδικαιολόγητη, εφόσον σημαίνει αφαίρεση αγαθών από κάποιους που δικαιωματικά τα απέκτησαν, κάθε φορολογία που αποσκοπεί σε τέτοια ανακατανομή είναι κλοπή. Η ύπαρξη κοινωνικά μειονεκτούντων δεν είναι γι’ αυτούς ζήτημα κοινωνικής αδικίας αλλά απλώς ατυχίας, η άρση της οποίας δεν είναι πάντως αρμοδιότητα του κράτους. Τον φιλελευθερισμό αυτού του δεύτερου τύπου έχουμε συνδέσει σε μεγάλο βαθμό με την πολιτική που επιχείρησε να ακολουθήσει πριν από λίγα χρόνια η Μ. Θάτσερ και αρχικά και ο Ρ. Ρίγκαν.


Πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι η αγγλική ορολογία ξεχωρίζει με σαφήνεια τα δύο αυτά είδη φιλελευθέρων. Μόνο οι πρώτοι, αυτοί που εμμένουν στην ενότητα ελευθερίας και ισότητας και υποστηρίζουν το κράτος πρόνοιας, είναι που αποκαλούνται πια σήμερα φιλελεύθεροι (liberals). Για τους δεύτερους, όσους δηλαδή επιμένουν μονόπλευρα στην ατομική, ιδίως οικονομική ελευθερία ως απουσία κρατικών επεμβάσεων, έχει καθιερωθεί ο όρος libertarians, που σε μας έχουν αποδοθεί ως νεοφιλελεύθεροι. Ας σημειωθεί ότι ο όρος «φιλελεύθερος», ακριβώς επειδή οι liberals εμμένουν στην κοινωνική ισότητα ως απαραίτητο συνοδό της ελευθερίας, στις αγγλόφωνες χώρες σημαίνει κάτι σαν αριστερός ή αριστερίζων. Υπενθυμίζω ότι ο Μ. Δουκάκης έχασε τις εκλογές για το αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ το 1988 επειδή δεν αντέδρασε έγκαιρα και με τον κατάλληλο τρόπο όταν ο αντίπαλός του Μπους τον χαρακτήρισε φιλελεύθερο (ο Μπους το εννοούσε βεβαίως ως μομφή, ενώ ο Δουκάκης ως κάτι το θετικό, για το οποίο δεν έκρινε αναγκαίο να δώσει εξηγήσεις). Θεωρώ ότι ο φιλελευθερισμός του πρώτου τύπου, αυτός που τονίζει την ενότητα ελευθερίας και ισότητας, είναι ηθικά υπέρτερος του νεοφιλελευθερισμού. Δεν μπορώ όμως εδώ να επεκταθώ περισσότερο.


Το ερώτημα είναι αν σήμερα πια υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στους φιλελεύθερους – οπαδούς της ισότητας και τους νεοφιλελεύθερους, που να επιτρέπει να μιλάμε ακόμη για ένα ενιαίο ρεύμα του φιλελευθερισμού. Η απάντηση είναι ότι υπάρχει ακόμη ένας σημαντικός κοινός πυρήνας, αλλά οι διαφορές είναι κατά τα λοιπά σχεδόν αγεφύρωτες. Ο κοινός πυρήνας συνίσταται σε δύο βασικά σημεία. Πρώτον, κοινή είναι η κατάφαση του συνταγματικού κράτους και των βασικών θεσμών του (αν και οι νεοφιλελεύθεροι δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο κράτος δικαίου από ό,τι στη δημοκρατία, ενώ οι φιλελεύθεροι – οπαδοί της ισότητας θεωρούν τα δύο ένα αδιάσπαστο σύνολο, σε συνδυασμό και με το κράτος πρόνοιας). Δεύτερον, κοινή είναι η θέση ότι ο καθένας πρέπει να είναι ελεύθερος να διαμορφώνει τη ζωή του σύμφωνα με τις δικές του ηθικές αξίες, σύμφωνα με τις δικές του αντιλήψεις για το αγαθό, ότι επομένως το κράτος πρέπει να παραμένει ουδέτερο απέναντι σε αυτές τις αντιλήψεις και να μη διαφοροποιεί τους πολίτες ανάλογα με το σύστημα αξιών που ασπάζονται (αν και οι νεοφιλελεύθεροι, αντίθετα προς τους φιλελεύθερους – οπαδούς της ισότητας, δεν ξεχωρίζουν καθόλου τις αντιλήψεις για το αγαθό από τις εκτιμήσεις για το οικονομικό συμφέρον, απέναντι στις οποίες αξιώνουν επίσης την πλήρη απουσία κρατικής παρέμβασης).


* Σκόπιμες


συγχύσεις


Μετά τις διευκρινίσεις αυτές αξίζει, στο τελευταίο μέρος αυτού του σημειώματος, να αναφερθούμε στους αντιπάλους του φιλελευθερισμού και στις συγχύσεις που πολλοί από αυτούς αναπαράγουν, εκτοξεύοντας τα αντιφιλελεύθερα πυρά αδιάκριτα εναντίον και των δύο εκδοχών του φιλελευθερισμού, ακόμη και όταν βάλλουν εναντίον μιας μόνο από αυτές.


Αντίπαλοι του φιλελευθερισμού υπήρξαν από παλαιά, με πρώτους μια ισχυρή συντηρητική μερίδα εκπροσώπων του ρομαντισμού και τους οπαδούς της Παλινόρθωσης. Κατά τη διάρκεια του αιώνα μας, οι φιλελεύθεροι αντιμετώπισαν φανατικούς αντιπάλους. Από τη μια πλευρά, οι οπαδοί ακραίων συντηρητικών θέσεων θεωρούσαν διαλυτικό στοιχείο των κοινωνιών την ουδετερότητα του κράτους απέναντι στις αντιλήψεις για το αγαθό και έκριναν απαράδεκτο να γίνονται ανεκτές ηθικές αντιλήψεις άλλες από όσες παρουσίαζαν ως τις ορθόδοξες (φυσικά εννοούσαν τις δικές τους!). Οι συντηρητικοί αυτοί προσχώρησαν κατά κανόνα στον εθνικοσοσιαλισμό και στον φασισμό, που ούτως ή άλλως ως ιδεολογίες του ολοκληρωτισμού έπνεαν μένεα εναντίον του φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού κράτους δικαίου και επιδίωκαν την εξαφάνιση θεσμών και ανθρώπων. Από την άλλη πλευρά η άκρα Αριστερά, που επικράτησε κυρίως με τη μορφή του σταλινισμού, δεν περιορίστηκε στην αντίδρασή της κατά του οικονομικού ατομισμού αλλά επιδόθηκε σε μια αντιφιλελεύθερη πολεμική που συμπαρέσυρε κάθε μορφή ελευθερίας μαζί με τους θεσμούς του δημοκρατικού κράτους δικαίου.


Επανέρχομαι στη δική μας επικαιρότητα. Στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος είναι και σε μας διαδομένος ο ίδιος αντιφιλελευθερισμός που χαρακτήριζε πάντα τους ακραία συντηρητικούς κύκλους. Το αριστερό άκρο είναι όμως, όπως και παλαιότερα, επίσης δέσμιο μιας αντιφιλελεύθερης ρητορείας. Ακόμη και οπαδοί ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού είναι θύματα αυτής της σύγχυσης και αναπαράγουν το ασυνάρτητο ιδεολόγημα ότι η τυπική ισότητα και το κράτος δικαίου είναι δήθεν, χωρίς πλήρη ουσιαστική ισότητα, όχι κάτι το απλώς ημιτελές αλλά κάτι το επικίνδυνο.


Εικάζω πάντως ότι όλα τα κόμματα που μετέχουν στις εκλογές (ακόμη και ο Τσοβόλας!) ασπάζονται τον βασικό πυρήνα του φιλελευθερισμού, επικροτώντας τις βασικές ελευθερίες και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Κατά τα λοιπά θεωρώ ότι το σήμερα κυβερνών κόμμα είναι αυτό που έχει τονίσει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι ασπάζεται τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας, την ιδέα ότι όλοι οι πολίτες είναι άξιοι του ίδιου σεβασμού και της ίδιας αξιοπρέπειας. Ο Κ. Σημίτης δεν άφησε καμία αμφιβολία ότι εμπνεόταν από τις αρχές αυτές, όταν χάραζε το πολιτικό πρόγραμμα της Κεντροαριστεράς. Εχω πάντως την αίσθηση ότι υπάρχουν ακόμη στους κόλπους του κόμματός του κάποια κατάλοιπα αντιφιλελεύθερης ρητορείας.


Τα πράγματα είναι όμως πολύ πιο θολά στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Δεν πιστεύω ότι ο αρχηγός του, όταν πρόσφατα χαρακτήρισε ανοιχτά τους βασικούς του αντιπάλους ως νεοφιλελεύθερους, έπεσε θύμα της σύγχυσης που αναλύσαμε. Η κίνησή του ήταν μάλλον ένας ευφυής (αλλά, ας μου επιτραπεί να προσθέσω, πολιτικά και ηθικά μεμπτός) ελιγμός για να αποκρύψει την εικόνα που παρουσιάζει το κόμμα του και να εκμεταλλευτεί τη σύγχυση. Η ΝΔ χαρακτηρίζεται, πιστεύω, από έναν βαθύ διχασμό. Συγκεντρώνει στους κόλπους της έναν συντηρητικό κόσμο, ο οποίος συνεχίζει να τρέφει αντιφιλελεύθερα αισθήματα. Ταυτόχρονα όμως μια μερίδα των οπαδών της ασπάζεται συνειδητά τον νεοφιλελευθερισμό, χωρίς να λείπουν και ορισμένοι οπαδοί του κοινωνικού κράτους. Η εν γνώσει του κ. Εβερτ απόλυτα ψευδής καταγγελία των βασικών του αντιπάλων ως νεοφιλελεύθερων αφενός κολακεύει την πιο συντηρητική μερίδα των δικών του οπαδών (έστω και αν ενοχλεί τους νεοφιλελεύθερους, που όμως δεν μπορούν να βρουν εν μέσω εκλογών άλλη πολιτική στέγη) και αφετέρου αποσκοπεί στο να ωθήσει στη λαϊκιστική Αριστερά την ομάδα εκείνη των οπαδών του ΠαΣοΚ που παραμένουν ευεπίφοροι στην αντιφιλελεύθερη ρητορεία. Πρόκειται δυστυχώς, νομίζω, για ένα λυπηρό «χτύπημα κάτω από τη ζώνη».


Ο κ.


είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.