Η ξενιτιά, σαν ένας κεντρικός λόγος στην ελληνική κοινωνία, προσφέρεται για μια σειρά σκέψεων για τις συνιστάμενες της ζωής έξω από τα σύνορα. Ιδιαίτερα, μας προσκαλεί να συλλογιστούμε με ποιους όρους καταλαβαίνουμε την ξενιτιά και με ποιον τρόπο φανταζόμαστε τη σχέση ταυτότητας και τόπου.


Είμαστε εξοικειωμένοι, φυσικά, με την παραδοσιακή ερμηνεία της ξενιτιάς σαν ένα οδυνηρό ξερίζωμα. Αυτός ο καημός της ξενιτιάς έχει ανεξίτηλα αποτυπωθεί στη συλλογική λαϊκή συνείδηση με πρωταρχικούς φορείς τα δημοτικά τραγούδια και τη λαογραφία μας. Σε αυτόν τον λόγο καημού και θρήνου, κάποιος θα ήθελε να αναφερθεί και στην ταξική διάσταση που διαφοροποιεί τη βίωση της ξενιτιάς. Γιατί η ξενιτιά, σαν εμπειρία μιας καθημερινής ανάλωσης στον αγώνα για επιβίωση συσχετίζεται με την εργατική και μικρομεσαία τάξη. Η ξενιτιά βιώνεται διαφορετικά από τα άτομα της εύπορης τάξης, τα οποία βέβαια, συχνά, δεν μεταναστεύουν αλλά ταξιδεύουν. Ή από τους επαγγελματίες αστούς και τους κοσμοπολίτες μορφωμένους οι οποίοι ζουν έξω από την Ελλάδα με τελείως διαφορετικούς οικονομικούς όρους. Και αν αναφερθώ στους φοιτητές του εξωτερικού, οι οποίοι δεν αυτοσυντηρούνται αλλά στηρίζονται στα πλούτη των οικογενειών τους, η ξενιτιά αποδεικνύεται ένα προνόμιο, μια επένδυση που οδηγεί σε μια μάλλον αναπόφευκτη κοινωνική και οικονομική άνοδο.


Η κυρίαρχη λοιπόν προσέγγιση της ξενιτιάς ως βάσανου και καημού ραγίζει μόλις λάβουμε ύποψη μας τις ταξικές της αποχρώσεις. Αλλο πράγμα η ξενιτιά για αυτούς οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να πηγαινοέρχονται στην Ελλάδα όποτε τους καπνίσει, και άλλη υπόθεση για αυτούς οι οποίοι αδυνατούν να ταξιδεύουν λόγω βιοποριστικών αναγκών. Με το να εντοπίζω την ταξική διάσταση της ξενιτιάς δεν σημαίνει όμως ότι προτείνω έναν απλουστευτικό δυϊσμό που διαμοιράζει στέρηση και κακουχίες ανάλογα με το πάχος των τραπεζικών καταθέσεων του κάθε ξενιτεμένου. Αντίθετα, θα ήθελα να επαναπροσδιορίσω την ξενιτιά σαν ένα πολύπλοκο φαινόμενο το οποίο, ταυτόχρονα με τις δυσκολίες που συνεπάγεται, κυοφορεί και έναν δημιουργικό αγώνα για το κτίσιμο μιας ζωής κάπου αλλού, έξω από την Ελλάδα.


Υλικές και ψυχικές επενδύσεις σε σημαντικές σχέσεις, σε ένα επάγγελμα, σε μια επιστήμη, επανακαθορίζουν τη σχέση του μετανάστη τόσο με τον κοινωνικό του περίγυρο όσο και με την Ελλάδα. Οι άμεσοι κοινωνικοί χώροι του μετανάστη επενδύονται με νόημα ή γίνονται πεδία δράσης και δημιουργίας. Αυτά τα πεδία είναι ποικίλα και πολλές φορές ενσωματώνουν στρώματα της φιλοξενούσας κοινωνίας. Αυτού του είδους η εγγραφή του «ξένου» χώρου ως οικείου και ως κέντρου βαρύτητας καθημερινών δραστηριοτήτων ανατρέπει την αντίληψη της γενέθλιας γης ως κέντρου και τελεολογικού σταθμού επιστροφής. Αυτό άλλωστε μας επισημαίνει πειστικά και η Δήμητρα Σιδέρη στο μυθιστόρημά της Πατρίδες που καταγράφει την υιοθέτηση του «ξένου» μεταναστευτικού χώρου ως μόνιμου τόπου διαμονής. Με αυτόν τον τρόπο η έννοια της πατρίδας πολλαπλασιάζεται και ο μύθος που ενσωματώνει την επιστροφή σαν ένα αναπόσπαστο μέρος της διασπορικής εμπειρίας καταρρίπτεται.


Το να αυτοχαρακτηρίζεται κανείς Ελληνας (πρώτης, δεύτερης, τρίτης γενιάς) και να έχει μια πολλαπλή συνείδηση πατρίδων ανατρέπει την παραδοσιακή αντίληψη η οποία αντιμετωπίζει τη σχέση ταυτότητας και χώρου σαν μια φυσική και, θα έλεγε κανείς, ιερή οντότητα. Ανατρέπει επίσης και μια ορισμένη ανθρωπολογική οπτική της οποίας οι καταβολές θα μπορούσαν να εντοπισθούν στην πράξη του τεμαχισμού του γεωγραφικού άτλαντα σε ευδιάκριτες περιοχές οι οποίες σηματοδοτούν αντίστοιχες ομοιογενείς μονάδες κουλτούρας. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, μια πολιτιστική ταυτότητα περιχαράζεται σε ένα γεωγραφικό (και στην περίπτωση του έθνους – κράτους σε ένα πολιτικογεωγραφικό) χώρο και είναι αυθεντική μόνο σε οργανική σχέση με τη συγκεκριμένη αυτόχθονη εδαφική πραγματικότητα. Δεν μας ξαφνιάζει λοιπόν το γεγονός ότι η μεταφορά της ρίζας και του δένδρου έχουν χρησιμοποιηθεί πλουσιοπάροχα για να αποδώσουν αυτήν τη σχέση. Ή ότι ο θάνατος στα ξένα δεν μπορούσε παραδοσιακά να νοηθεί ανεξάρτητα από το εθνικό χώμα. Οπως εύστοχα εντοπίζει η Liisa Η. Malkki: «Ashes to ashes, dust to dust: in death, too, native soils are important».


Είναι σημαντικό να τονίσω ότι ο λόγος που αποδίδει αυθεντικότητα στη γηγενή ταυτότητα είναι ριζικά ιεραρχικός. Παραθέτει μια δυαδική ασυμμετρική αντίληψη μεταξύ του αυτόχθονου και του ετερόχθονου. Το πρώτο αντιμετωπίζεται σαν γνήσιο και αληθινό, ενώ το δεύτερο υποβαθμίζεται σαν μπασταρδεμένο και ατελές. Είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να τοποθετήσουμε τα παράπονα πολλών Ελληνοαμερικανών ότι στον ελλαδικό χώρο ο αυτοχαρακτηρισμός τους ως Ελλήνων αντιμετωπίζεται με συγκατανευτικό, συχνά χλευαστικό ή ακόμη και απορριπτικό τρόπο.


Ο κ. Γιώργος Αναγνώστου εκπονεί τη διδακτορική διατριβή του στο πρόγραμμα Ανθρωπολογίας, Ελληνικών και Συγκριτικών Σπουδών του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο.