Είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα το συμπέρασμα πρόσφατης έρευνας που κατατάσσει τους Ελληνες τελευταίους μεταξύ των λαών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο βαθμό ανεκτικότητας των ξένων. Δεν είναι δυνατόν να είναι οι Ελληνες πιο ρατσιστές από άλλους λαούς οι οποίοι έχουν κόμματα με πολυάριθμο λαϊκό έρεισμα και ιδεολογική σημαία τους τον ρατσισμό, όπως οι Γάλλοι ή οι Αυστριακοί. Καθώς οι Ελληνες είναι πρωτίστως ρηχός και ευμετάβλητος στις πεποιθήσεις του λαός, αποτελούν μάλλον άγονο έδαφος για ψυχοπαθολογικές ιδεοληψίες. Ο ρατσισμός απαιτεί ένα βαθιά ριζωμένο αίσθημα φυλετικής υπεροχής που δεν είναι σύμμετρο με την παράδοσή μας ούτε με το μεσογειακό χιούμορ μας. Αλλά εδώ και μερικά χρόνια που οι συνθήκες μάς έδωσαν την ευκαιρία να ελέγξουμε τα ανακλαστικά της ανοχής μας, βρισκόμαστε σε κρίση. Ο πανικός μας έναντι του άγνωστου Αλλου μεταμφιέζεται σε ρατσισμό και είναι στα πάνω του αυτή τη στιγμή. Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι λαθρομετανάστευση δεν επιχειρούν οι πρέσβεις αλλά οι φουκαράδες και ανάμεσά τους και κακοποιοί. Οποιοι, λοιπόν, τη θεωρούν ασθένεια, ας παρηγορούνται τουλάχιστον ότι είναι από εκείνες που προκαλεί η καλοπέραση, όπως ο επίκτητος σακχαροδιαβήτης. Θα ζήσουμε μ’ αυτήν ώσπου να αντιληφθούμε ότι οι πραγματικές συνέπειές της δεν αξίζει να μας στερούν την ανθρωπιά μας. Και τότε θα ξαναπέσει το θερμόμετρο του πανικού και κάτι που το λέμε φιλότιμο θα ξαναβρεί τον προσώρας χαμένο χώρο του στη συνείδησή μας.


Τι συμβαίνει λοιπόν και μια έρευνα μεταξύ των πολιτών της ΕΕ μάς τοποθετεί στα πιο ανήλιαγα υπόγεια του ιδεολογικού σκοταδισμού; Συμβαίνει ότι στη χώρα μας έχουμε ένα έλλειμμα πολιτικής ορθότητας στην παιδεία και κατ’ επέκτασιν στην ιδεολογία μας. Κανείς δε μας μαθαίνει τι δεν πρέπει ποτέ να περνάει από τα χείλη μας, όταν έστω και σαν αστείο προσβάλλει την αξιοπρέπεια του άλλου, ή έστω και όταν ως σημερινό στερεότυπο έχει χάσει την αρχική κυριολεκτική του σημασία. Από τα πιο γνωστά παραδείγματα κλιμάκωσης της αρνητικής και μειωτικής σημασίας στερεοτύπων που χρησιμοποιούμε χωρίς να αισθανόμαστε διόλου ρατσιστές είναι τα σχετικά με τους τσιγγάνους, στα οποία η ελληνική γλώσσα έχει παγκόσμια αποκλειστικότητα: Κάτι τρέχει στα γύφτικα = ασήμαντο, ανάξιο λόγου. Γυφτιά = μικρόψυχη, ποταπή συμπεριφορά. Γύφτος = άθλιος, τσιγκούνης, κακόγουστος. Γυφτόφατσα = παρουσιαστικό κακόμορφο, βρώμικο, περιθωριακό, σαν του Γύφτου. Τα τελευταία χρόνια το ίδιο συμβαίνει με το Αλβανός. Αλλά, αν θυμηθούμε και άλλα, παλαιότερα του προσφάτως εκδηλωθέντος ρατσισμού μας, πάλι θα βρούμε το έλλειμμα της πολιτικής ορθότητας: χωριάτης, χωριατιά, καράβλαχος, βλαχαδερό, δεν είσαι άντρας ρε, αυτά τα κάνουν οι γυναικούλες (αντρούληδες όμως δεν υπάρχουν, σε ανάλογα μειωτική χρήση του υποκοριστικού), σκουπιδιάρης, αρκουδιάρης (κατά το βρομιάρης – ποτέ όμως γιατρειάρης, αρχιτεκτονιάρης, πανεπιστημιάρης).


Θα πρότεινα να είμαστε λιγότερο υπεροπτικοί απέναντι στην πολιτική ορθότητα και μεγαθύμως να παραβλέπουμε τον υποκριτικό της καθωσπρεπισμό, ακόμη και όταν είναι εξόφθαλμος. Δεν με ενδιαφέρουν καθόλου τα πραγματικά αισθήματα που δημιουργώ στον δημόσιο ή ιδιωτικό υπάλληλο, στον γιατρό, στον κάθε επαγγελματία με τον οποίο συναλλάσσομαι. Με ενδιαφέρει όμως να εκπληρωθεί ο στόχος της συναλλαγής χωρίς κανείς από τους δύο να μειώσει με απρεπή συμπεριφορά τον άλλο. Οι καλοί τρόποι είναι απαραίτητο λιπαντικό στη μηχανή των ανθρώπινων σχέσεων.


Θα πρότεινα ακόμη να μη θεωρούμε αφελείς τους Αμερικανούς που έχουν απαλείψει λέξεις από το λεξιλόγιό τους και τις έχουν αντικαταστήσει με άλλες στο όνομα της πολιτικής ορθότητας. Ο,τι υπάρχει στο λόγο, αργά ή γρήγορα ριζώνει και στον ψυχολογικό προσανατολισμό, γίνεται μέρος της κοσμοαντίληψής μας. Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν πολλά τοπωνυμικά στερεότυπα με μειωτικό χαρακτήρα των οποίων η σημασία έχει χαθεί επειδή η χρήση τους έπαψε. Από την άλλη, ένα απλό ονοματοποιητικό επίθετο, το βάρβαρος από τον ήχο bar bar με τον οποίο δήλωναν το ακατάληπτο της γλώσσας που δεν ήταν ελληνική, επιβιώνει μέσα από τη μεταγωγή της χρήσης του από την αρχαία ακόμη εποχή, στη σημασία τού άξεστος, απολίτιστος.


Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ο φόβος του ξένου και οι ρατσιστικές συμπεριφορές που τον παρακολουθούν είναι βαθιά ριζωμένος στο νοητικό υπόβαθρο. Οταν μας ενοχλήσει κάτι στη συμπεριφορά ενός γερμανού συναδέλφου με τον οποίο συνεργαζόμαστε, μπορεί να πιάσουμε τον εαυτό μας να λέει από μέσα του «κωλογερμαναρά». Αλλά υποτίθεται ότι αυτά τα πράγματα προλαβαίνει η παιδεία και λειαίνει ο πολιτισμός: δεν το λέμε φωναχτά και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι αυτές οι αταβιστικές αναπηρίες δεν επηρεάζουν τη στάση μας απέναντι σε κανέναν. Επιτέλους δεν είναι σπουδαίο κατόρθωμα να είμαστε ανεκτικοί με αυτούς και με αυτά που δεχόμαστε και ταυτιζόμαστε μαζί τους – ο πολιτισμός μας δικαιώνεται με τη στάση μας απέναντι σε αυτούς και σε αυτά που δεν μας αρέσουν ή, απλώς, μας είναι ξένα. Σύμφωνοι, ο πολιτισμός είναι κατά κύριο λόγο μια κατασταλτική οργάνωση του βίου και γι’ αυτό ενοχοποιείται για ποικίλες διαταραχές της ψυχικής υγείας. Ζούμε όμως στο πλαίσιό του και κατά συνέπειαν με τους όρους του. Η πολιτική ορθότητα είναι ένας από αυτούς και είναι επείγον να τον αξιοποιήσουμε.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.