«Κάποιος που είναι μέσα μου πιο εαυτός μου από μένα»
(Paul Cluadel, κατά τον άγιο Αυγουστίνο)
Αν είναι αλήθεια ότι η απόσταση ανάμεσα στον επιστήμονα και στην ανθρωπότητα τείνει να βαθύνει τη στιγμή ακριβώς που η επιστήμη άρχισε να πλησιάζει τον άνθρωπο και να προχωρεί σύμφωνα με τους ίδιους νόμους που διέπουν την καθημερινή του ζωή, είναι εξίσου αλήθεια και το ότι από την αντίθεση αυτή προέκυψε και μια πάλη. Γιατί πραγματικά σήμερα διεξάγεται μια πάλη ανάμεσα σε εκείνους που πασχίζουν να εμποδίσουν το ξεπέρασμα των «θεμελιακών» αντιφάσεων ανάμεσα στο επικό της επιστημονικής έρευνας και στην πραγματιστική αντίληψη για την αξιοποίησή της (η επιστήμη για την επιστήμη) και σε εκείνους που τάσσονται ενεργά στο πλευρό του επιστήμονα, για να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει την αντίφαση ανάμεσα στο μεγαλειώδες και στην εφαρμογή του μεγαλειώδους στα ανθρώπινα.
Το ότι ο επιστήμονας βρίσκεται από μια άποψη έξω από τους ανθρώπους, με τα φτερά, με την απέραντη πτήση, με την πιθανή αιφνίδια εξαφάνιση, έτσι πρέπει να ‘ναι αλλά με την προϋπόθεση ότι θα ξαναφανερωθεί με γήινη σκόνη στο πέλμα του. Θα ξαναγυρίσει μέσα στον άνθρωπο αφού βγήκε προηγούμενα από αυτόν. Μερικοί αυστηροί εραστές της επιστήμης, υποβλημένοι από μια φροντίδα που άλλωστε έχει και την αξία και την ευγένειά της, παραμερίζουν αυτή τη φόρμουλα: η επιστήμη για την πρόοδο, το χρήσιμο ωραίο, από τον φόβο μήπως το χρήσιμο παραμορφώσει το ωραίο. Γι’ αυτούς το ιδανικό μπορεί να κάνει αδεξιότητες από την υπερβολική επαφή του με την πραγματικότητα. Ανησυχούν για το μεγαλειώδες όταν κατέβει ως την ανθρωπότητα. Ασύνειδη εγκατάλειψη της πρόθεσης μιας αποστολής!
Ο επιστήμονας των αρχών του τελευταίου αιώνα συγκρούστηκε με το άκαμπτο τοίχωμα όπου γλιστρούσε η χλωμή αχτίδα της αλήθειας. Συνάντησε τη σιγουριά κάποτε σαν εμπόδιο και το φως σαν φόβο. Προσπέρασε χαράζοντας κύκλους γύρω από το μυστήριο. Είδε τις εικασίες να τρέμουν, τις θεωρίες να ριγούν, τις υποθέσεις να κυμαίνονται. Αισθάνθηκε την έκταση του δυνατού κάτω από τα μάτια του ονείρου. Απ’ όλες τις μεριές η πυκνότητα των αποτελεσμάτων και των αιτίων, στοιβαγμένα τα μεν πάνω στα δε, τον περιτύλιξαν με ομίχλη. Πέρασε από την τύφλωση στο σκοτάδι. Είχε μόνο την εκλογή του μαύρου. Σε αυτό το μαύρο, που ήταν ως τα τότε όλη η γνώση μας για τον κόσμο, η εμπειρία ψηλάφιζε, η παρατήρηση παραμόνευε και η υπόθεση πηγαινοερχόταν.
Στο τελείωμα του 20ού αιώνα ο επιστήμονας εξανθρωπίζεται και στη θέση της ενατενιστικής και σχεδόν μοιρολατρικής στάσης του απόλυτου ντετερμινισμού βάζει μια ενεργητική στάση. Με τη στάση αυτή αρχίζει να υφαίνεται η σύνθεση του υποκειμένου και του αντικειμένου και το ένα μπορεί να μεταμορφώνει το άλλο χωρίς καμία αδυσώπητη μοίρα να έχει θέσει από τα πριν όρια σε μια τέτοια δράση. Είναι ελεύθερος να προχωρήσει ή να μην προχωρήσει σ’ αυτό το τρομακτικό ακρωτήρι της σκέψης απ’ όπου ξεχωρίζουμε τα σκοτάδια. Αν δεν προχωρήσει μένει στη συνηθισμένη ζωή, στη συνηθισμένη συνείδηση, στη συνηθισμένη αρετή, στη συνηθισμένη πίστη και στη συνηθισμένη αμφιβολία. Αν προχωρήσει σ’ αυτή την κορυφή αιχμαλωτίζεται σ’ ένα βλέμμα που έχει αυτή την ιδιότητα να κοιτάζει τόσο πολύ ώστε να προκαλεί από το κοίταγμα τη δημιουργία φωτός. Η επιστημονική διάνοια γίνεται ακτινοβολία και σιγά σιγά κερδίζει, κατακτά την ανθρώπινη «ύλη». Υπάρχει εξημέρωση. Μια ορισμένη ποσότητά του ανήκει κιόλας στην κοσμογονία που κατεργάστηκε. Το ασυνόρευτο μπαίνει στη ζωή του, στη συνείδησή του, στη φιλοσοφία του. Γίνεται παράδειγμα για τους άλλους ανθρώπους, γιατί έχει διαφορετικό μέτρο από αυτούς. Αυτό του επιβάλλει καθήκοντα άγνωστα στους προκατόχους του, καθήκοντα συνειδητού μεταρρυθμιστή και άμεσου εκπολιτιστή. Εχει τούτη τη θαυμαστή τύχη να βγαίνει από μια γέννηση, να συνοδεύει μια αναγέννηση φωτός, να είναι το λυκαυγές μιας απαρχής. Τίποτε δεν συνεχίζει, όλα τα ξαναφτιάχνει.
Λένε ότι το επιστημονικό πνεύμα είναι πλασμένο για να ονειρεύεται, να πιστεύει, να βακχεύει. Και ναι και όχι. Ας το αντιληφθούμε. Να ονειρεύεται τι; Τη στοιχειωμένη ηδονή του εαυτού του. Να πιστεύει σε τι; Στον δογματισμό των νοητικών εκφορτίσεων. Να βακχεύει για τι; Για την αδιαλλαξία του ειδώλου. Οχι, να η αλήθεια: να ονειρεύεται το ιδανικό διατρέχοντας τον άνθρωπο, να πιστεύει στον ανθρωποκεντρισμό της προόδου, να βακχεύει για την περιδίνησή του σ’ ένα διαλεκτικό σπειροειδές. Ο επιστήμονας της νέας χιλιετίας δεν φθάνει πια να ερευνά, πρέπει και να στοχάζεται. Δεν φθάνει πια να ερευνά και να στοχάζεται, πρέπει και να δρα. Δεν φθάνει πια να ερευνά, να στοχάζεται και να δρα, πρέπει και να υποφέρει. Με προμηθεϊκή μεγαλοπρέπεια.
Ο κ. Θανάσης Παπαβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής Βιοχημείας στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Πατρών.