Πώς παράγεται ο νέος εθνικισμός

Πώς παράγεται ο νέος εθνικισμός Ο Αντ. Λιάκος αναλύει τα φαινόμενα που προκαλούν την αποκρατικοποίηση της ιδεολογίας και δημιουργούν τον εθνικισμό της παγκοσμιοποίησης ΑΝΤ. ΛΙΑΚΟΣ Τον όρο «παγκοσμιοποίηση», που όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια ακούγεται, τον περιβάλλει μια απίθανη σύγχυση. Στην πιο ουδέτερη εκδοχή του είναι το σύμβολο όσων συμβαίνουν στη δεκαετία


Τον όρο «παγκοσμιοποίηση», που όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια ακούγεται, τον περιβάλλει μια απίθανη σύγχυση. Στην πιο ουδέτερη εκδοχή του είναι το σύμβολο όσων συμβαίνουν στη δεκαετία του 1990, και κυρίως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Βεβαίως στη δεκαετία αυτή η παγκοσμιοποίηση χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό επιχείρημα για να δείξει τις περιορισμένες δυνατότητες του εθνικού κράτους στη διαχείριση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. Δεν πρόκειται όμως για νεολογισμό. Ούτε η διαδικασία στην οποία αναφέρεται καινούργια.


Ας δούμε τα πράγματα από την πλευρά της μακροϊστορίας. Δεν πρέπει να εκπλαγεί κανείς από τη διαπίστωση ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία η οποία άρχισε ήδη από τον 17ο αιώνα. Είτε σύστημα ελεύθερης αγοράς την ονομάσουμε είτε καπιταλισμό, γιατί δεν είναι μόνο αυτά ούτε περιορίζεται μόνο στην οικονομία, από εκείνον τον αιώνα τα νήματα της παγκοσμιοποίησης τυλίγονται γύρω από τη γήινη σφαίρα. Από τότε δηλαδή ξεκινά μια διαδικασία κατά την οποία οι ξεχωριστοί και απομονωμένοι κόσμοι μετατρέπονται σε ένα ιεραρχημένο και αλληλεξαρτώμενο κοσμοσύστημα. Μια κλασική ανάλυση της δημιουργίας του έδωσε ο αμερικανός ιστορικός Immanuel Wallerstein (The Modern World System, Νέα Υόρκη 1974).


Αν το 1989 σημαδεύει μια τομή, είναι το τέλος μιας 70χρονης πορείας (από το 1917), κατά την οποία ένα μέρος του πλανήτη, σε μιαν έκταση από το Βερολίνο ως τη Σαϊγκόν, επιχείρησε να αποτραβηχτεί από τους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης, με την επαγγελία ενός εναλλακτικού άλματος προς το μέλλον. Δεν το κατόρθωσε αυτό το άλμα γιατί δεν μπορούσε και δεν ξέφυγε ποτέ πλήρως από τις δυνάμεις και τη δυναμική της παγκοσμιοποίησης, και όπου ξέφυγε το πλήρωσε ακριβά.


Η κατάρρευση όμως αυτού του αντίπαλου δέους άλλαξε τις διαπραγματευτικές σχέσεις ανάμεσα στις κεντρομόλες και στις κεντρόφυγες δυνάμεις των εθνικών κρατών συνολικά. Τα ανάγκασε δηλαδή τα ίδια να γίνουν οι διαχειριστές της παγκοσμιοποίησης, και να αντιστρέψουν την πορεία της επέκτασής τους προς την οικονομία και την κοινωνία. Η επέκταση αυτή είχε αρχίσει με την πολιτική του προστατευτισμού, γύρω στα 1870, και συνεχίστηκε με τον κρατικό καπιταλισμό των δύο παγκόσμιων πολέμων και τις εθνικοποιήσεις, τον κεϊνσιανισμό και το κράτος πρόνοιας μεταπολεμικά.


Τώρα, τα κράτη, αν και συνεχίζουν να παραμένουν φορείς του δημόσιου χώρου, σύμφωνα με το καταστατικό που τα προίκισε ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση, εξαναγκάζονται να υπονομεύουν τη σφαίρα των κρατικών αρμοδιοτήτων προς όφελος της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, επομένως να υπονομεύουν τη σφαίρα του Δημοσίου προς όφελος του ιδιωτικού, που υπερβαίνει ή θρυμματίζει τα εθνικά όρια. Η κατάσταση αυτή θυμίζει κάπως τη σχιζοφρένεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον καιρό του Τανζιμάτ. Ενώ οι εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις απαιτούσαν την ισχυροποίηση της κεντρικής εξουσίας, κάθε νέο μεταρρυθμιστικό μέτρο υπονόμευε αυτήν ακριβώς την κεντρική εξουσία και την αποτελεσματικότητά της.


Η αντιφατικότητα της λειτουργίας αυτής δεν παραπέμπει σε μια απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στο εθνικό και στο παγκόσμιο. Γιατί τα έθνη, με τη νεωτερική εκδοχή τους ως πολιτικά έθνη, δηλαδή ως έθνη – κράτη, δεν αναπτύχθηκαν σε πείσμα της παγκοσμιοποίησης αλλά ως αποτέλεσμά της. Το ιθαγενές, η πολιτισμική ιδιαιτερότητα στις ποικίλες κοινωνικές και συναισθηματικές εκφράσεις της, έγινε εθνικό ως συνέπεια της παγκοσμιοποίησης. Από τη στιγμή δηλαδή που σχηματίστηκε από τις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες ένα σύστημα εθνικών κρατών, ήταν υποχρεωτικό να μετατραπούν ή να ενταχθούν σε εθνικά κράτη οι κοινωνικές ομάδες τής πιο διαφορετικής προέλευσης και συγκρότησης. Η παγκοσμιοποίηση τους τελευταίους δύο αιώνες έγινε μια μηχανή παραγωγής εθνικών κρατών.


Στο εσωτερικό των εθνικών κρατών, η εθνική ιδεολογία, ο εθνικισμός με την ευρύτερη σημασία του όρου, χρησιμοποιήθηκε τόσο για να ενισχύσει τις κοινωνικές ιεραρχίες που παρήγαγε η παγκοσμιοποίηση όσο και για να προστατέψει την εθνική συνοχή από τις διχαστικές επιπτώσεις της, δημιουργώντας μιαν αίσθηση και μια πολιτική αλληλεγγύης που τη διαχειριζόταν το εθνικό κράτος.


Οπως εθνικά κράτη και παγκοσμιοποίηση είναι αλληλένδετα, συμπληρωματικά και αντιφατικά, έτσι συμβαίνει και με τις εθνικές ιδεολογίες. Λειτουργώντας σε αυτό το πλαίσιο και εκφράζοντάς το, ήταν όχημα εκμοντερνισμού και ταυτόχρονα συντήρησης της παράδοσης και της ιθαγένειας. Δεν θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικές ως προς το ένα σκέλος χωρίς να είναι πειστικές ως προς το άλλο. Αυτές οι διπλές όψεις έδιναν επίσης στην εθνική ιδεολογία μια διπλή υπόσταση. Ηταν ταυτόχρονα κρατική και εθνική. Ηταν κρατική γιατί εκπορευόταν, δόξαζε και υπηρετούσε το κράτος. Ηταν εθνική γιατί το περιεχόμενό της αναφερόταν στις εθνικές πολιτισμικές εμπειρίες, τις μετέτρεπε σε συναισθήματα και αντιληπτικούς τρόπους και ταυτόχρονα γινόταν πειστική χάρη σε αυτά.


Μια ισχυρή αλλαγή την οποία παρατηρούμε τώρα, στα τέλη του αιώνα μας, είναι η αποσύνδεση εθνικής ιδεολογίας και κράτους. Και εδώ βέβαια χρειάζεται περίσκεψη στη διαπίστωση του τι είναι καινούργιο. Ο εθνικισμός, στις διαφορετικές διαβαθμίσεις του, τείνοντας προς μια ολοκλήρωση του έθνους εις βάρος των όμορων κρατών, δεν συμπίπτει πάντα με την ανάγκη του κράτους να πολιτεύεται μέσα στις συμβάσεις που επιβάλλουν οι διεθνείς ισορροπίες και οι κανόνες διακρατικής συμβίωσης. Γι’ αυτό οι πολίτες έπαιρναν και συνεχίζουν να παίρνουν ενίοτε πρωτοβουλίες λίγο – πολύ ασυμβίβαστες με την κάθε φορά κρατική πολιτική, γι’ αυτό και η αντιπολιτευτική φιλολογία περί ενδοτισμού των κυβερνήσεων η οποία αλλάζει εύκολα φορείς και στόχους. Οι τάσεις αυτές συνεχίζουν να υπάρχουν. Αλλά το καινούργιο φαινόμενο είναι η αποκρατικοποίηση της εθνικής ιδεολογίας.


Για τις ανάγκες της ανάλυσής μας μπορούμε να θεωρήσουμε τρία τα βασικά φαινόμενα αυτής της διάζευξης. Το πρώτο είναι η εντατικοποίηση της γεωγραφικής κινητικότητας των ανθρώπων, η μετανάστευση και η διασπορά σε όλες της τις μορφές. Το δεύτερο είναι η δημιουργία ενός ενιαίου χώρου κυκλοφορίας της εικόνας, του ήχου και της πληροφορίας, από την παγκοσμιοποίηση δηλαδή του τηλεοπτικού χώρου ως το Διαδίκτυο (Internet). Το τρίτο είναι η αποσύνδεση της φαντασιακής εθνικής κοινότητας, της κοινότητας δηλαδή του συνανήκειν και του συναισθάνεσθαι, από το εθνικό έδαφος. Και τα τρία αυτά φαινόμενα παράγουν έναν νέο εθνικισμό. Νέο ως προς τις συναρθρώσεις του με την παγκοσμιοποίηση, ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό του, ως προς τον τρόπο παραγωγής του. Για να παίξουμε με τις λέξεις, μπορούμε να τον βαφτίσουμε ο εθνικισμός της παγκοσμιοποίησης ή ο παγκοσμιοποιημένος εθνικισμός. Στη διάγνωση αυτού του φαινομένου ας μη βγάλουμε όμως το βιαστικό συμπέρασμα ότι τα κράτη ή μερικά κράτη έπαψαν να είναι φορείς εθνικισμού. Εχει δημιουργηθεί όμως ένα πεδίο παραγωγής εθνικισμού το οποίο έχει αυτονομηθεί από τα κράτη.


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.