Αν ανοίξουμε λεξικά της τέχνης ή της θεωρίας της λογοτεχνίας θα παρατηρήσουμε ότι δεν υπάρχει λήμμα για την έννοια της πρωτοτυπίας. Και όμως η έννοια είναι σχετικά πρόσφατη όπως και αυτή της πνευματικής ιδιοκτησίας. Μας το θυμίζει άλλωστε και ο Σταύρος Κρητιώτης στο πρόσφατο μυθιστόρημά του Το Μηνολόγιο ενός απόντος (εκδόσεις Πόλις 2005): «H πνευματική ιδιοκτησία είναι ούτως ή άλλως έννοια σύγχρονη. Τον καιρό του Μολιέρου ο «δανεισμός» εθεωρείτο απολύτως φυσιολογικός, ενώ σήμερα έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο. Συχνά βιβλία γράφονται με τρόπο αρκετά γενικό ώστε να αρέσουν σε όλους με αποτέλεσμα να μοιάζουν μεταξύ τους, και να δημιουργούνται κατόπιν κατηγορίες λογοκλοπής, όπου ψάχνει κανείς απεγνωσμένα να δει ποιος αντέγραψε ποιον».
Αν σε προηγούμενες εποχές η τέχνη βασιζόταν στην επανάληψη, η οποία στην περίπτωση της προφορικής ποίησης διευκόλυνε την απομνημόνευση αλλά και τη συλλογική απόλαυση, από την εποχή του Ρομαντισμού φαίνεται να κυριαρχεί η μοναδικότητα, η αυθεντικότητα και η πρωτοτυπία της ατομικής έκφρασης. Η έννοια μάλιστα της πρωτοτυπίας φαίνεται να έχει σχέση με την ιδιοκτησία, γιατί η ιδέα της πνευματικής ιδιοκτησίας εμφανίζεται, σύμφωνα με τον Φουκό, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, την ίδια δηλαδή εποχή με την έννοια της πρωτοτυπίας. Ηταν όμως έκτοτε η έννοια της πρωτοτυπίας αδιαφιλονίκητη;
Αν οι πεζογράφοι θεωρούνται πιο επιρρεπείς σε αυτόν τον δανεισμό δεν σημαίνει ότι οι ποιητές είναι ανεπιφύλακτοι υποστηρικτές της κειμενικής αγνότητας. Ο Παλαμάς, για παράδειγμα, γράφει στον πρόλογο του Δωδεκάλογου του Γύφτου: «Για τον τεχνίτη και το δάνεισμα είν’ έν’ από τα όργανα της πρωτοτυπίας του. Από την ώρα που θα μπορούσε κριτής να μου πη πως το ποίημά μου είναι κάτι πρωτάκουστο που δε θυμίζει τίποτε παρόμοιο, θα υποψιαζόμουν ή πως δεν αξίζω εγώ ή πως δεν αξίζει ο κριτής μου». Αλλά και ο Σεφέρης έλεγε ότι «δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη» ή ότι «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας».
Στον 19ο αιώνα κάποιοι συγγραφείς δεν δίσταζαν να ομολογήσουν τα δάνειά τους, όπως ο Γρηγόριος Παλαιολόγος μιλώντας για τον Πολυπαθή του: «Τινές εκ των χαρακτήρων της μυθιστορίας μου ευρίσκονται ίσως και εις άλλα ξένα συγγράμματα. Αλλος αντ’ εμού ήθελεν ίσως ειπεί, ότι των αγχινόων αι ιδέαι συναπαντώνται, ή ότι δεν είναι σφάλμα του εάν άλλοι τον επρόλαβαν· αλλ’ εγώ γινώσκω εμαυτόν, εάν δεν έχω άλλο προτέρημα δια να σας αποδείξω δε προς τούτοις ότι είμαι και ειλικρινής, ομολογώ ότι εδανείσθην τινάς ιδέας από αρχαιοτέρους ηθογράφους· αλλ’ ουδένα αντέγραψα». Αλλά και ο Εμμανουήλ Ροΐδης δεν διεκδικεί την πρωτοτυπία όταν γράφει: «Εκάστη εν τη «Παπίσση Ιωάννα» φράσις, πάσα σχεδόν λέξις, στηρίζεται επί τη μαρτυρία συγχρόνου συγγραφέως». Το ίδιο και ο Στέφανος Κουμανούδης σε επισημείωση στην πρώτη έκδοση του Στράτη Καλοπίχειρου (1851), αφού αναφερθεί στις οφειλές στον Βύρωνα, στον Σαίξπηρ και σε «δημοτικά τινα διηγημάτια», πρόθυμα δηλώνει ότι «και άλλο δε τι αν καταδειχθή εις ημάς ως ξένον, προθύμως και χωρίς διαμάχης το δεχόμεθα και υπεύθυνοι γινόμεθα δια τον τρόπον της μετοχετεύσεως». Αν σε όλα αυτά προστεθεί και το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης δήλωνε αντιγραφέας κάποιων διηγημάτων του βάζοντας σε παρένθεση στο τέλος τους τη φράση (διά την αντιγραφήν), προσπαθώντας έτσι να ακυρώσει κάπως τον αυτοβιογραφικό τους χαρακτήρα, συνειδητοποιούμε ότι ο ελληνικός 19ος αιώνας δεν είχε ιδιαίτερες εμμονές με την πρωτοτυπία.
Από την άλλη πλευρά περισσότεροι του ενός διεκδικούν την πρωτοτυπία της εισαγωγής του μυθιστορήματος ως νέου είδους στην Ελλάδα ή χαρακτηρίζουν αφηγηματικά τους κείμενα ως «συγγράμματα πρωτοφανή». Δεν λείπουν μάλιστα και οι πεζογράφοι που προειδοποιούν ήδη από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ότι θα καταδιώξουν νομικά όσους δεν σέβονται τα πνευματικά τους δικαιώματα και κυκλοφορούν αντίτυπα δίχως την ιδιόχειρη υπογραφή του συγγραφέα. Ας σημειωθεί ότι οι πρώτες διατάξεις για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα εισάγονται με άρθρα του Ποινικού Νόμου του 1835 ενώ οι κλεψίτυπες εκδόσεις εκείνη την εποχή φαίνεται να είναι αρκετές. Ο 19ος αιώνας εκπέμπει αντιφατικά μηνύματα. Αφενός οι συγγραφείς δεν διστάζουν να ομολογήσουν δάνεια και οφειλές σε άλλους, νομιμοποιώντας έτσι έμμεσα την πρακτική της αντιγραφής, και αφετέρου διεκδικούν την πρωτοτυπία και την πνευματική τους ιδιοκτησία.
Τα ίδια όμως αντιφατικά μηνύματα παρατηρούμε και σήμερα, ενώ συγγραφείς και κριτικοί μιλούν για διακειμενικές σχέσεις, ποιητικές του παραθέματος, επανεμφάνιση των κεντρώνων ή μυθιστορήματα κουρελούδες, αρκετά αγγλόφωνα πανεπιστήμια προσπαθούν να επινοήσουν μεθόδους, χρησιμοποιώντας ακόμη και υπολογιστές, για να ανιχνεύσουν όσους φοιτητές υποπίπτουν στο παράπτωμα της λογοκλοπής, ενώ πολλοί συγγραφείς καταφεύγουν στα δικαστήρια για να κατοχυρώσουν τη μοναδικότητα του έργου τους.
Παρά την έμφαση στην έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας ζούμε σήμερα στην εποχή της διάδρασης και της υβριδικότητας και όχι της μοναδικότητας ή της καθαρότητας, με το πρόθεμα «δια» να την εκφράζει μέσω των λέξεων που ήρθαν στο προσκήνιο τις τελευταίες δεκαετίες: διαπολιτισμικότητα, διακειμενικότητα και διεπιστημονικότητα. Υπάρχει πια η επίγνωση ότι όλα βρίσκονται σε διαρκή αλληλεξάρτηση και διάλογο και τίποτε δεν είναι αυθύπαρκτο, μοναδικό, μεμονωμένο και πρωτότυπο. Η επίδραση ως έννοια προϋπέθετε ιεραρχικές και μονοδρομικές σχέσεις, ενώ σήμερα είναι οι αμφίδρομες σχέσεις που δίνουν τον τόνο. Μήπως όμως μέσω της διακειμενικότητας ως παιχνιδιού ή σταυρόλεξου επιστρέφουμε και σε μια αντίληψη της λογοτεχνίας ως κρυπτογραφήματος;
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham στην Αγγλία.