Από τη σημερινή οπτική γωνία επιβάλλεται μια στοιχειώδης διάκριση ανάμεσα στους δύο τρόπους θεωρητικής προσέγγισης της λογοτεχνίας: α) στη στενότερη και κύρια σημασία του όρου «λογοτεχνική κριτική» είναι η παρουσίαση και ο σχολιασμός ενός λογοτεχνικού έργου ­ και του συγγραφέα του ­ σε ένα «ειδικό» περιοδικό ή εφημερίδα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα από τη δημοσίευσή του, δηλαδή όσο διατηρεί ακόμη την «επικαιρότητά» του· γι’ αυτό, όχι αδικαιολόγητα, χαρακτηρίζεται «δημοσιογραφική κριτική»· β) στην ευρύτερη, καταχρηστική, σημασία του, ο όρος συμπεριλαμβάνει κάθε μορφή θεωρητικής γνώσης του αντικειμένου «λογοτεχνία»: επιστημονική και «ακαδημαϊκή» γραμματολογική και φιλολογική μελέτη και έρευνα, θεωρία και ιστορία της λογοτεχνίας ­ αλλά και το δοκίμιο.


Ο διχασμός αυτός ορίζεται από την ιστορική γένεση του πεδίου «λογοτεχνική κριτική» στις πρωτεύουσες ευρωπαϊκές χώρες ­ και, κατ’ αντανάκλαση, στην Ελλάδα: στην Αγγλία και στις αγγλόφωνες χώρες η ευρύτερη σημασία εκφράζεται από τον όρο «criticism», που οδηγεί στη μεγαλύτερη (μετα)θεωρητική σύγχυση, επειδή συμπεριλαμβάνει όλες τις παραπάνω μορφές θεωρητικής (ή «θεωρητικής») ενασχόλησης με τη λογοτεχνία ­ και ελάχιστα πιο συγκεκριμένη είναι η περίφραση «literary criticism»· αποτρόπαιο δείγμα αυτής της σύγχυσης είναι το επιβλητικό και χρησιμότατο κατά τ’ άλλα έργο του R. Wellek Α History of Modern Criticism (Ιστορία της Νεότερης Κριτικής), 6 τ., 1955-1986.


Στη Γερμανία ο όρος «Literaturkritik» κυριολεκτεί στην πρώτη και κύρια σημασία, ενώ για τους επιστημονικούς τρόπους θεώρησης, μελέτης και έρευνας της λογοτεχνίας είναι εν χρήσει διαφορετικοί όροι (Literaturwissenschaft, Literaturtheorie κ.ά.) ­ απόρροια και συνάρτηση της πρώιμης ανάπτυξης και «ακαδημαϊκοποίησης» των γραμματολογικών και των άλλων ιστορικοκοινωνικών επιστημών στη χώρα αυτή από τις αρχές του 19ου αιώνα.


Στη Γαλλία, που κατέχει μιαν ενδιάμεση θέση, χρησιμοποιείται η περίφραση «critique litteraire» με την ίδια γενικότητα και ασάφεια του αγγλικού όρου. Και στη Γαλλία όμως ­ περισσότερο ­ και στην Αγγλία ­ λιγότερο ­ παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες, υπό την επίδραση του γερμανικού υποδείγματος, η τάση για τη διάκριση ανάμεσα στις δύο θεωρητικές δραστηριότητες με αντικείμενο τη λογοτεχνία και τον περιορισμό του όρου «λογοτεχνική κριτική» στην πρώτη, στενότερη και κύρια, σημασία του.


Οπως σ’ όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, ο πειστικότερος ορισμός της «λογοτεχνικής κριτικής» είναι η ίδια η ιστορία της: η νεότερη «λογοτεχνική κριτική» γεννήθηκε στην Αγγλία στις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα και λίκνο της ήταν τα λογοτεχνικά – πολιτιστικά περιοδικά «Tatler» και «Spectator»· κοινωνικός φορέας της, ταυτόχρονα πομπός και δέκτης, ήταν τα ανερχόμενα μικρομεσαία αστικά στρώματα και στόχος της η πολιτισμοποίηση (acculturation) των κοινωνικών αυτών στρωμάτων και μέσω της λογοτεχνίας.


Τα κύρια σημεία της περαιτέρω εξέλιξης ως τις ημέρες μας ήταν: α) η επέκταση της λογοτεχνικής κριτικής στις πιο προωθημένες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία κ.ά.)· β) η διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού και της λογοτεχνικής αγοράς και του κύριου εμπορεύματός της: του βιβλίου· γ) η επέκταση της λογοτεχνικής κριτικής από τα «ειδικά» λογοτεχνικά – πολιτιστικά περιοδικά στις εφημερίδες και, στον αιώνα μας, στα νέα media (ραδιόφωνο, τηλεόραση)· δ) η προϊούσα ταύτιση του λογοτεχνικού έργου με τον «υλικό» φορέα του (βιβλίο) ως συνάρτηση της προϊούσας εμπορευματοποίησης της τέχνης και του καλλιτεχνικού έργου· ε) η βαθμιαία υποκατάσταση του «ανθρώπου των γραμμάτων», του ερασιτέχνη κριτικού, από τον επαγγελματία δημοσιογράφο και η συνεπόμενη συρρίκνωση της λογοτεχνικής κριτικής από τον ευρύτερο χώρο του περιοδικού στον στενότερο χώρο της εφημερίδας και η μετεξέλιξή της σε βιβλιοκρισία ή σε «απλή» βιβλιοπαρουσίαση.


Με την τελευταία της αυτή μεταμόρφωση η πρώην «λογοτεχνική κριτική» θα προσλάβει τώρα τον χαρακτήρα και τη λειτουργία της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, αποβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν τον πέπλο της «αισθητικής» με τον οποίο προσπαθούσε να (συγ)καλύψει την εξαρχής εμπορευματική μορφή του «αισθητικού» προϊόντος που προωθούσε.


Ο ρόλος αυτής της «κριτικής» ήταν ακριβώς αυτός που δηλώνει η αρχική σημασία του ρήματος «κρίνω»: η διά-κριση, το ξεχώρισμα ανάμεσα στα διάφορα λογοτεχνικά έργα, η «αισθητική» αξιολόγησή τους επί τη βάσει ορισμένων, μορφικών κυρίως, χαρακτηριστικών, ο υποκειμενικός σχολιασμός και η επιλογή των «καλών» για χάρη του τότε ανερχόμενου και μετέπειτα κυρίαρχου «ανώτερου» (αστικού) πολιτιστικού, αναγνωστικού και αγοραστικού κοινού με ταυτόχρονο αποκλεισμό του «κατώτερου» κοινού. Στην πραγματικότητα, στο επίκεντρο αυτής της «κριτικής» δεν βρισκόταν το αισθητικό αντικείμενο, το λογοτεχνικό έργο, αλλά ο κριτικός του και επομένως η «κριτική» αυτή δεν αποτελούσε καμιάν ανάλυση ή ερμηνεία του έργου αλλά μια πολιτιστική ­ και εμπορική! ­ διαμεσολάβηση ανάμεσα σ’ αυτό και στο αναγνωστικό ­ και αγοραστικό ­ κοινό του. Δικαιολογημένα η «κριτική» αυτή ονομάστηκε «ιμπρεσιονιστική», «εφαρμοσμένη» ή «πρακτική κριτική» (impressionistic/applied/ practical criticism).


Οπως έδειξα στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου («Το Βήμα»/ Νέες Εποχές, 23.1.2000), τη θεωρητική-φιλοσοφική υποστήριξη και ταυτόχρονα τη νέα ιστορική τομή στην περαιτέρω εξέλιξη και αυτής της «λογοτεχνικής κριτικής» αποτέλεσε η «Αισθητική» (Κριτική της δύναμης της κρίσης, 1790) του Immanuel Kant. Εδώ όμως βρισκόταν και η πηγή της παρεξήγησης του χαρακτήρα και του ρόλου αυτής της λογοτεχνικής – καλλιτεχνικής «κριτικής»: ο ίδιος ο Kant είχε διευκρινίσει ότι η «αισθητική κρίση» με κριτήριο το «γούστο» ήταν μια υποκειμενική (διά)κριση του «ωραίου» (από το «μη-ωραίο») «χωρίς έννοια», δηλαδή χωρίς τη διαμεσολάβηση της έλλογης, εννοιακής γνώσης· επομένως, μια τέτοια «αισθητική κρίση», μια έκφραση του ατομικού «γούστου», δεν αποτελούσε, εξ ορισμού και με κανέναν τρόπο, κανενός είδους κριτική. Μια τέτοια, έλλογη, εννοιακή, δηλαδή επιστημονική, κριτική ήταν ακριβώς η Κριτική (της «δύναμης της κρίσης», του «αισθητικού γούστου») του Kant, δηλαδή μια «Μετακριτική» (Metacriticism), όπως την αποκαλούν μερικοί σύγχρονοί μας άγγλοι θεωρητικοί. Μια τέτοια «μετακριτική» προϋποθέτει και συμπεριλαμβάνει, όπως και κάθε ιστορικοκοινωνική επιστήμη, μια κριτική των ιστορικοκοινωνικών όρων της «αισθητικής κρίσης», της «κρίσης του γούστου» και της «λογοτεχνικής κριτικής» που στηρίζεται πάνω σ’ αυτό ­ και μια τέτοια κριτική αποτελεί ακριβώς τη θεωρητική βάση του αρμόδιου επιστημονικού κλάδου: της «Γραμματολογίας» (γερμ. Literaturwissenschaft/ γαλλ. science de la litterature/ ρωσ. literaturovedenie).


Τον στόχο μιας τέτοιας επιστημονικής (μετα)κριτικής θέτει ο Τ. Eagleton με τις τελευταίες προτάσεις του λαμπρού γραμματολογικού δοκιμίου του Η λειτουργία της κριτικής (The Function of Criticism, 1984): «Η νεότερη κριτική είχε γεννηθεί από τον αγώνα (της αστικής τάξης) εναντίον του απολυταρχικού καθεστώτος· αν το μέλλον της δεν καθοριστεί τώρα ως αγώνας εναντίον του αστικού καθεστώτος, δεν πρόκειται να έχει κανένα απολύτως μέλλον».


Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής της Νεοελληνικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.