Η έναρξη, στις 31 Μαρτίου 1998, των ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ της ΕΕ και της Κυπριακής Δημοκρατίας θέτει το Κυπριακό σε μια νέα πορεία και δημιουργεί βάσιμες ελπίδες για το μέλλον. Και τούτο γιατί η μη ανατρέψιμη, πλέον, ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην ΕΕ ενισχύει την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθιστά ανέφικτα τα όποια επιθετικά σχέδια της Τουρκίας εναντίον του ελεύθερου τμήματος της Κύπρου και έχει κινητοποιήσει τον διεθνή παράγοντα για την αναζήτηση μιας δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης στο πρόβλημα. Τα Ηνωμένα Εθνη αναλαμβάνουν και πάλι πρωτοβουλία για την επανάληψη των δικοινοτικών συνομιλιών, ενώ ΕΕ, ΗΠΑ και Ρωσία επιδεικνύουν έντονο ενδιαφέρον.
Κύρια συνισταμένη των πρωτοβουλιών και των προσπαθειών αυτών είναι η επανένωση του νησιού, με βάση τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ. Είναι σαφής και εκπεφρασμένη η βούληση όλων των παραγόντων της διεθνούς πολιτικής σκηνής, αλλά και της ελληνικής πλευράς, για τη δημιουργία μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με ενιαία κυριαρχία, διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια των πολιτών της. Μιας ομοσπονδίας όπου όλοι οι πολίτες θα έχουν ίδια δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες. Επιπλέον, οι δύο κοινότητες θα απολαμβάνουν πλήρους πολιτικής ισότητας στις αντίστοιχες ομόσπονδες περιοχές τους και οι Τουρκοκύπριοι θα έχουν αποτελεσματική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων στο ομοσπονδιακό επίπεδο.
Στις προβλέψεις αυτές η κυπριακή συμμετοχή στην ΕΕ θα εισαγάγει ένα επιπλέον δίκτυο κανόνων, αρχών και θεσμών που θα εξασφαλίσουν τον σεβασμό στη δημοκρατία, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στις θρησκευτικές πεποιθήσεις και στην πολιτιστική κληρονομιά, ανεξάρτητα από εθνικά ή φυλετικά κριτήρια. Θα εγγυηθούν επίσης την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη για όλους τους Κυπρίους και ιδιαίτερα για εκείνους που ανήκουν σε λιγότερο προνομιούχες ομάδες του πληθυσμού.
Η ΕΕ διείδε από νωρίς ότι η ενταξιακή πορεία της Κύπρου θα μπορούσε να αποτελέσει ένα κίνητρο για τις δύο κοινότητες, μέσω της δημιουργίας «κοινού συμφέροντος», που θα δρούσε ως «καταλύτης» για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Βλέποντας τις ανεξάρτητες δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα κατεχόμενα, όπου η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων υποστηρίζει την ενταξιακή πορεία, εδραιώνεται η πεποίθησή μας ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι και θέλουν και μπορούν να συμβιώσουν. Ετσι, θα μπορούσε να διευθετηθεί, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, η εσωτερική πτυχή του προβλήματος, το δικοινοτικό σκέλος της κυπριακής εξίσωσης.
Το Κυπριακό όμως πέραν της δικοινοτικής παραμέτρου έχει και τη διεθνή, η οποία είναι αποτέλεσμα της τουρκικής κηδεμονίας επί των Τουρκοκυπρίων και η οποία έχει επιβληθεί μέσω της εισβολής και της κατοχής μεγάλου μέρος του νησιού. Εχει δε δηλωθεί επίσημα από τον κ. Yilmaz ότι τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας είναι επενδεδυμένα όχι μόνο στους Τουρκοκύπριους αλλά στο σύνολο του νησιού. Ο διεθνής παράγοντας δυστυχώς με την ανοχή που έχει επιδείξει απέναντι στην τουρκική πολιτική ενθαρρύνει την τουρκική αδιαλλαξία και διεκδικητικότητα.
Στόχος της τουρκικής πολιτικής πια είναι η κατοχύρωση και νομιμοποίηση της κατοχής. Για τον λόγο αυτό η τουρκική πλευρά θέτει ως όρους για την επιστροφή της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την προηγούμενη αναγνώριση του ψευδοκράτους ή κάποιας ξεχωριστής οντότητας. Ενα τέτοιο ενδεχόμενο οδηγεί μοιραία στη διχοτόμηση της Κύπρου και στην απεμπόληση από πλευράς Κυπριακής Δημοκρατίας σημαντικού μέρους της κυριαρχίας της. Η θέση αυτή είναι παράνομη και έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις του ΟΗΕ και τις αρχές του διεθνούς δικαίου. Η καταπάτηση και η κατοχή δεν δημιουργούν νόμιμα δικαιώματα στον κατακτητή.
Αλλά πέρα από τη νομική επιχειρηματολογία, στο πολιτικό επίπεδο, η διαίρεση της Κύπρου, η δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών ή η διπλή ένωση (που αποτελούν παραλλαγές της διχοτόμησης) δεν εξυπηρετούν κανενός τα συμφέροντα ούτε ακόμη και της Τουρκίας, αν η χώρα αυτή είναι ειλικρινής στην επιδίωξή της να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Μια διαιρεμένη Κύπρος θα αποτελεί ένα συνεχές θερμό σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και μια συνεχή απειλή για τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή. Μια διαιρεμένη Κύπρος δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των χωρών της περιοχής συμπεριλαμβανομένων του Ισραήλ και των αραβικών χωρών. Δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ευρώπης που θα προτιμούσε την ένταξη μιας ενωμένης Κύπρου, η οποία θα λειτουργήσει ως προπύργιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν εξυπηρετεί τέλος ούτε τα συμφέροντα των ΗΠΑ, που προφανώς ενδιαφέρονται για τη συνοχή της Ατλαντικής Συμμαχίας και τη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας.
Το περίεργο είναι ότι διχοτομικές απόψεις διατυπώνονται μερικές φορές και σε ορισμένους κύκλους στην Ελλάδα και στην Κύπρο από ανθρώπους που θα ανέμενε κανείς να έχουν ευρύτερη εικόνα του προβλήματος. Οι θέσεις που διατυπώνουν οφείλονται, κατά τη γνώμη μου, είτε στην επιφανειακή ενασχόληση με το Κυπριακό είτε σε κόπωση λόγω της αποτελμάτωσης του προβλήματος. Υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι ωθούνται είτε από ξεπερασμένες από τα πράγματα εθνικιστικές εξάρσεις είτε από την επιθυμία τους να προβληθούν μέσω εικονοκλαστικών και «προωθημένων» απόψεων. Οποιοι όμως και αν είναι οι λόγοι και τα κίνητρα, τυχόν υιοθέτηση των απόψεων αυτών θα οδηγούσε, με μαθηματική ακρίβεια, στην παγιοποίηση της έντασης και στον οριστικό αποκλεισμό οποιασδήποτε ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Εκτός, φυσικά, αν εισηγούνται εγκατάλειψη των Ελληνοκυπρίων στις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας, οπότε θα εξαλείφετο το πρόβλημα αλλά και ο Ελληνισμός της Κύπρου.
Για τον λόγο αυτό μας ανησυχεί και η προθυμία αδαών περί το Κυπριακό τρίτων να εξετάσουν τις τουρκικές ιδέες περί αναγνώρισης «της ισότητας των δύο κοινοτήτων» ή του γεγονότος ότι «οι αρχές των δύο κοινοτήτων εκπροσωπούν αυτούς που τους εκλέγουν». Η προώθηση των ιδεών αυτών θα αποτελούσε, αναπόφευκτα, διολίσθηση προς την κατεύθυνση της οριστικής διχοτόμησης, με τις συνέπειες που προανέφερα.
Η θέση των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου είναι σταθερή και αταλάντευτη. Η διεθνής κοινότητα οφείλει να στείλει ισχυρό μήνυμα προς την Τουρκία ότι αντιτίθεται σθεναρά σε οποιαδήποτε διχοτομική λύση και ότι μόνο μια ενωμένη Κύπρος εξυπηρετεί τα στρατηγικά, πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά της στην περιοχή.
Από την πλευρά μας, είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε κάθε πρόταση που θα αποσκοπούσε στην εξεύρεση λύσης, επί τη βάσει των αποφάσεων των ΗΕ και θα διασφάλιζε την ενότητα του νησιού. αλλά και τη σταθερότητα της περιοχής.
Ο κ. Γιάννος Κρανιδιώτης είναι υφυπουργός Εξωτερικών.