Ενα πρόσφατο ταξίδι στην περιοχή του κόλπου της Νεάπολης, στη Νότια Ιταλία, μου δίνει αφορμή να ασχοληθώ με ένα σημαντικό κομμάτι της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, το οποίο οι ανασκαφικές έρευνες της περιοχής, που βρίσκονται σε εξέλιξη, το εμπλουτίζουν και το διαφωτίζουν καθημερινά με πληθώρα νέων πληροφοριών.
Ως γνωστόν, ο ιδιαίτερα προικισμένος από τη φύση κόλπος της Νεάπολης προεπεκτείνεται στα δυο του άκρα με ηφαιστειογενή νησιά, μια και την περιοχή τη συνταράσσει συχνά ο Εγκέλαδος. Το ένα απ’ αυτά, το Κάπρι, είναι το πασίγνωστο κοσμοπολίτικο νησί που κλείνει τον κόλπο από το Νότο, ενώ από τα νησιά που βρίσκονται στο βόρειο άκρο του μεγαλύτερο είναι η Ισκια, με εμβαδόν γύρω στα 80 τ. χλμ. Το νησί αυτό, που οι αρχαίοι Ελληνες το ονόμαζαν Πιθηκούσες και οι Ρωμαίοι Αιναρία, με βάση τις σημερινές γνώσεις μας, φαίνεται ότι δέχτηκε την πρώτη μόνιμη εγκατάσταση Ελλήνων στη Δύση. Μέσα στο πρώτο μισό του 8ου αι. π.Χ. Ευβοείς, οι τολμηροί θαλασσοπόροι της πρώιμης ελληνικής ιστορίας, αποβιβάστηκαν εδώ και ίδρυσαν μια αποικία (ή έναν εμπορικό σταθμό). Είχαν προηγηθεί μεμονωμένα ταξίδια τους στα μέρη αυτά, ενώ είναι πολύ πιθανό ότι δεν είχε ξεχαστεί παντελώς και η μεγάλη εμπειρία που είχε αποκτηθεί στη θάλασσα από τους Μυκηναίους, οι οποίοι σε παλιότερες εποχές διέσχιζαν με τα πλοία τους όλα τα μήκη και πλάτη της Μεσογείου. Η ευβοϊκή εγκατάσταση στις Πιθηκούσες δημιουργήθηκε πριν οι ίδιοι οι Ευβοείς πατήσουν το πόδι τους στις απέναντι ιταλικές ακτές για να ιδρύσουν την Κύμη, που θεωρείται συνήθως η παλιότερη ελληνική αποικία στη Δύση. Ο Ρωμαίος ιστορικός Λίβιος, που έζησε στα χρόνια του Αυγούστου, είναι ο μόνος από τους αρχαίους συγγραφείς που υποστηρίζει ότι «οι Ευβοείς αποβιβάστηκαν πρώτα στις Πιθηκούσες και μετά πέρασαν στις απέναντι ηπειρωτικές ακτές». Και με την άποψη αυτή συμφωνούν τα πορίσματα των αρχαιολογικών ερευνών. Διαφωτιστικές είναι όμως και οι πληροφορίες που μας δίνει και ο σύγχρονος με τον Λίβιο Στράβων: «(Τις Πιθηκούσες) τις κατοικούσαν Ερετριείς και Χαλκιδείς, οι οποίοι και πρόκοψαν εδώ εξαιτίας του εύφορου εδάφους τους και των εργαστηρίων χρυσοχοΐας που ανέπτυξαν. Ωστόσο στη συνέχεια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί επειδή προέκυψαν ανάμεσά τους εμφύλιες συγκρούσεις και αυτές τις ακολούθησαν σεισμοί, εκρήξεις ηφαιστείων, παλιρροϊκά κύματα και θερμά νερά που αναπήδησαν από το έγκατα της γης. Γιατί υποφέρει από τέτοια τρομακτικά φαινόμενα το νησί…».
Οι συστηματικές ανασκαφές που άρχισαν στο νησί το 1952 από τον Γερμανό αρχαιολόγο G. Buchner έδειξαν ότι στο δεύτερο τέταρτο του 8ου αι. π.Χ. Ευβοείς, αναζητώντας μια καινούργια πατρίδα που θα τους εξασφάλιζε βιώσιμες και ασφαλείς συνθήκες παραμονής, προσέγγιση σε πλούσιες πηγές μετάλλων και συγχρόνως θα τους παρείχε μια ευκολότερη πρόσβαση στις απέναντι ακτές, ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στο ΒΔ άκρο του νησιού, στο σημερινό Lacco Ameno. Από τις πρώτες κιόλας στιγμές της εδώ εγκατάστασής τους ασχολήθηκαν με την παραγωγή γεωργικών προϊόντων, την αλιεία, το εμπόριο, την επεξεργασία μετάλλων, που βεβαιωμένα προμηθεύονταν και από τα πλούσια μεταλλοφόρα κοιτάσματα του νησιού Ελβα, με την κατασκευή μεταλλικών αντικειμένων, όπως π.χ. κοσμημάτων, με την παραγωγή αγγείων (από τις Πιθηκούσες γνωρίζουμε την παλιότερη σωζόμενη υπογραφή Ελληνα κεραμέα και γενικότερα Ελληνα καλλιτέχνη).
Η πρώιμη αυτή ελληνική εγκατάσταση στη μακρινή Δύση είναι ιδιαίτερα σημαντική. Αφενός αποτέλεσε την αφετηρία απ’ όπου στη συνέχεια θα γίνει η ελληνική εξάπλωση στη Νότια Ιταλία και Σικελία, θα δημιουργηθεί δηλαδή η Μεγάλη Ελλάδα, στοιχεία της οποίας επιβιώνουν ακόμη και σήμερα· αφετέρου μέσω αυτής οι γηγενείς πληθυσμοί της ιταλικής χερσονήσου θα γνωρίσουν για πρώτη φορά έναν ανώτερο πολιτισμό, ο οποίος λίγους αιώνες αργότερα, με τις ρωμαϊκές λεγεώνες, θα εξαπλωθεί σ’ ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. Ενα από τα σπουδαία πολιτισμικά αγαθά που οι νεοφερμένοι Ευβοείς πρόσφεραν στους ντόπιους ήταν, χωρίς αμφιβολία, και το αλφάβητο. Στην ίδια την Ισκια οι ανασκαφές έφεραν στο φως ορισμένα από τα παλιότερα δείγματα ελληνικής γραφής. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει μια έμμετρη επιγραφή, χαραγμένη πάνω σ’ ένα πήλινο κρασοπότηρο του 730-720 π.Χ. που βρέθηκε σε τάφο ενός αγοριού ηλικίας περίπου 10 χρόνων. Ετσι από τις μακρινές Πιθηκούσες γνωρίζουμε τους παλιότερους γραπτούς ελληνικούς στίχους χάρη σ’ έναν Ευβοέα μετανάστη που τους χάραξε πάνω σ’ ένα σκεύος συμποσίου. Σύμφωνα με την επιγραφή το αγγείο αυτό παρομοιάζεται με το περίφημο ποτήρι του θρυλικού ομηρικού Νέστορα και έχει την ιδιότητα να προκαλεί στον χρήστη του ασίγαστο ερωτικό πόθο.
Τον καθοριστικό ρόλο των Πιθηκουσών στη διάδοση του αλφαβήτου στην ιταλική χερσόνησο έρχεται να επιβεβαιώσει και ένα πρόσφατο εύρημα από τα περίχωρα της Ρώμης: μια επιγραφή, επίσης πάνω σε αγγείο, που από τους μελετητές του χρονολογείται γύρω στα 770 π.Χ. και σχετίζεται με τις Πιθηκούσες. Βρέθηκε στην Osteria dell’ Osa κοντά στην πόλη των Γαβίων, όπου σύμφωνα με την παράδοση οι μυθικοί δίδυμοι ιδρυτές της Ρώμης, Ρωμύλος και Ρέμος, πρωτογνώρισαν τα ελληνικά γράμματα! Σίγουρα είναι από τις πιο ευτυχείς στιγμές της αρχαιολογικής επιστήμης όταν τα πορίσματα των ανασκαφικών ερευνών της συμφωνούν με πληροφορίες των γραπτών πηγών. Επιβεβαιώνεται η ορθότητα των ερμηνειών και, γιατί όχι, των μεθόδων της.
Ο κ. Μιχάλης Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.