Ο Ζαν – Μαρί Λεν γεννήθηκε στη Γαλλία πριν από 58 χρόνια. Σπούδασε χημικός και ασχολήθηκε ερευνητικά με τη χημεία. Τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ Χημείας στα 1987 «για την ανάπτυξη και χρήση μορίων με δομικές αλληλεπιδράσεις υψηλής επιλεκτικότητας». Σήμερα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Λουί Παστέρ του Στρασβούργου και στο Κολέγιο της Γαλλίας στο Παρίσι. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο «Υπερμοριακή χημεία».


Εχετε αναρωτηθεί ποτέ τι μπορεί να λέει ένα μόριο στο άλλο και ποιες είναι οι συνέπειες της συνδιαλλαγής τους; Πώς; Δεν έχετε σκεφθεί ποτέ ότι τα μόρια συνομιλούν μεταξύ τους; Μα ο κόσμος μας είναι η ζωντανή απόδειξη αυτής της ακατάπαυστης συνομιλίας. Σε ποια γλώσσα μιλούν όμως τα μόρια; Αν δεν αποκωδικοποιήσουμε τη γλώσσα τους, δεν θα μάθουμε ποτέ τι λένε. Και υπάρχει λόγος να ξέρουμε; Αν σκεφθείτε ότι αυτή τη γλώσσα χρησιμοποιεί ένα κύτταρο του ανοσοποιητικού συστήματός μας προκειμένου να δώσει εντολή σε ένα καρκινικό κύτταρο να πεθάνει, αντιλαμβάνεστε πόσο σημαντική μπορεί να αποβεί για μας η γνώση αυτής της γλώσσας.


Ο καθηγητής Ζαν – Μαρί Λεν βρίσκεται καθ’ οδόν προς την αποκωδικοποίησή της. Στο εργαστήριό του φτιάχνονται ευφραδή μόρια· μόρια τα οποία ξέρουν ποια είναι η θέση τους στον χώρο και πώς να αλληλεπιδρούν με τα γειτονικά τους. Προσκεκλημένος του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας, ο νομπελίστας χημικός έδωσε με την ομιλία του το ιστορικό της πορείας προς τη γνώση της γλώσσας των μορίων και εξέτασε τον ρόλο της χημείας στον επόμενο αιώνα.


Ζητήσαμε από τον καθηγητή να μας ξεναγήσει στον κόσμο των μορίων του αλλά και να μας δώσει την όψη του κόσμου με την οπτική του μοριακού χημικού. Ανακαλύψαμε μια γοητευτική προσωπικότητα που θαμπώνει με τη διαύγεια του πνεύματός της και αρνείται να θαμπωθεί από τα επιτεύγματά της. Ιδού…


­ Για τους περισσότερους από εμάς η δουλειά σας, ο μοριακός προγραμματισμός, δεν έχει απτό νόημα. Δώστε μας έναν παραλληλισμό ώστε να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε.


«Θα σας δώσω έναν ελληνικό παραλληλισμό. Πρόκειται για κάτι αντίστοιχο με το χτίσιμο του Παρθενώνα, αλλά με μια σημαντική διαφορά: υποθέτω ότι οι αρχιτέκτονες του Παρθενώνα έκαναν πρώτα τα σχέδια και στη συνέχεια οι εργάτες άρχισαν να κόβουν τις πέτρες και να τις βάζουν τη μια επάνω στην άλλη προκειμένου να υλοποιήσουν το σχέδιο, να φτιάξουν τον ναό. Στη δική μας περίπτωση κάνουμε τα σχέδια όπως και οι αρχιτέκτονες αλλά όταν φτιάχνουμε τις πέτρες τούς δίνουμε την πληροφορία που χρειάζονται ώστε να μπορούν να φτιάξουν τον ναό χωρίς την επέμβαση εργατών, βρίσκοντας κάθε μια τη θέση της. Με άλλα λόγια, δημιουργώντας μόρια τα οποία έχουν την πληροφορία που απαιτείται για την αυτοοργάνωσή τους μελετούμε τον τρόπο με τον οποίο τα μοριακά συστήματα αλληλεπιδρούν και αυτοοργανώνονται στον χώρο δημιουργώντας πολύπλοκες δομές, μοριακούς Παρθενώνες».


­ Και τι θα κάνετε με τους Παρθενώνες σας όταν θα είναι έτοιμοι;


«Προς το παρόν το μόνο που θέλουμε να κάνουμε είναι να καταλάβουμε πώς ακριβώς οι πέτρες μας αυτοοργανώνονται και ποιοι νόμοι διέπουν τις αλληλεπιδράσεις τους. Μετά θα σκεφθούμε τι μπορούμε να κάνουμε με τους μικρούς Παρθενώνες που κατασκευάζουμε. Δεν μας απασχολούν ιδιαίτερα οι εφαρμογές. Σε αυτό το στάδιο, το να κατανοήσουμε τις λεπτομέρειες είναι πολύ σημαντικό. Οσο για τις πιθανές εφαρμογές, θα μπορούσα να σας πω πάρα πολλές, όμως δεν θα ήταν παρά σενάρια επιστημονικής φαντασίας».


­ Σενάρια επιστημονικής φαντασίας γραμμένα από έναν επιστήμονα όμως.


«Είναι πολύ δύσκολο και για έναν επιστήμονα να προβλέψει τις εφαρμογές των ανακαλύψεών του. Πάρτε για παράδειγμα τα λέιζερ τα οποία έχουν σήμερα ευρύτατες εφαρμογές, από τη δορυφορική επικοινωνία και τη μουσική ως την ιατρική. Υπήρξαν καθαρή απόρροια της επιστημονικής περιέργειας. Ενα ωραίο επιτυχημένο πείραμα βασικής έρευνας στη φυσική. Οι επιστήμονες που έκαναν το πείραμα δεν είχαν την παραμικρή υποψία για τις εφαρμογές του».


­ Εσείς, γιατί διαλέξατε να ασχοληθείτε με τη χημεία;


«Αυτό που με γοήτευσε σ’ αυτή την επιστήμη είναι η δυνατότητά της να μεταμορφώνει την ύλη. Ξεκινώντας από ένα συστατικό Α μπορείς να φτιάξεις ένα συστατικό Β το οποίο δεν υπήρχε στη φύση. Το έχεις φτιάξει εσύ. Σε αντίθεση με άλλες επιστήμες οι οποίες μελετούν υπάρχοντα πράγματα ή καταστάσεις, η χημεία σού επιτρέπει να δημιουργήσεις καινούργια πράγματα».


­ Σας δίνει αυτό μια αίσθηση δύναμης;


«Οχι μόνο αίσθηση δύναμης, αλλά και την ικανοποίηση της δημιουργίας. Το να δημιουργείς καινούργια μόρια είναι σαν να φτιάχνεις ένα έργο τέχνης. Ούτε το έργο τέχνης ούτε το μόριο υπήρχαν πριν από τον δημιουργό τους».


­ Υποθέτω όμως ότι ο χημικός έχει περισσότερους περιορισμούς σε σχέση με τον καλλιτέχνη από την ίδια τη φύση του δημιουργήματος.


«Κοιτάξτε, και ο καλλιτέχνης έχει περιορισμούς. Και αυτός χρειάζεται το χρώμα και το πινέλο. Από την άλλη βεβαίως υπάρχουν θεμελιώδεις κανόνες που διέπουν τη χημεία (πράγμα που δεν συμβαίνει ίσως στην τέχνη) και τους οποίους είναι κανείς αναγκασμένος να υπακούσει, αυτό όμως δεν περιορίζει την ικανοποίηση της δημιουργίας. Ωστόσο ο παραλληλισμός ανάμεσα στη ζωγραφική και στη χημεία σταματάει στο αντικείμενο της δημιουργίας, γιατί η επέμβαση του καλλιτέχνη στη γλυπτική ή στη ζωγραφική αλλάζει την εξωτερική μορφή των πραγμάτων, ενώ η επέμβαση του χημικού αλλάζει την ίδια τη φύση των πραγμάτων, οι προκαλούμενες αλλαγές είναι πολύ πιο βαθιές».


­ Η ομιλία σας στο Γαλλικό Ινστιτούτο τιτλοφορείται «Από την ύλη στη ζωή». Υπάρχει συνδετικός κρίκος ανάμεσά τους;


«Μα, πρόκειται για το ίδιο πράγμα! Για μένα, η ύλη και η ζωή δεν είναι διαφορετικής φύσης· είναι διαφορετικής πολυπλοκότητας. Η ζωή δεν είναι παρά η πιο πολύπλοκη από τις εκφάνσεις της ύλης. Η ζωή δεν έχει τίποτε το ιδιαίτερο. Περνάμε από τα μη ζωντανά στοιχεία στην έμβιο ύλη αυξάνοντας την πολυπλοκότητα. Ολα αυτά είναι μοριακά φαινόμενα, αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα ίδια μόρια ­ άζωτο, άνθρακα… Σας σοκάρει αυτή η άποψη;».


­ Αν αυτή είναι η άποψη ενός χημικού, θα ήθελα να ξέρω τι μας μαθαίνει για τη ζωή η εις βάθος ενασχόληση με τη χημεία.


«Πέρα από το να βλέπει κανείς πράγματα που οι άλλοι αγνοούν, κάτι το οποίο συμβαίνει σε όλα τα επαγγέλματα (δεν είναι τυχαία η έκφραση «τα μυστικά του επαγγέλματος»), η χημεία δίνει την αίσθηση της κανονικότητας του κόσμου. Πάρτε για παράδειγμα τον Περιοδικό Πίνακα των στοιχείων. Αποτελεί την έκφραση της τάξης που διέπει τα στοιχεία από τα οποία φτιάχνεται όλος ο κόσμος. Η δημιουργία του Πίνακα έχει τη βάση της στους θεμελιώδεις φυσικούς νόμους και αντανακλά την κανονικότητα και την τάξη του κόσμου. Οσο για τις σύγχρονες μελέτες μας, τώρα διανύουμε τη φάση της μελέτης των δυναμικών που αναπτύσσονται από τις αλληλεπιδράσεις των στοιχείων, αυτές μας επιτρέπουν να διαισθανθούμε και τη δυναμική του κόσμου».


­ Πώς θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε στους αναγνώστες αυτή την αίσθηση που αποκομίζετε εσείς που μελετάτε τη χημεία;


«Χμμμ… Αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα. Πιστεύω ότι η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν την τάση να καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο χώρο στη ζωή των ανθρώπων και είναι πολύ σημαντικό οι άνθρωποι να αισθάνονται άνετα απέναντί τους. Θα πρέπει να εκπαιδεύσουμε τον μέσο άνθρωπο στην επιστήμη ώστε να μην την φοβάται. Η άγνοια προκαλεί φόβο. Αλλά ο μέσος άνθρωπος και ενδιαφέρεται να μάθει και έχει την ικανότητα να καταλάβει τα επιστημονικά επιτεύγματα όταν του παρουσιάζονται σωστά. Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί, δεν φοβάται την πολυπλοκότητά τους. Φυσικά ο ρόλος που πρέπει να παίξουν τα μέσα ενημέρωσης εν όψει της νέας χιλιετίας είναι πολύ σημαντικός, αφού είναι η γέφυρα ανάμεσα στους επιστήμονες και στο κοινό».


­ Πιστεύετε ότι ως τώρα τα μέσα ενημέρωσης έχουν εκπληρώσει σωστά τον ρόλο τους;


«Πιστεύω ότι, παρά το γεγονός ότι γίνεται μια καλή προσπάθεια, τα μέσα ενημέρωσης έχουν αποτύχει σε ένα πολύ βασικό σημείο: δεν έχουν αποκαλύψει στο κοινό τη γοητεία της επιστήμης, η οποία έγκειται στο γεγονός ότι δεν μπορείς να κάνεις λάθος. Αργά ή γρήγορα, οι λάθος υποθέσεις καταρρίπτονται. Συνήθως τα μέσα ενημέρωσης περιγράφουν τα αποτελέσματα των πειραμάτων (πασπαλισμένα με ισχυρές δόσεις επιστημονικής φαντασίας για τις εφαρμογές τους), σπανίως το σκεπτικό τους. Ετσι το κοινό δεν μαθαίνει τον τρόπο προσέγγισης των προβλημάτων, πράγμα το οποίο θα ήταν πιο δημιουργικό».


­ Πώς φαντάζεσθε τον κόσμο το 2020;


«Πιστεύω ότι θα έχει αλλάξει πολύ. Υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν μπορούμε να προβλέψουμε από σήμερα. Είκοσι χρόνια είναι πολλά και η επιστήμη εξελίσσεται ταχύτατα. Μπορούμε ωστόσο να κάνουμε γενικότερες προβλέψεις. Είναι σαφές ότι οι τηλεπικοινωνίες και η πληροφορική που έχουν ήδη αλλάξει τη ζωή μας θα συνεχίζουν να την αλλάζουν. Αυτό θα έχει αντίκτυπο τόσο στον τρόπο εργασίας όσο και στις σχέσεις των ανθρώπων. Πολύ πιθανόν να εργάζεται κανείς στο σπίτι του και να επικοινωνεί ηλεκτρονικά με τους συνεργάτες του. Ισως χρειασθεί να εφεύρουμε νέους τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς. Δεν θα μπω στον πειρασμό να πω αν θα είναι καλύτερος ή χειρότερος ο κόσμος μας. Θα είναι διαφορετικός. Εξάλλου το αν θα στέλνουμε λιγότερα γράμματα με τον παραδοσιακό τρόπο δεν μπορεί να είναι μέτρο της αξιολόγησης του κόσμου όπου θα ζούμε».


­ Το πόσα βιβλία θα διαβάζουμε όμως;


«Ούτε αυτό θα μπορούσε να είναι μέτρο αξιολόγησης. Διανύουμε την περίοδο της εικόνας. Πριν από αυτή την περίοδο ο κόσμος διάβαζε περισσότερο, για να μορφωθεί ή για να διασκεδάσει. Τώρα που η εικόνα είναι εδώ, παίρνει και αυτή στη ζωή μας τη θέση και τον χρόνο που της αναλογούν. Πιστεύω ότι, αν κάτι θα ήταν μέτρο αξιολόγησης της κοινωνίας, αυτό είναι ο τρόπος που καταναλώνουμε. Ο τίτλος «καταναλωτική κοινωνία» μας έχει αποδοθεί δικαίως. Πιστεύω ότι πρέπει η κατανάλωση να γίνεται μετά από σκέψη και αν το καταφέρουμε αυτό θα μπορούμε να πούμε ότι, ανεξάρτητα από τα τεχνολογικά επιτεύγματα, η κοινωνία μας έγινε καλύτερη».


­ Στη δική σας ζωή, τι θέση έχει και τι χρόνο παίρνει η δουλειά σας;


«Δουλεύω πολύ, αλλά μου αρέσει. Δεν πιστεύω στον διαχωρισμό «προσωπική ζωή – επαγγελματική ζωή». Η δουλειά μου είναι μέρος της προσωπικής μου ζωής αφού εκπληρώνω τις επιθυμίες μου μέσα από αυτήν. Και έπειτα, γιατί είναι θεμιτό ένας καλλιτέχνης να αφοσιώνεται στην τέχνη του και στην έμπνευσή του και όχι ένας επιστήμονας;».


­ Αλλάζει τη ζωή ένα βραβείο Νομπέλ;


«Κατά κάποιον τρόπο ναι, αλλά πιστεύω ότι δεν πρέπει να υπερεκτιμά κανείς τη σπουδαιότητα του βραβείου Νομπέλ. Μπορεί να κάνει τη ζωή ευκολότερη σε ορισμένα σημεία και δυσκολότερη σε κάποια άλλα. Εν κατακλείδι θα έλεγα ότι προσπαθώ να προστατέψω τη ζωή μου από τις αλλαγές».


­ Γιατί;


«Γιατί, όπως η ζωή του καθενός από εμάς, έτσι και η δική μου μού ανήκει και δεν θα ήθελα να την αφήσω να αναστατωθεί από πράγματα τα οποία δεν ελέγχω».