Το 1996 οι Γερμανοί τόλμησαν ­ γιατί είναι τόλμη ­ να προχωρήσουν σε ορισμένες απλοποιήσεις της ορθογραφίας της γερμανικής γλώσσας. Ετσι όρισαν τη «Νέα Ορθογραφία» της Γερμανικής (die Neue Rechtschreibung), που παραμένοντας στα πλαίσια της ιστορικής ορθογραφίας βοηθάει σε μια εκλογικευμένη αντιμετώπιση μιας σειράς ορθογραφικών προβλημάτων της Γερμανικής. Ειδικά για τις ξένες λέξεις που χρησιμοποιούνται σ’ αυτή τη γλώσσα καθιερώνεται η αρχή του εκγερμανισμού, της απλογράφησής τους δηλαδή κατά τους κανόνες της Γερμανικής. Στα έντυπα (βιβλία, εφημερίδες, λεξικά κλπ.), που ακολουθούν πια τη «νέα ορθογραφία», γράφουν Nessessar αντί Necessaire, Orthografie αντί Orthographie, Ketschup αντί Ketchup, Tunfisch αντί Thunfisch, Fotometrie αντί Photometrie, Panter αντί Panther, Portmonee αντί Portemonnaie, Spagetti αντί Spaghetti κλπ. Το εγχείρημα των Γερμανών, που αναφέρεται όχι μόνο στις ξένες λέξεις, αλλά σε διάφορα ορθογραφικά ζητήματα, είναι αρκετά συγκρατημένο και έξυπνα μεθοδευμένο: η νέα ορθογραφία εισάγεται οιονεί προαιρετικά («οι νέες ορθογραφικές ρυθμίσεις μπορούν να χρησιμοποιούνται παράλληλα με τις ισχύουσες μέχρι σήμερα μορφές ορθογραφίας»). Ετσι οι γράφοντες θα εξοικειωθούν βαθμηδόν με τους νέους τρόπους γραφής και θα προχωρήσουν σταδιακά και αβίαστα στην αντικατάσταση των παλιότερων ορθογραφικών τύπων.


Τέτοιες μεθόδους ας μη τις περιμένουμε στην Ελλάδα, όπου όλα μοιάζει να γίνονται απότομα, συχνά με την τακτική του αιφνιδιασμού και τον χαρακτήρα του απόλυτου, έστω κι αν πρόκειται για θέματα παλαιά και γνωστά που μπορούν να αντιμετωπιστούν πιο έξυπνα και πιο αποτελεσματικά με την εξασφάλιση του απαιτούμενου χρόνου για σωστή προετοιμασία και εξοικείωση. Ας δούμε, όμως, πώς έχουν τα πράγματα με την ορθογραφία των ξένων λέξεων στην ελληνική γλώσσα.


Με σκοπό να περιοριστούν οι σοβαρές δυσκολίες που γεννά η ιστορική ορθογραφία της Ελληνικής, ήδη από τον περασμένο αιώνα αλλά κυρίως από τότε που άρχισε να εδραιώνεται η ευρύτερη χρήση της δημοτικής και συστηματικά από τότε που συντάχθηκε η πρώτη Γραμματική της Νεοελληνικής (Δημοτικής) του Μ. Τριανταφυλλίδη (1941), προτάθηκε η απλογράφηση των ξενικών λέξεων της Ελληνικής (σ. 407): «Μεταγράφονται φωνητικά […] καθώς και οι μεταχριστιανικές γενικά λέξεις και καταλήξεις ξένης καταγωγής, που γράφονται με απλά φωνήεντα […] με απλά σύμφωνα […]»· π.χ. τσιρότο αντί τσιρώτο, ξίγκι αντί ξίγγι, ακουμπώ αντί ακκουμπώ, πίτα αντί πίττα, καβγάς αντί καυγάς, Σλάβος αντί Σλαύος κ.τ.ό. (αυτόθι).


Το νόημα αυτής της ορθογραφικής απλοποίησης είναι ότι ο ομιλητής της ελληνικής γλώσσας, μιας γλώσσας με ισχυρή, από την παράδοσή της, ιστορική ορθογραφία (γραφή με η, ι, υ, ει, οι, υι αντί απλού ι, με ε και αι αντί απλού ε, με διπλά σύμφωνα αντί απλών κ.ο.κ.), θα είχε ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες στην ορθογραφία αν έγραφε ιστορικά, δηλαδή ετυμολογικά και με βάση τη γλώσσα από την οποία προέρχονται, και τις ξένες λέξεις της Ελληνικής. Γράφοντας με την ιστορική ορθογραφία τους τις ξένες λέξεις, πρέπει κανείς να γράφει, όπως γινόταν παλιότερα: καρρώ (γαλλ. carreau), σωφφέρ (γαλλ. chauffeur), κοπυράιτ (αγγλ. copyright), τερραίν (γαλλ. terrain), γκωλ (αγγλ. goal), γιωτ (αγγλ. yaucht), τρόλλεϋ (αγγλ. trolley bus), ρεστωράν (γαλλ. restaurant), ταμπλώ (γαλλ. tableau), τραίνο (γαλλ. train), σαιζ-λόγκ (γαλλ. chaise longue), κομμουνισμός (γαλλ. communisme), πορτραίτο (αγγλ. portrait), πλέυ μπόυ (αγγλ. play boy), ντοκυμανταίρ (γαλλ. documentaire), κυλόττα (γαλλ. culotte), χωλλ (αγγλ. hall), φέρρυ-μπωτ (αγγλ. ferry boat), σαντιγύ (γαλλ. chantilly), τρυκ (γαλλ. truc) κ.ά.


Με την καθιέρωση (το 1976) της δημοτικής και ως επίσημης γραπτής γλώσσας και τη διεύρυνση των ορθογραφικών απλουστεύσεων που παραδοσιακά είχαν επικρατήσει σε ορισμένες μορφές γραπτής χρήσης της (θα/να γράφει αντί θα/να γράφη, είχε παιχθεί αντί είχε παιχθή, θα/να λέγονται αντί θα/να λέγωνται, κυβέρνηση αντί κυβέρνησι(ς), πρύτανης αντί πρύτανις κλπ.) καθώς και με την καθιέρωση του μονοτονικού και, γενικότερα, με την πιστότερη τήρηση των κανόνων ορθογραφίας που περιλαμβάνονται στη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (παρά τις όποιες αντιρρήσεις των ειδικών), άρχισε βαθμηδόν να εφαρμόζεται όλο και περισσότερο η αρχή της απλογραφήσεως των ξενικής προελεύσεως λέξεων, πολύ περισσότερο που το θέμα συνδέθηκε με την ορθή γραφή και χρήση της δημοτικής. Ετσι όσοι είχαν ιδίως μια στενότερη επαγγελματική σχέση με τα θέματα γραφής της ελληνικής γλώσσας (εκπαιδευτικοί, διορθωτές εντύπων, δημοσιογράφοι, δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες διαφόρων επιστημών, διαφημιστές κ.ά.), για να είναι συνεπείς προς τους κανόνες ορθογραφίας των ξένων λέξεων που ορίζει η γραμματική, άρχισαν, ιδίως τα τελευταία 10 χρόνια, να απλογραφούν τις ξένες λέξεις. Ετσι οι λέξεις που είδαμε παραπάνω γράφονται συχνά από τις κατηγορίες χρηστών που αναφέραμε ως: καρό, σοφέρ, κοπιράιτ, τερέν, γκολ, γιοτ, τρόλεϊ, ρεστοράν, ταμπλό, τρένο, σεζλόγκ, κομουνισμός (με ένα -μ-), πορτρέτο, πλεϊμπόι, ντοκιμαντέρ, κιλότα, χολ, φεριμπότ, σαντιγί, τρικ κ.τ.ό. Ομοίως απλογραφούνται και λέξεις όπως μαγιό (αντί μαγιώ), κλίριγκ (αντί κλήριγκ), κομπινεζόν (αντί κομπιναιζόν), πέναλτι (αντί πέναλτυ), σεζόν (αντί σαιζόν), σοτέ (σωτέ), στριπτίζ (στρηπτήζ), τζόκεϊ (τζόκεϋ), φουτμπόλ (φουτ-μπώλ) κ.ά. Ολα τα /i/ δηλαδή απλογραφούνται ως ι, τα /e/ ως ε, τα /o/ ως ο, δεν δηλώνονται τα όμοια διπλά σύμφωνα κ.ο.κ.


Ολους εμάς τους «παλαιότερους», τους συνηθισμένους στην ιστορική ορθογραφία των ξένης καταγωγής ελληνικών λέξεων, είναι βέβαιο ότι μας ξενίζει και μας «ενοχλεί» οπτικά η απλογραφημένη μορφή αυτών των λέξεων. Μας «λείπουν» τα αι, τα υ, τα ω, τα -λλ- κ.λπ. Μια «λύση» θα ήταν οι παλιότερες ξένες λέξεις (τραίνο, πορτραίτο, σωφέρ, ντοκυμανταίρ κ.τ.ό.) να γράφονται με την ιστορική τους ορθογραφία και να απλογραφούνται μόνον οι νεότερες, σύγχρονες και όσες άλλες θα μπουν στη γλώσσα μας (ουίσκι, σλίπιγκ μπαγκ, φοντί, σίριαλ κ.τ.ό.). Η αδυναμία μιας τέτοιας λύσης είναι η έντονη ασυνέπεια που γεννά με τον διαφορετικό τρόπο γραφής των ξένων λέξεων και με τα όρια που θα χρειαστεί να θέσει ανάμεσα στις «παλαιότερες» και τις «νεότερες» ξένες λέξεις. Δύο πράγματα αξίζει να σκεφθούμε: α) ότι όσο εύκολο και φυσικό είναι να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας των ελληνικών λέξεων για προφανείς λόγους, άλλο τόσο δύσκολο είναι να υποστηρίξει κανείς πειστικά και ρεαλιστικά ότι πρέπει να μαθαίνουμε την ορθογραφία των ξένων λέξεων έτσι όπως γράφονται στη γλώσσα από την οποία προέρχονται. β) Αν πρέπει να εξοικονομήσουμε δυνάμεις για καλύτερη ποιότητα χρήσεως των Ελληνικών μας, ας τις εξοικονομήσουμε από τέτοιες, λιγότερο οδυνηρές, απώλειες.


Και μια διευκρίνιση: όσα είπαμε αφορούν στις ξένες λέξεις της Ελληνικής που δεν ανήκουν στην κατηγορία των κυρίων ονομάτων (Ζυρίχη, Ρώμη, Ρωσία, Σαίξπηρ, Ντεμπυσσύ, Γκαίτε, Ρουσσώ κ.τ.ό.). Γι’ αυτά ­ που τα εξαιρεί και ο Τριανταφυλλίδης ­ ισχύει «η αρχή της αντιστρεψιμότητας» στην αρχική τους μορφή μέσω της ορθογραφίας τους. Γι’ αυτό και γραφές όπως Ζιρίχη, Ρόμη, Ροσία, Σέξπιρ, Ντεμπισί, Γκέτε, Ρουσό είναι αδιανόητες, για ονόματα που έχουν διεθνή παρουσία, πέρα από τα όρια μιας συγκεκριμένης γλώσσας.


Ο κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.