Ο λόγος θα είναι για τη συνείδηση που είχαν οι Φαναριώτες για την έννοια της «εθνότητας» ή, με μια πιο άχρωμη διατύπωση, για τη φύση του συλλογικού μορφώματος μέσα στο οποίο ένιωθαν ότι ζουν. Μια προεισαγωγική ωστόσο διευκρίνιση είναι αναγκαία, ιδιαίτερα για το γενικής παιδείας κοινό. Με τον όρο Φαναριώτες η νεοελληνική επιστήμη, ως πρόσφατα, εννοούσε το τμήμα εκείνο της βυζαντινής αριστοκρατίας που κατόρθωσε να επιβιώσει της κατάκτησης. Εκείνους που βρίσκοντας ένα modus vivendi με την οθωμανική πολιτική εξουσία κατόρθωσαν να κρατήσουν μια θέση στο μεταβυζαντινό καθεστώς και να επιζητήσουν τη θέση του «άρχοντα» στη συνείδηση των χριστιανών Ρωμιών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα κατάλοιπα της βυζαντινής αριστοκρατίας στα οποία, μέσα στη ροή του χρόνου, ήρθαν να προστεθούν και κάποια άλλα μέλη. Μέσα σε αυτή την οπτική Φαναριώτες ήταν και οι Καντακουζηνοί, Φαναριώτες και οι Μαυροκορδάτοι.


Η άποψη αυτή εγκαταλείπεται σιγά σιγά και γίνονται δεκτά συμπεράσματα των νεότερων ερευνών, σύμφωνα με τα οποία μετά τα μέσα του 17ου αιώνα στην τουρκοκρατούμενη ελληνική κοινωνία άρχισε μια διαδικασία αναστρωμάτωσης, η κορύφωση της οποίας τοποθετείται από τα τέλη του 17ου ως τις αρχές του 18ου αιώνα. Εκείνοι που διεκδικούσαν την αναστρωμάτωση ήταν οι Φαναριώτες, μια κοινωνικκή ομάδα διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης από την παλαιά αριστοκρατία. Μέσα στη νέα αυτή ερευνητική οπτική, οι Μαυροκορδάτοι είναι οι Φαναριώτες, οι Καντακουζηνοί είναι εκπρόσωποι του «παλαιού καθεστώτος» το οποίο ανέτρεψαν οι νεοπλούσιοι του 17ου αιώνα, οι Φαναριώτες. Με άλλα λόγια, η νέα «ανάγνωση» των πηγών της εποχής μάς επέτρεψε να διακρίνουμε καθαρά ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες. Δύο κατηγορίες που αν και συγκρούστηκαν σφοδρά από ένα σημείο και μετά άρχισαν να ταυτίζονται, ιδίως στο πολιτικό λεξιλόγιο των ανερχόμενων αστών του τέλους του 18ου αιώνα. Σιγά σιγά δηλαδή οι εκπρόσωποι του παλαιού καθεστώτος και οι Φαναριώτες, οι αριστοκράτες της νέας εξορύξεως, ονομάστηκαν αδιακρίτως Φαναριώτες. Αυτή τη σύγχυση που είχε περάσει και στη νεοελληνική επιστήμη ήρθαν να ξεδιαλύνουν οι πρόσφατες έρευνες.


Δύο κείμενα -μαρτυρίες


Ο λόγος λοιπόν εδώ θα είναι για τους Φαναριώτες, όπως τους ορίσαμε πιο πάνω, και θα αναζητήσουμε τη συνείδηση που είχαν για την έννοια της «εθνότητας». Τη μαρτυρία τους θα την αντλήσουμε από κείμενα δύο εκπροσώπων τους, κείμενα γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.


Το πρώτο κείμενο προέρχεται από την εποχή που οι Φαναριώτες διεκδικούσαν την εξουσία της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για μια μαρτυρία πρώτης σημασίας, καθώς το κείμενο το γράφει ο θεωρητικός της ομάδας, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1641-1709). Η δεύτερη μαρτυρία προέρχεται από την εποχή που οι Φαναριώτες είχαν εδραιώσει καλά την εξουσία τους και το κείμενο το υπογράφει ο Δημήτριος Καταρτζής (περ. 1730-1807). Η μαρτυρία του Μαυροκορδάτου είναι γραμμένη στα τέλη περίπου του 17ου αιώνα. Εντάσσεται μέσα στις διαδικασίες της κοινωνικής αναστρωμάτωσης που τότε διεξαγόταν και ερμηνεύεται εν μέρει από αυτές. Αμεσος στόχος του Μαυροκορδάτου είναι να ασκήσει κριτική στους εκπροσώπους του παλαιού καθεστώτος, να υπογραμμίσει ότι είναι ανίκανοι να ασκήσουν τα καθήκοντα που η κοινωνική θέση τους τούς επιβάλλει και έντεχνα να προβάλει την άποψη ότι εκείνος και αυτοί τους οποίους εκπροσωπεί είναι σε θέση να επιτελούν τα καθήκοντα του «ευπατρίδη», καθήκοντα που οι κοινωνικοί αντίπαλοί τους αδυνατούν πλέον να επιτελέσουν. Μέσα όμως από αυτό το κείμενο μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις απόψεις των ανερχόμενων Φαναριωτών για τη φύση του κοινωνικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο νιώθουν ότι ζουν ­ και την εξουσία του οποίου άλλωστε τότε διεκδικούσαν.


Καθώς το κείμενο στο οποίο αναφερόμαστε είναι ο Πρόλογος με τον οποίο ο Μαυροκορδάτος εγκαινίαζε ένα πολύτομο έργο με τον γενικό τίτλο «Επιτομή Παντοδαπής Ιστορίας», η αφορμή για να διατυπωθούν οι απόψεις του είναι η ιστορική παιδεία. «Το γένος των Ελλήνων» μετά την Αλωση στερείται πραγματικής ιστορικής παιδείας, αυτή είναι η πρώτη διαπίστωση του Μαυροκορδάτου. Ελλειψη που θα πρέπει να αποδοθεί στα δεινά που έφερε η κατάκτηση και όχι σε κάποιο έμφυτο ελάττωμα του Γένους. Οι «παίδες Ελλήνων ευφυΐας τε οξυτάτης, μνήμης εγκρατεστάτης προτερήμασι, και κρίσεως εμβριθούς πλεονεκτήμασι μηδ΄ ότουούν απολειπόμενοι [των άλλων γενών]», στερούνται ωστόσο σήμερα και ιστορικών βιβλίων και ειδήσεων για τα παλιά και τα σύγχρονα γεγονότα. Πρώτη λοιπόν αιτία η κατάκτηση. Παράλληλα όμως το γεγονός πρέπει να αποδοθεί και στο ότι οι των «ευγενών [Ελλήνων] παίδες» δεν ταξιδεύουν για να αποκτήσουν ιστορική παιδέια την οποία επιστρέφοντας να την προσφέρουν στην κοινωνία του γένους τους ­ όπως οφείλουν να κάνουν, και κάνουν, οι «ευπατρίδαι» κάθε γένους. Αντίθετα εκείνος, μολονότι δεν ανήκει στους ευγενείς, απέκτησε γνώσεις και θέλει να τις προσφέρει στο γένος. Ο ιδεολογικός στόχος του είναι προφανής: θέλει να τονίσει ότι είναι σε θέση να υποκαταστήσει στα καθήκοντά τους τούς ευγενείς του γένους των Ελλήνων που δεν επιτελούν το χρέος τους, γιατί και αν κάποτε ταξιδέψουν, το κάνουν με κίνητρο την «πολυχρηματία» και όχι τη φιλομάθεια.


Μαυροκορδάτος και Βολταίρος


Από το σύντομο αυτό απόσπασμα ενός κειμένου που έγραψε ο Μαυροκορδάτος στα τέλη περίπου του 17ου αιώνα μπορούμε όχι μόνο να διακρίνουμε ένα από τα ιδεολογικά επίπεδα πάνω στα οποία οι ανερχόμενοι νεοπλούσιοι θέλησαν να ασκήσουν κριτική και να διαβρώσουν τη θέση των κοινωνικών αντιπάλων τους αλλά και να διαγνώσουμε τις απόψεις τους για τη μορφή του συλλογικού μορφώματος μέσα στο οποίο ένιωθαν ότι ζουν.


Οι πολλαπλές αναφορές στην έννοια του «γένους των Ελλήνων» μάς αποκαλύπτουν την ταυτότητα του συλλογικού σώματος μέσα στο οποίο αισθανόταν ο Μαυροκορδάτος ότι ανήκε. Το γένος όμως αυτό δεν ήταν ένα φυλετικό άθροισμα αλλά μια κοινωνία, ένα σώμα διαφοροποιημένο, αφού, κατά τη μαρτυρία του ίδιου του Μαυροκορδάτου, το γένος αναγνώριζε και ευγενείς, «ευπατρίδας». Το γεγονός όμως ότι την εποχή που γράφει ο Μαυροκορδάτος υπήρχε συγκροτημένη μια ομάδα που διεκδικούσε να καταλάβει τη θέση των ευγενών στην κοινωνία του γένους των Ελλήνων, σημαίνει ότι η διαφοροποίηση δεν ήταν διττή, δεν υπήρχαν δηλαδή στην κοινωνία του γένους οι άρχοντες και ο λαός αλλά είχε δημιουργηθεί ένα ενδιάμεσο κοινωνικό στρώμα ­ στο οποίο άλλωστε ανήκε και ο Μαυροκορδάτος.


Η δεύτερη μαρτυρία προέρχεται και αυτή από Φαναριώτη αλλά είναι γραμμένη περίπου 85 χρόνια αργότερα. Η αφορμή για να διατυπωθεί η μαρτυρία αυτή ήταν μια πικρή αιχμή του Βολταίρου εναντίον των Ελλήνων.


«Η λέξη «πατρίδα» αρμόζει στο στόμα ενός Ελληνα;» διερωτάται στα 1771 ο Βολταίρος, «που αγνοεί αν υπήρξε ποτέ ένας Μιλτιάδης, ένας Αγησίλαος, και που ξέρει μόνο πως είναι ο σκλάβος ενός γενίτσαρου, ο οποίος είναι σκλάβος ενός αγά, ο οποίος είναι σκλάβος ενός πασά, ο οποίος είναι σκλάβος ενός βεζύρη, ο οποίος είναι σκλάβος ενός πατισάχ τον οποίο στο Παρίσι τον αποκαλούμε «ο Μεγάλος Τούρκος»».


Μερικά χρόνια αργότερα, στα τέλη περίπου του 1783, ο Δημήτριος Καταρτζής σε ένα μελέτημά του με τον τίτλο «Συμβουλή στους νέους» χωρίς να αναφέρει ρητά τον Βολταίρο ­ «μας κατηγορούνε μερικοί Φράγκοι πως δεν έχουμ’ εμείς πατρίδα» είναι η σχετική αναφορά του Καταρτζή ­ νιώθει την ανάγκη να διατυπώσει τον αντίλογό του. Οι χριστιανοί Ρωμιοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας συνιστούν, υποστηρίζει ο Καταρτζής, μια «πολιτική κοινωνία» ­ ο όρος είναι δικός του ­ και ορίζει το μέλος αυτής της κοινωνίας με τα ακόλουθα λόγια: «Λέγωντας Ρωμηό χριστιανό εννοώ έναν πολίτη ενού έθνους, που με τα δύ’ ονόματ’ αυτά τον δηλούνε αυτόνα να’ ν’ ένα μέλος αυτηνής της πολιτικής κοινωνίας, απτην οποία και παρονομάζεται. Αυτή λοιπόν [η πολιτική κοινωνία] έχωντας γνωστούς νόμους πολιτικούς, και ‘ρητούς κανόνες εκκλησιαστικούς, τον κάμνει τέτοιον, και διαφορετικό από κάθε άλλον, που να ‘ναι μέλος σ’ άλλην πολιτεία με άλλη θρησκεία».


Η αναφορά στο έθνος


Στον Καταρτζή όμως δεν συναντούμε μόνο τη χρήση του όρου «πολιτική κοινωνία», συναντούμε και τον όρο «έθνος». «Συνιστούμ’ ένα έθνος» που ζει στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δηλώνει κατηγορηματικά. Ενα έθνος που δεν έχει βέβαια δική του κρατική υπόσταση, δεν είναι όμως εντελώς αμέτοχο της πολιτικής εξουσίας. «Ανίσως… Δε μετέχουμε στη διοίκηση της πολιτείας των κρατούντων μας κατά πάντα, μ’ όλον τούτο δεν είμαστε σ’ αυτήνα με την όλοτη αμέτοχοι». Ο χώρος δεν επιτρέπει να παρουσιάσουμε όλες τις πλευρές της ανάλυσης που επιχειρεί ο Καταρτζής για να αποδείξει τους τρόπους που το έθνος μετέχει της εξουσίας, είναι όμως φανερό από τα λίγα αποσπάσματα που δώσαμε ότι από την κοινωνία του γένους περάσαμε στο έθνος και στην πολιτική κοινωνία που αυτό συνιστά.


Τα επόμενα βήματα που θα γίνουν ώστε η πολιτική αυτή κοινωνία να αποκτήσει και κρατική οντότητα είναι γνωστά. Οπως γνωστό είναι και το ενδιάμεσο πολιτικό όραμα του Ρήγα για τη δημιουργία όχι ενός εθνικού κράτους αλλά μιας πολυεθνικής βαλκανικής αυτοκρατορίας. Εκείνο πάντως που πρέπει να κρατήσουμε από τη σύντομη αυτή περιήγηση στον αιώνα των Φαναριωτών είναι πως οι χριστιανοί Ρωμιοί, που με την κατάκτηση βρέθηκαν μέσα στον κλοιό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, από την εποχή εκείνη ­ και σύμφωνα με τα συμπεράσματα των δικών μου ερευνών, από την επομένη της άλωσης ­ δεν αισθάνονταν μέλη μιας θρησκευτικής κοινότητας αλλά μέλη μιας διαφοροποιημένης κοινωνίας.


Ο κ. Δημήτρης Γ. Αποστολόπουλος είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.