Ο Χέγκελ φαίνεται να ανήκει στους φιλοσόφους που δεν αστοχούν συχνά στις ιστορικές τους εκτιμήσεις· πάντως δεν έπεσε έξω όταν έκρινε ότι ο Ροβεσπιέρος θεώρησε την αρχή της αρετής το υπέρτατο αγαθό, «σε σημείο που μπορούμε να πούμε ότι αυτός ο άνθρωπος πήρε την αρετή στα σοβαρά». Στην προκειμένη περίπτωση, εξάλλου, η κρίση του φιλοσόφου συμφωνεί με το κοινό αίσθημα που ονόμασε τον γάλλο πολιτικό αδιάφθορο. Πώς καταλάβαινε ο Ροβεσπιέρος την αρετή; Ποιους θεωρούσε αντιπάλους της; Γιατί την όριζε ως αρχή; Οι ανησυχίες αυτές έχουν ιστορικό ενδιαφέρον, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ελκύσει την προσοχή των πρακτικών και αποτελεσματικών ανθρώπων που απαιτούν οι μοντέρνοι καιροί. Ας είναι· έστω ως απολίθωμα, τι σήμαινε γι’ αυτόν τον σημαντικό ηγέτη της αστικής επανάστασης η αρετή;
Πολύ συχνά και πολύ πριν από την επανάσταση ο Ροβεσπιέρος εντοπίζει τον βασικό του αντίπαλο σ’ αυτό που ονομάζει προκαταλήψεις. Εναντίον τους αποφασίζει ότι υπάρχουν δύο κυρίως όπλα, τα οποία και χρησιμοποιεί σε κάθε ευκαιρία: ο ορθός λόγος και η ευγλωττία. Αυτή η τελευταία χρειάζεται κάποιες εξηγήσεις γιατί κινδυνεύει να παρεξηγηθεί. Με τον όρο «ευγλωττία» ο Ροβεσπιέρος δεν εννοεί την καλλιέπεια του λόγου αλλά την ευστοχία του. Εύγλωττος είναι αυτός που βρίσκει τις σωστές λέξεις για να ονομάσει το πράγμα που σκοπεύει. Παράδειγμα ευγλωττίας είναι ακριβώς η λέξη που επιλέγει ο γάλλος επαναστάτης για να χαρακτηρίσει τους εχθρούς της αρετής. Τους ονομάζει fripons.
Η λέξη σημαίνει «κλέφτης», «απατεώνας» αλλά με την ιδιαίτερη κλίση του επιτήδειου απατεώνα, εκείνου δηλαδή που ξέρει καλά τη δουλειά του και είναι επιτυχημένος επαγγελματίας στον κλάδο του. Οπως το λέγει ο Βολταίρος, από τον οποίον ίσως ο Ροβεσπιέρος αλιεύει τη λέξη, τούτος ‘δώ ο απατεώνας κλέβει με ευστροφία, πονηριά και κυρίως χωρίς ενδοιασμούς. Στις σημασίες αυτές πρέπει να προστεθεί και η ετυμολογική, καθώς η λέξη προέρχεται από ένα ρήμα που σημαίνει στη ρίζα του «τρώω με βουλιμία». Αυτό είναι λοιπόν το πρώτο ορατό σχήμα που παίρνει η μάζα των εχθρών της αρετής, οι επιτήδειοι απατεώνες-τρωκτικά.
Το περίεργο είναι ότι το σχήμα αυτό ο Ροβεσπιέρος επιμένει να το αναγνωρίζει όχι μόνο και κυρίως όχι τόσο στους αντιπάλους και στους εχθρούς της επανάστασης όσο στους όψιμους οπαδούς και στους κραυγαλέους φίλους της. Ετσι, μόλις πέντε χρόνια μετά την επαναστατική έκρηξη, το 1794, ο Ροβεσπιέρος καταγγέλλει ονομαστικά επώνυμους «κρατικούς διαχειριστές του δημόσιου χρήματος», τους οποίους ονομάζει ακριβώς fripons. Επισημαίνει ότι η καταπολέμησή τους δεν είναι εύκολο πράγμα γιατί η ευκινησία τους είναι τέτοια ώστε, «όταν διώξεις έναν απατεώνα από μια δημόσια υπηρεσία, σίγουρα αυτός θα τρυπώσει σε μιαν άλλη». Η κατάσταση παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις γιατί «πολλά λειτουργήματα και πολλές δημόσιες θέσεις έχουν καταληφθεί από ανθρώπους που πλούτισαν ως φίλοι της ελευθερίας και από κρατικούς λειτουργούς που πολεμούν τη δικαιοσύνη».
Από τις προηγούμενες διαπιστώσεις ο Ροβεσπιέρος συνάγει, σε συμφωνία με τον φίλο του Σεν Ζυστ, ένα συμπέρασμα και παίρνει μόνος του μια απόφαση. Το συμπέρασμα λέει ότι «όσο περισσότερο οι κρατικοί λειτουργοί υποκαθιστούν τον λαό τόσο λιγότερο δημοκρατία υπάρχει». Και η απόφαση, που συνοδεύεται από την προφητική επίγνωση των επιπτώσεών της, στον τελευταίο λόγο του Αδιάφθορου από το βήμα της Εθνοσυνέλευσης: «Εχω γίνει για να πολεμώ το έγκλημα και όχι να το κυβερνώ. Δεν έφτασε η στιγμή που οι άνθρωποι του καλού μπορούν ατιμωρητί να υπηρετήσουν την πατρίδα· οι υπερασπιστές της ελευθερίας θα είναι αποδιοπομπαίοι όσο θα κυριαρχούν οι ορδές των απατεώνων».
Η αρετή ως ήθος, τόλμη και σταθερή συμπεριφορά στην υπηρεσία της ελευθερίας είναι το αντίδοτο στην απάτη. Ετσι ορισμένη, η αρετή δεν αποτελεί ούτε προσωπικό ούτε ψυχολογικό ούτε ηθικολογικό γνώρισμα. Στα μάτια του Ροβεσπιέρου η αρετή έχει βαθιά πολιτικό και δημοκρατικό χαρακτήρα. Στην προκειμένη περίπτωση ο επαναστάτης πολιτικός ακολουθεί το πρότυπο του αριστοκράτη θεωρητικού: «Το κεντρικό ελατήριο των δημοκρατιών είναι η αρετή, όπως το απέδειξε ο συγγραφέας του Πνεύματος των νόμων, δηλαδή η πολιτική αρετή, που δεν είναι άλλο πράγμα από την αγάπη των νόμων και της πατρίδας. Η ίδια η σύσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος απαιτεί τη διαρκή υποχώρηση όλων των επί μέρους συμφερόντων, όλων των διαπροσωπικών σχέσεων μπροστά στο γενικό καλό».
Ισως έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι για τον Ροβεσπιέρο ο απατεώνας είναι το κατ’ εξοχήν αντιπολιτικό, απολιτικό ή μη-πολιτικό ζώο. Αυτό το τρωκτικό, που έχει το κεφάλι βυθισμένο σε μια γούρνα με λεφτά και τρώει, τρώει, τρώει και σταματημό δεν έχει.
* Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.