Η υπόθεση του σκανδάλου Μπιλ-Μόνικας που απασχολεί την παγκόσμια ειδησεογραφία τον τελευταίο καιρό φέρνει στον νου μια παρόμοια ιστορία η οποία, αν και χρονολογείται στα μεσαιωνικά χρόνια, έχει αρκετές αναλογίες με το σήμερα.


Η μεσαιωνική μας ιστορία λοιπόν τα έχει όλα: έρωτα, σεξ, ψέματα (αλλά όχι βιντεοταινίες), απατημένες συζύγους και προδομένους εραστές. Διαδραματίζεται πριν από περίπου 600 χρόνια, για την ακρίβεια το έτος 1368 μ.Χ., στην «γλυκείαν χώρα της Κύπρου», που την εποχή εκείνη βρισκόταν υπό την διακυβέρνηση του γαλλοφερμένου οίκου των Λουζινιάν. Πρωταγωνιστές, ο ανώτατος άρχοντας του τόπου, βασιλιάς Πέτρος Α’, και η πρώτη κυρία του, η Ελεονώρα, από την Αραγωνία, Σπανιόλα με φιλοδοξίες και πάθη. Την ιστορία μάς διηγείται ο Λεόντιος Μαχαιράς, ο Μακρυγιάννης της κυπριακής διαλέκτου όπως έχει αποκληθεί. Ο Μαχαιράς, γεννημένος μεταξύ του 1355 και του 1365, μπήκε από νωρίς στην υπηρεσία του βασιλικού οίκου, όπως άλλωστε και πολλά άλλα μέλη της οικογένειάς του, και έτσι ήταν ενημερωμένος από πρώτο χέρι για τα τεκταινόμενα στο βασίλειο της Κύπρου. Από τη θέση αυτή συνέγραψε ένα χρονικό με τίτλο «Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου», στο οποίο για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε η μεσαιωνική δημώδης διάλεκτος του νησιού (i).


Η ιστορία αυτή έρωτα και αμαρτίας αρχίζει με τους καλύτερους οιωνούς, όπως άλλωστε και οι περισσότερες ιστορίες αυτού του είδους. Ο καλός μας βασιλιάς, όπως όλοι οι καλοί βασιλιάδες, ήταν τόσο αφοσιωμένος στη βασίλισσά του ώστε, όταν ήταν αναγκασμένος να λείπει σε ταξίδι για δουλειές, έπαιρνε μαζί του ένα αναμνηστικό της κυράς του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μαχαιρά, στη δική του χαρακτηριστική χυμώδη γλώσσα (§130), «ο ρε Πιερ αγάπαν την ρήγαιναν ως γοιόν ορίζει ο θεός… και εβγαίννοντά του να πάγη ‘ς την Φραγγίαν ώρισεν και εδώκαν… του έναν αποκάμισον της ρήγαινας, και ώρισεν τον τζαμπερλάνον όπου του στρώννει το κρεβάτιν του να βάλλη το αποκάμισον της ρήγαινας εις το πλευρόν του· και όντα νάππεσεν ο ρήγας να κοιμηθή αγγάλιζεν το αυτόν αποκάμισον και εκοιμάτον». Τέτοιος έρωτας!


Οπως όμως ο πλανητάρχης, καλή του ώρα, έτσι και ο σαραντάρης βασιλιάς ήταν ένας άντρας με εξουσία και γοητεία. Ηταν, λένε (§249), «ένας λιόντας, και όμορφον κορμίν και βαλτίσιμος άνθρωπος και γνωστικός και σοφός και χαριτωμένος απού τον θεόν». Ως εκ τούτου δεν κατάφερε να αντισταθεί στους πειρασμούς της σάρκας και «έππεσεν εις αμαρτίαν», συνήψε δηλαδή «απρεπή σχέση» σύμφωνα με την τρέχουσα ορολογία, «με μίαν ζιτίλ [ευγενή] αρχόντισσα ονόματι Τζουάννα Λ’ Αλεμά, γυναίκαν του σιρ Τζουάν τε Μουντολίφ» (§234). Ο βασιλιάς Πέτρος όμως φάνηκε πιο προνοητικός από τον σημερινό ομόλογό του αφού δύσκολα θα μπορούσε να κατηγορηθεί για «σεξουαλική παρενόχληση» απέναντι σε ένα (σχεδόν) ισότιμό του μέλος της αριστοκρατίας. Αν, δηλαδή, υποθέσουμε ότι ο πλανητάρχης διάλεγε μία από τις συζύγους των γερουσιαστών για να αμαρτήσει μαζί της, αντί για το απλό εργαζόμενο κορίτσι που ήταν η Μόνικα, ίσως η υπόθεση να είχε πάρει διαφορετική τροπή.


Σύμφωνα όμως με τον ορισμό των δικηγόρων της Πόλα Τζόουνς, ο βασιλιάς Πέτρος είχε πράγματι «ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή» με την εκλεκτή της καρδιάς του. Και αυτό αποδεικνύεται όχι από κανένα λεκιασμένο φόρεμα αλλά γιατί «αφήκεν την αγκαστρωμένην μηνών οκτώ». Σε αντίθεση όμως με την αξιοπρεπή στάση της Χίλαρι που στέκεται στο πλευρό του άντρα της, η πρώτη κυρία της Κύπρου παίρνει την κατάσταση στα χέρια της: «Και πηγαίνωντα ο ρήγας την δεύτερην φοράν εις την Φρανγγίαν [όχι, τον καιρό εκείνο οι πρώτες κυρίες δεν συνόδευαν τους συζύγους τους σε επίσημες επισκέψεις στο εξωτερικό], έπεψεν και έφερέν την [την ερωμένη του άντρα της] εις την αυλήν [σαν να λέμε στον Λευκό Οίκο]· και… ετίμασεν την αντροπιασμένα λογία, λαλώντα της: Κακή πολιτική [βρώμα, σε ελεύθερη μετάφραση], εσού είσαι απού χωρίζεις με από τον άντρα μου!» (§234). Ούτε πόνος ούτε δάκρυα ούτε άυπνες νύχτες η Ελεονώρα, όπως καλή ώρα η δικιά μας τέως πρώτη κυρία, αλλά απευθείας κατά μέτωπο επίθεση.


Επειδή όμως εκείνη τη μακρινή εποχή οι έννοιες της πολιτικής ορθότητας και του πολιτικού κόστους ήταν ανύπαρκτες, ο αμαρτωλός βασιλιάς διάλεξε να πάρει το μέρος της ερωμένης του: «Ο ρήγας έγραψεν της ρήγαινας πολλά θυμωμένα: Εμαθα το κακόν το εποίκες της ηγαπημένης μας κυρά Τζουάνας Λ’ Αλεμά· διά τούτον τάσσομαί σου, ότι ανισώς και έλθω εις την Κύπρον… θέλω σου ποίσειν τόσον κακόν όπου να τρομάξουν πολλοί» (§236). Δεν είχε να φοβάται κανέναν ανεξάρτητο εισαγγελέα, τύπου Κένεθ Σταρ, ο Πέτρος, γι’ αυτό δεν μάσησε τα λόγια του ούτε αισθάνθηκε την υποχρέωση να ζητήσει συγγνώμη από κανέναν.


Ποια όμως ήταν η αντίδραση της κοινής γνώμης της εποχής; Αν θεωρήσουμε τη μαρτυρία του Μαχαιρά ενδεικτική, τότε ένα μέρος του κόσμου πρέπει να πήρε το μέρος του Πέτρου. Ο ίδιος ο Μαχαιράς, αν και παπαδοπαίδι, όπως ο σύγχρονος ανεξάρτητος εισαγγελέας, δίνει πλήρη άφεση αμαρτιών στον μοιχό βασιλιά και επιρρίπτει ευθύνες στον «δαίμονα της πορνείας, [που] όλον τον κόσμον πλημελά [επιτίθεται]» και ο οποίος «τον εκόμπωσεν [εξαπάτησε] τον ρήγαν» (§236) (ii). Και παρ’ ότι ο μεσήλικος βασιλιάς διατηρούσε και δεύτερη ερωμένη εκτός από την όμορφη Ιωάννα Λ’ Αλεμά, η δικαιολογία ήταν ότι «είχεν πολλήν ληξουρίαν [ήταν φιλήδονος], ότι ήτον παιδίος [νέος] άνθρωπος» (§242).


Θα αναρωτιέστε βέβαια για την τελική κατάληξη της ιστορίας. Εχουμε και λέμε λοιπόν. Η πέτρα του σκανδάλου, η Ιωάννα Λ’ Αλεμά, κλείστηκε σε μοναστήρι αλλά παρ’ όλα αυτά «η ομορφία της δεν επαρκατέβην [μειώθηκε]» (§237). Ο βασιλιάς Πέτρος δολοφονήθηκε την επόμενη χρονιά από μία ομάδα δυσαρεστημένων αυλικών ενώ η βασίλισσα Ελεονώρα έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα. Στο τέλος της ιστορίας ο Μαχαιράς συμβουλεύει: «Γινώσκετε απού μέναν ό,τι ποίον επάθαν οι ανθρώποι όπου αγαπούν τες γυναίκες και πιστεύγουν εις τα λογία τους· ότι το να τους αγαπούν δυνατά, τότε γυρεύγουν να τους αποβγάλουν [ξεφορτωθούν]… ει δε η σκάλα της γυναικός [στον έρωτα] έναν σκαλίν έχει· αν σε αγαπά θανατώννει σε και αν σε μισά, γυρεύγει χωρίς κώλυσι να σε ξηφτειάση [εξευτελίσει]» (§576). Cherchez la femme, με άλλα λόγια, για να έχουν και τη συνείδησή τους ήσυχοι οι αρσενικοί.


Τι νόημα έχουν τελικά όλα αυτά και γιατί σας τα διηγήθηκα; Οχι, δεν είναι επειδή ελπίζω ότι όλοι όσοι «πολλά πεθυμούν να γροικήσουν τα [όσα] εδιάβησαν και τας παλαιάς ιστορίας… απ’ εκείνα μανθάνουσιν και βλέπουνται… μήπως και γλυτώσουν». Η ιστορία αυτή από τα παλιά είναι «διά να την διαβάζουσιν εκείνοι, οπού ευρίσκονται, οι ποίγοι θέλουν αλεγριάζεσθαι τας παλαιάς ιστορίες» (§2).


(i). Το χρονικό σώζεται σε τρία χειρόγραφα που σήμερα βρίσκονται στις βιβλιοθήκες της Βενετίας, της Ραβέννας και της Οξφόρδης. Το κείμενο εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1873 από τον Κ. Ν. Σάθα στον δεύτερο τόμο της σειράς Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη. Σχετικά πιο πρόσφατη είναι η έκδοση του καθηγητή στην έδρα των Βυζαντινών και Νέων Ελληνικών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης R. Μ. Dawkins, με τίτλο Leontios Makhairas, Recital concerning the Sweet Land of Cyprus entitled «Chronicle» (Oxford: Clarendon Press, 1932), στην οποία αναφέρονται και οι παραπομπές που παρατέθηκαν.


(ii). Στο επεισόδιο αυτό αναφέρεται και το ομώνυμο ποίημα του Γ. Σεφέρη, που περιλαμβάνεται στη συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’.


Η κυρία Αννα Χριστοφόρου είναι ιστορικός.