Θα περιγραφεί ο πόλεμος που άρχισε ως «σύγκρουση των πολιτισμών»; Η φράση-κλισέ προέρχεται από το διάσημο πλέον βιβλίο του Σάμιουελ Χάντινγκτον Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης (1996) που πολλοί το σχολιάζουν αλλά λίγοι το έχουν διαβάσει. Πρόκειται για μια χαρτογράφηση του μεταψυχροπολεμικού κόσμου η οποία παρήγαγε έναν λόγο ο οποίος, περιγράφοντας αυτόν τον κόσμο από μια προνομιακή θέση, τελικά τον ωθεί να προσαρμοστεί και να μοιάσει στον χάρτη του. Το επιχείρημα αυτό φαίνεται πολύπλοκο, αλλά στο βιβλίο θα βρει κανείς με πολύ μεγάλη ακρίβεια τόσο τον τρόπο και την αιτιολογία με την οποία περιγράφονται όσα συνέβησαν στις 11 Σεπτεμβρίου όσο επίσης και τις δηλώσεις της αμερικανικής ηγεσίας για τον δεκαετή νέο πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας. Δεν πρόκειται για προφητείες ούτε ο Χάντινγκτον είναι Νοστράδαμος. Πρόκειται για την επιρροή που άσκησε το βιβλίο αυτό στον τρόπο με τον οποίο η αμερικανική ηγετική τάξη και τα μέσα ενημέρωσης αντιλαμβάνονται τη διάρθρωση του κόσμου και τις σχέσεις που τον διέπουν, μία δεκαετία μετά την κατάρρευση του διπολικού συστήματος που τον όριζε για 45 χρόνια. Για τον συγγραφέα ο 19ος αι. ήταν ο αιώνας του πολέμου των εθνών, ο 20ός αι. ο αιώνας του πολέμου των ιδεολογιών και ο 21ος αι. ο αιώνας του πολέμου των πολιτισμών.
Η πρώτη απόπειρα να περιγραφεί ο νέος μεταδιπολικός κόσμος έγινε από τον Φράνσις Φουκουγιάμα με το βιβλίο του Το τέλος της Ιστορίας (1989). Πρόκειται για άλλο ένα βιβλίο που, επίσης, πολλοί το λιθοβολούν χωρίς να το έχουν διαβάσει. Σε εκείνο το βιβλίο υπήρχε μια αισιόδοξη οπτική της εξέλιξης του κόσμου: μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού η οικονομία της αγοράς και η φιλελεύθερη δημοκρατία θα επικρατήσουν σιγά σιγά σε όλον τον κόσμο, οι συγκρουσιακές ιδεολογίες δεν θα έχουν πλέον ακροατήριο, επομένως θα σταματήσουν οι μεγάλες συγκρούσεις και θα περνούν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
* Η εξέλιξη του κόσμου
Το βιβλίο του Χάντινγκτον είναι απάντηση σε αυτή την αισιόδοξη περιγραφή. Η επέκταση της αγοράς και της τεχνολογίας δεν πρόκειται να προκαλέσει μια ανάλογη υιοθέτηση των αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας η οποία είναι προϊόν του δυτικού πολιτισμού. Αντίθετα, η διασπορά της πολιτικής δύναμης και η οικονομική άνοδος θα προκαλέσουν πολιτισμικές αναδιπλώσεις. Ο κόσμος θα στοιχηθεί ανάμεσα στα υπάρχοντα επτά ή οκτώ ανταγωνιστικά πολιτισμικά μπλοκ. Η αμερικανική ηγεμονία, και κατ’ επέκταση η δυτική ηγεμονία, δεν βρίσκεται σε επέκταση αλλά σε υποχώρηση στον πλανήτη. Το μέλλον επομένως θα χαρακτηριστεί από ανταγωνισμούς που θα φτάσουν ως πολεμικές συρράξεις αυτών των πολιτισμών. Η Ευρώπη και η Αμερική καλά θα κάνουν να περιχαρακωθούν στον εαυτό τους και στα πολιτισμικά τους όρια, να τα θωρακίσουν εσωτερικά και εξωτερικά, και να μην ανακατεύονται σε καβγάδες στο εσωτερικό άλλων πολιτισμικών ζωνών, δηλαδή εκεί όπου δεν διακυβεύονται ζωτικά τους συμφέροντα (όπως χαρακτηριστικά και μέσα στο πνεύμα του βιβλίου υποστηρίζει ο κ. Κόλιν Πάουελ).
Το βιβλίο εκφράζει τη σύγχρονη εκδοχή του αμερικανικού απομονωτισμού και την οπτική των Ρεπουμπλικανών στις διεθνείς σχέσεις. Ο στόχος του βιβλίου όμως δεν μπορεί να κατανοηθεί αν δεν τεθεί στα αμερικανικά συμφραζόμενά του. Κατηγορεί την πολιτική του «πολυπολιτισμού», την υποστήριξη της πολιτισμικής ποικιλίας και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων να καλλιεργούν τις ιδιαίτερες ταυτότητές τους (και ονομαστικά την πολιτική Κλίντον και τη φιλελεύθερη αμερικανική διανόηση) ότι υπονομεύουν την ενότητα και την ισχύ του αμερικανικού έθνους. Προειδοποιεί για τον κίνδυνο της μετανάστευσης, αντιπαραθέτει τον πολιτισμικό σχετικισμό στην ηθική απολυτότητα, την οποία και υποστηρίζει, και καλεί σε μια εκ νέου δέσμευση στις πάγιες αρχές του αμερικανικού συντηρητισμού. Δύσκολα ο ημέτερος Αρχιεπίσκοπος θα διαφωνούσε με την κεντρική άποψη του Χάντινγκτον «στην Ευρώπη η αποδυνάμωση του χριστιανισμού του κεντρικού συστατικού της θα μπορούσε να υπονομεύσει τον δυτικό πολιτισμό» (σελ. 437 της ελλ. έκδ.). Πρόκειται για ένα βαθιά συντηρητικό βιβλίο.
Στην Ελλάδα το βιβλίο αυτό συνάντησε σχεδόν καθολική αντίδραση, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με τις ιδέες και την πολιτική που υποστηρίζει το ημέτερο εθνοθρησκευτικό μπλοκ. Εκείνο το οποίο προφανώς ενόχλησε τους Ελληνες είναι ότι τους θέτει εκτός δυτικού πολιτισμού, στη σφαίρα ενός άλλου, διαφορετικού, του ορθόδοξου πολιτισμού που περιλαμβάνει τη Ρωσία και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Θα μπορούσε βέβαια να σχολιάσει κανείς σαρκαστικά ότι αυτό το οποίο διατυμπανίζεται στην Ελλάδα, δηλαδή η διαφοροποίησή της από τη Δύση, ενοχλεί όταν αναγνωρίζεται στην ίδια τη Δύση.
Αλλά το ζήτημα είναι πιο σύνθετο και, θα έλεγα, δομικό από την άποψη της σχέσης της ελληνικής κουλτούρας με τη δυτική, και κατ’ επέκταση της θέσης της χώρας στον χάρτη των πολιτισμών και της πολιτικής. Ο συγγραφέας παρέχει την υποστήριξή του στην άποψη ότι η ευρωατλαντική κοινότητα, δηλαδή ο δυτικός κόσμος, θα πρέπει να στηριχθεί σε τέσσερις πυλώνες: για την ασφάλειά του, στο ΝΑΤΟ, στην ελεύθερη αγορά και στο κράτος δικαίου, και επίσης στην «κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά που πηγάζει από την Ελλάδα και τη Ρώμη, την Αναγέννηση και φτάνει ως τις κοινές αξίες, πεποιθήσεις και τον κοινό πολιτισμό του αιώνα μας» (σελ. 441). Σε αυτή την άποψη, η οποία διατρέχει τον δυτικό πολιτισμό από τον 18ο αιώνα και εξής και συγκροτεί τον «κανόνα» του, η Ελλάδα έχει έναν κεντρικό ρόλο, αλλά οι Ελληνες βρίσκονται εκτός. Γιατί πρόκειται αφενός για την κλασική Ελλάδα, αφετέρου για τους Νεοέλληνες, διαμορφωμένους από την Ορθοδοξία και το Βυζάντιο, δύο στοιχεία που οι ίδιοι διεκδικούν για την ταυτότητά τους, τα οποία όμως μένουν εκτός δυτικού «κανόνα»!
* Εγγενή προβλήματα
Αν όμως κάτι προσέφερε η πολυπολιτισμική κριτική (που κατηγορεί ο Χάντινγκτον αλλά και οι ημέτεροι ομόφρονές του) είναι η αποδόμηση και η σχετικοποίηση αυτού του δυτικού κανόνα. Το πρόβλημα κατά συνέπεια είναι πώς αυτοπροσδιορίζεται η Ελλάδα απέναντι στον αμερικανικό και ευρύτερα στον δυτικό συντηρητισμό. Και επειδή η Ελλάδα δεν είναι ενιαία, το πρόβλημα για τους συντηρητικούς και τους υπέρ της πολιτισμικής περιχαράκωσης είναι διαφορετικό από ό,τι για τους εκσυγχρονιστές που υποστηρίζουν την πολιτισμική ποικιλία.
Οι πρώτοι δεν χωράνε στο σχήμα του δυτικού συντηρητισμού. Αυτή είναι η δυσκολία για όσους, λ.χ., καταδικάζουν τον Μπερνάλ και τη «Μαύρη Αθηνά» επικαλούμενοι την κριτική και τη στάση εκείνων οι οποίοι στα πολιτισμικά θέματα συμφωνούν με τον Χάντινγκτον. Και από τον πολιτισμό στην πολιτική, αυτό είναι το βαθύτερο δράμα και της Νέας Δημοκρατίας που θέλει να εκφράσει αυτόν τον συντηρητικό κόσμο, αλλά αν υιοθετήσει τον δυτικό συντηρητισμό, αν μιλήσει δηλαδή όπως ο Χάντινγκτον, τότε θα τον αποξενώσει. Πώς δηλαδή να συμφωνήσει με τον Χάντινγκτον όταν αυτός υποστηρίζει ότι η Ελλάδα και η Τουρκία πρέπει να τεθούν εκτός ΝΑΤΟ ως πολιτισμικά διαφορετικές χώρες;
Το πρόβλημα των προοδευτικών είναι διαφορετικό. Μπορούν βέβαια να επικαλεστούν την αποτυχία της πρόβλεψης του Χάντινγκτον ότι η Ελλάδα τελικά θα ευθυγραμμιστεί με τη Ρωσία και το ορθόδοξο μπλοκ, ενώ τελικά η Ελλάδα μπήκε στην ΟΝΕ και ευθυγραμμίζεται με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η αποτυχία αυτή δείχνει τη μονομέρεια και τον υπερτονισμό του πολιτισμικού παράγοντα και τη μονολιθική αντίληψη της κουλτούρας η οποία ορίζεται σχεδόν αποκλειστικά με κριτήριο τη θρησκεία, και όχι ως ένα πεδίο αμοιβαίων διεισδύσεων αλλά και ανταγωνισμών, όπως απέδειξε και η «μάχη των ταυτοτήτων» στην Ελλάδα. Αλλά το πρόβλημα είναι πώς από μια ανάλυση τύπου Χάντινγκτον μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε άλλα συμπεράσματα που δεν προϋποθέτουν πολεμικές συγκρούσεις; Πώς δεν θα φαίνονται καλόβολες ουτοπίες όσα υποστηρίζουμε; Λείπει δηλαδή μια ανάλυση που θα συγκροτεί τον αντίπαλο θεωρητικό πόλο-υπόβαθρο μιας εναλλακτικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων. Το μείζον ιστορικό πρόβλημα δεν είναι η επιβεβλημένη τιμωρία των ενόχων της 11 Σεπτεμβρίου. Αυτή στη μακρά ιστορική διάρκεια μπορεί να καταγραφεί ως ένα επεισόδειο. Το μείζον πρόβλημα είναι η αναδιοργάνωση των σχέσεων του δυτικού, ευημερούντος και κυρίαρχου κόσμου μας με τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.