Είναι γνωστόν ότι στο επιτάφιο επίγραμμα του Αισχύλου εκείνο που δοξαστικά τονίζεται δεν είναι το ποιητικό έργο του αλλά η συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα και η «ευδόκιμος αλκή» που επέδειξε. Το επίγραμμα αυτό αποτελεί (γνωστόν, επίσης) το θέμα του καφαβικού ποιήματος «Νέοι της Σιδώνος», όπου, μετά τη σχετική απαγγελία, «ένα παιδί ζωηρό, φανατικό για γράμματα» (και όχι για πολέμους, προφανώς) πετάγεται πάνω και εκφράζει την αντίθεσή του. «Α, δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό. / Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λειποψυχίες» κτλ. Ετσι κι αλλιώς, όμως, η περίπτωση του Αισχύλου αποτελει ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ενός λαμπρού ποιητή που παίρνει ενεργά μέρος σε έναν πατριωτικό πόλεμο. Ανάλογα έπραξαν έκτοτε πολλοί και αρκετοί από τους ποιητές και πεζογράφους μας. Ελαβαν μέρος στους μεγάλους πολέμους του έθνους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι εμφύλιοι φυσικά. Δεν είναι το θέμα μας αυτό αλλά ας θυμίσω επιλεκτικά τις περιπτώσεις τριών ποιητών: του ανθυπολοχαγού της Αλβανίας Οδυσσέα Ελύτη, του τυφεκιοφόρου στη «γραμμή του πυρός» Νίκου Εγγονόπουλου και του ανθυπίατρου και εξάγγελου του Εμφυλίου Τάκη Σινόπουλου.
Περιπτώσεις ποιητών θανόντων στη μάχη υπάρχουν πολλές επίσης. Το κλασικό (κυριολεκτικά) παράδειγμα είναι ο ιαμβογράφος Αρχίλοχος από την Πάρο (7ος π.Χ. αι.), ο οποίος και τον Ενυάλιο άρχοντα (Αρη) θεραπεύει και το «ερατόν δώρον» των Μουσών γνωρίζει, αλλά και ως διάσημος εραστής κυκλοφορεί. Ο ποιητής υπηρετεί αρχικά ως στρατιώτης (πιθανόν μισθοφόρος) στη Θάσο, αργότερα όμως επιστρέφει στο νησί του και πεθαίνει υπερασπιζόμενος την πατρική γη. Η ιστορία μάλιστα διέσωσε το όνομα του ανθρώπου που τον σκότωσε: ήταν ο Νάξιος Καλώνδας. Ετσι η γνωστή δήλωσή του (για την οποία και κατηγορήθηκε από τους πολεμοχαρείς ιέρακες της εποχής ως ρίψασπις) ότι αυτό που αξίζει είναι η ζωή και όχι η ασπίδα τελικά παρέμεινε απλή δήλωση.
Ανάλογο παράδειγμα πολεμιστή και ποιητή (αλλά και bon viveur, στα νιάτα του τουλάχιστον) είναι ο Λορέντζος Μαβίλης, ο οποίος σκοτώνεται, ντυμένος το κόκκινο χιτώνιο των Γαριβαλδινών (για να μη φαίνεται το αίμα!), σε ηλικία 52 ετών, στον Δρίσκο, απέναντι από τα Γιάννενα, στις 28 Νοεμβρίου 1912. Το παρόν κείμενο γράφεται ως ελάχιστο μνημόσυνο για τον ποιητή, με την ευκαιρία των 90 χρόνων από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ο ίδιος στο σονέτο «Λήθη» (1896) καλοτυχίζει τους νεκρούς «που λησμονάνε» και θρηνεί τους ζωντανούς που θέλουν «μα δε βολεί να λησμονήσουν». Αμποτες να ήταν έτσι τα πράγματα, αν και το ποίημα δεν έχει θέμα την ιστορική μνήμη. Η αλήθεια όμως είναι πως «της Λησμονιάς η βρύση» ποτίζει μόνο εμάς, τους ζωντανούς.
Ο Λορέντζος Μαβίλης είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές των γραμμάτων μας και όχι μόνο. Υπήρξε κάποτε αγαπημένος ποιητής πολλών και η σχετική βιβλιογραφία για το έργο του δεν είναι ευκαταφρόνητη. (Εκθύμως συνιστώ την έκδοση των Ποιημάτων του από τον σεβαστό Γ. Αλισανδράτο, Ιδρυμα Ουράνη, 1990). Ολιγογράφος αλλά ιδιαίτερα καλαίσθητος ποιητής σονέτων, ανήκει στην επτανησιακή παράδοση, όπως διαμορφώνεται από τον Σολωμό και τους επιγόνους του και κυρίως από τον δάσκαλό του και στενό φίλο, τον Πολυλά. Γνωρίζει πολλές γλώσσες και μεταφράζει ποικίλα κείμενα: από το ινδικό έπος της Μαχαμπχαράτα το επεισόδιο «Νάλας και Νταμαγιάντη», τον Σαούλ του Ρ. Μπράουνιγκ, αποσπάσματα από την Αινειάδα του Βιργιλίου και από έργα των Schiller, Goethe, Βύρωνα, Φώσκολου κ.ά.
Φλογερός πατριώτης και οραματιστής, εγκαταλείπει τελικά την «απραξία» και συμμετέχει ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους: το 1896 μάχεται στην επαναστατημένη Κρήτη, το 1897 βρίσκεται, με δικό του εθελοντικό σώμα, στα βουνά της Ηπείρου, όπου και τραυματίζεται. Μερικά χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος τον παίρνει στο επιτελείο του και το 1910 εκλέγεται βουλευτής στη Β’ Αναθεωρητική Βουλή. Ο λόγος του στη Βουλή (16.2.1911) για το «γλωσσικό» άρθρο 107 του Συντάγματος αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη δημοτική γλώσσα και σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος: ο δημοτικιστής Μαβίλης (δες το πολεμικό του σονέτο «Μαλλιαρός») υπερασπίζεται την ευγένεια της δημοτικής («χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι»), δέχεται όμως ότι η γλώσσα του λαού πρέπει να καλλιεργηθεί και να εμπλουτισθεί από «ολόκληρον την κληρονομίαν του παρελθόντος». Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο υπερασπίζεται με θέρμη τη μετάφραση της Οδύσσειας του Πολυλά, όταν κάποιοι «φιλολογίσκοι» και «νάνοι τον νουν και την αίσθησιν» καταδικάζουν τον συγγραφέα ενός διδακτικού βιβλίου του 1884 που τόλμησε να χρησιμοποιήσει αποσπάσματα της μετάφρασης αυτής και όχι την «κλέφτικη» μετάφραση του Βικέλα.
Η ανώτατη πράξη του βίου του όμως υπήρξε ο θάνατός του στο πεδίο της μάχης. Διαθέτουμε μια φωτογραφία με τον ποιητή να κείτεται στο χώμα και γύρω του, σκυφτοί, να τον φροντίζουν οι συμπολεμιστές του. Ηρωικός θάνατος με στυλ ομηρικό! Αλλωστε ο τρόπος που σκοτώνεται μοιάζει με τον θάνατο του Πάνδαρου (Ιλιάδα Ε 290 κκ) όπου το βέλος που κατευθύνει η Αθηνά στη μύτη του ήρωα, δίπλα στο μάτι, του τρύπησε τα δόντια και του έκοψε τη γλώσσα. Ετσι πεθαίνει κι ένας άλλος λογοτεχνικός ήρωας: ο καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη, που ανοίγει το στόμα του και φωνάζει «Ελευτερία ή…», χωρίς να τελειώσει τη φράση – «μια μπάλα μπήκε μέσα στο στόμα του, μια άλλη πέρασε από το δεξό του μελίγγι και βγήκε από το ζερβό». Τον θάνατο του Μαβίλη τον ορίζει η ίδια η μοίρα: την ώρα της μάχης μια σφαίρα τού διαπερνά τα μάγουλα και του σπάει τα δόντια. Καθώς μεταφέρεται αιμόφυρτος στο πρόχειρο νοσοκομείο μια δεύτερη σφαίρα τον χτυπά στο στόμα. Βρίσκω αυτόν τον τρόπο του θανάτου σημαδιακό για έναν ποιητή. Ενα τολμηρό και συνάμα γλυκό στόμα έτσι μόνο μπορεί να σταματά: με μια σφαίρα να του σμπαραλιάζει τα δόντια και να του κόβει τη γλώσσα στη μέση.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.