Εχοντας κερδίσει τον τίτλο του «αναβιωτή των Ολυμπιακών Αγώνων» ήδη από την παραίτησή του από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) το 1925, ο Γάλλος Πιερ ντε Κουμπερτέν (1863-1937) απολαμβάνει στην Ελλάδα μεγάλη δημοτικότητα αλλά ταυτοχρόνως προκαλεί τη δυσπιστία, ενίοτε και την εχθρότητα. Τι του προσάπτουν ορισμένοι ακόμη σήμερα; Την απουσία του από τη Μεσολυμπιάδα που έγινε στην Αθήνα το 1906, την αντίθεσή του στο σχέδιο της ελληνικής μοναρχίας για τη μόνιμη διοργάνωση των αναβιωμένων αγώνων σε ελληνική γη. Σκοπός μας δεν είναι εδώ να αποπειραθούμε οποιαδήποτε αποκατάσταση αυτού του τόσο ευρηματικού, αλλά αγνοημένου από τους συμπατριώτες του, Γάλλου αλλά να απαλλάξουμε από τα πάθη και να αποεθνικοποιήσουμε την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων.


Οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν αποτελούν επινόηση ούτε της Γαλλίας ούτε της Ελλάδας. Αποτελούν μάλλον καρπό μιας συγκυριακής συμμαχίας ανάμεσα σε ένα γάλλο σπόρτσμαν ο οποίος έτρεφε ανησυχίες για την κοινωνική και τη διεθνή ειρήνη και μια γερμανικής καταγωγής ελληνική δυναστεία η οποία επεδίωκε την αναγνώριση. H συμμαχία αυτή υποστηρίχθηκε από ένα αθλητικό και νεωτεριστικό λόμπι· και στη συνέχεια κέρδισε τη συνδρομή του ελληνικού λαού και την προσχώρηση των πρώτων αθλητικών συλλόγων του πλανήτη.


* Αγώνες περιοδεύοντες


Τι επιθυμούσε ο νεαρός βαρόνος ντε Κουμπερτέν τον Νοέμβριο του 1892; Ούτε την αναβίωση των αγώνων της αρχαιότητας ή του Μεσαίωνα όπως το «revival» που διοργάνωσε ο γιατρός Μπρουκς στο Ματς Γουένλοκ της Αγγλίας, ούτε τα πανελλήνια πρωταθλήματα όπως οι Αγώνες Ζάππα. Ηθελε μάλλον την «αποκατάσταση των ολυμπιακών αγώνων σε μια βάση σύμφωνη με τη σύγχρονη ζωή», με άλλα λόγια τη διοργάνωση διεθνών αθλητικών διαγωνισμών (στίβος, ποδηλασία, κωπηλασία…) οι οποίοι θα προσείλκυαν τις δυτικές καλλιεργημένες νεολαίες.


Το 1896 η πρώτη Ολυμπιάδα στην Αθήνα αποτελεί μια μεγαλειώδη επιτυχία για τον γεννώμενο αθλητικό διεθνισμό και τον βασιλιά Γεώργιο A’, ο οποίος βρίσκει σε αυτήν ένα μέσο για να λάμψει στο εξωτερικό και να κατασκευάσει ένα εθνικό αίσθημα. Ο Πιερ ντε Κουμπερτέν αντιτίθεται τότε στο σχέδιο του διαδόχου Κωνσταντίνου, που υποστηριζόταν και από τους αμερικανούς αθλητές, για την οριστική εγκατάσταση των Αγώνων στην ελληνική πρωτεύουσα. Επωφελούμενος της ελληνικής στρατιωτικής ήττας από την Τουρκία το 1897 και με επιχείρημα την αρχή του «περιοδεύοντος» χαρακτήρα των αγώνων η οποία είχε υιοθετηθεί στο Συνέδριο του Παρισιού, προσπαθεί από το 1901 να αναθέσει τους Τρίτους Αγώνες στους φίλους του στο Σικάγο, και τελικά συμβιβάζεται με τη μεταφορά τους στο Σεντ Λούις. Αργότερα σπεύδει να υποστηρίξει την υποψηφιότητα της Ρώμης, με στόχο να αντικρούσει τη γερμανική πρόταση για τη διοργάνωση Μεσολυμπιάδας στην Ελλάδα με αντάλλαγμα τη διεξαγωγή Ολυμπιακών Αγώνων στο Βερολίνο το 1908. Μόλις συνειδητοποιεί τις οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες της ιταλικής υποψηφιότητας, σχεδιάζει τη μεταφορά στο Λονδίνο χωρίς να ειδοποιήσει τους συνεργάτες του στη ΔΟΕ. H επιθυμία του να διεθνοποιήσει τους αγώνες και να ξεφύγει από τον έλεγχο των κρατών, είναι αλήθεια, δεν αποχωρίστηκαν ποτέ από τη φιλοπατρία του. Ετσι η μεταφορά των Αγώνων στο Λονδίνο αποτελεί μια συνεισφορά στη Συμφωνία της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Entente cordiale) που συνήφθη το 1904 ανάμεσα στη Γαλλία και στην Αγγλία.


Δύο χρόνια αργότερα η Μεσολυμπιάδα γνωρίζει μεγάλη αθλητική και οργανωτική επιτυχία και θέτει σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια τη ΔΟΕ. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος και η ομάδα του κινητοποίησαν τους πρεσβευτές και τους προξένους της Ελλάδας και ταυτόχρονα ζήτησαν συστηματικά την υποστήριξη των αθλητικών ηγεσιών που ήταν ανταγωνιστικές στην Ολυμπιακή Επιτροπή. Αγόρασαν μάλιστα ολόκληρες στήλες στον διεθνή Τύπο προκειμένου να κερδίσουν τη μάχη της προπαγάνδας. H ΔΟΕ δέχθηκε τελικά να διοργανώσει η Ελλάδα τους «Διεθνείς Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας» κυρίως επειδή δεν μπορούσε να το αρνηθεί και με στόχο να αποφύγει «να διοργανωθούν εδώ και εκεί (αθλητικές) συναντήσεις με εμπορικές τάσεις».


Στην ουσία ο Πιερ ντε Κουμπερτέν και οι συνεργάτες του στη ΔΟΕ δεν απέκτησαν ποτέ πραγματικά τον έλεγχο των Ολυμπιακών Αγώνων. Οχι μόνο υπέκειντο στον νόμο των διαφόρων διοργανωτών αλλά επιπλέον αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τις διασπαστικές προσπάθειες των νεοϊδρυθέντων διεθνών αθλητικών ομοσπονδιών (της ποδηλασίας το 1900, της ιστιοπλοΐας το 1907, του χόκεϊ επί πάγου και της κολύμβησης το 1908, του στίβου το 1912, της ξιφασκίας και του τένις το 1913). Οι τελευταίες αμφισβητούσαν τόσο την ηγεμονία της ΔΟΕ στον παγκόσμιο αθλητισμό όσο και το δόγμα του ολυμπιακού ερασιτεχνισμού.


* H επινόηση της παράδοσης


Οι πολλαπλές αντιδράσεις δεν τον αφόπλισαν. Εχοντας χάσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αντεπιτίθεται επινοώντας μια μάλλον ξεπερασμένη ανθρωπιστική ιδέα: τον ολυμπισμό. Ο Πιερ ντε Κουμπερτέν περνάει στην ουσία στην επίθεση τόσο στο θεωρητικό πεδίο, συγκαλώντας τα Παιδαγωγικά Συνέδρια (Χάβρη 1897, Βρυξέλλες 1905), όσο και στο επικοινωνιακό, κυκλοφορώντας το 1901 την Ολυμπιακή Επιθεώρηση, η οποία υπάρχει ακόμη σήμερα. Χάρη σε αυτή τη διεθνή επιθεώρηση, της οποίας τα άρθρα συντάσσει εξ ολοκλήρου ως τον Ιούλιο του 1914, μεταδίδει στους διεθνείς αθλητικούς κύκλους το δόγμα του, απέναντι στον επαγγελματισμό, στο μαζικό θέαμα, στον σοβινισμό. Συνειδητοποιώντας ότι είναι αδύνατον να ελέγξει τον ερασιτεχνισμό των αθλητών, προσπαθεί να δώσει έμφαση στον όρκο πίστης του αθλητή. Για να αποτρέψει τους εργάτες των σοσιαλιστικών αθλητικών ομοσπονδιών επινοεί το 1902 ένα υποκατάστατο αθλήματος, την «gymnastique utilitaire» (χρήσιμη γυμναστική). Για να καταπολεμήσει τις εθνικιστικές εξάρσεις του σταδίου, θα σκεφτεί να καταφύγει στις τέχνες και στο αρχαίο πνεύμα. Για τον λόγο αυτόν συγκαλεί το 1906 στο Παρίσι ένα Συνέδριο των τεχνών, των γραμμάτων και του αθλητισμού. Βρίσκει έτσι μια δικαιολογία για να μην έλθει στην Αθήνα.


Πιασμένος στην παγίδα του ολυμπιακού σχεδίου, εγκλωβισμένος στον συντηρητισμό των ερασιτεχνών, παρασυρμένος από τη βιομηχανική νεωτερικότητα, ο Πιερ ντε Κουμπερτέν δημιούργησε τελικά μια αθλητική και διπλωματική χίμαιρα ανάμεσα στον μύθο και στην ουτοπία, στη δύναμη και στη φιλία. Μια χίμαιρα στην οποία η Ελλάδα τρεις φορές, το 1896, το 1906 και το 2004, μπόρεσε να δώσει ζωή.


Ο κ. Πατρίκ Κλαστρ, προσκεκλημένος του Γαλλικού Ινστιτούτου των Αθηνών, είναι ερευνητής στο Κέντρο Ιστορίας των Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού και ένας εκ των συγγραφέων του βιβλίου «La France et l’Olympisme» («H Γαλλία και ο Ολυμπισμός»).