Μετά την Αναγέννηση ο μύθος του Ορφέα άσκησε ακαταμάχητη έλξη σε πολλούς, συχνά δε σημαντικούς, καλλιτέχνες. Η μουσική δεν θα μπορούσε ασφαλώς να αποτελέσει εξαίρεση από μια τέτοια τάση. Ανάμεσα στις δεκάδες μουσικά έργα με θέμα τον Ορφέα, διάσπαρτα σε τέσσερις αιώνες, οι δύο πιο αξιόλογες μουσικές μεταφορές του μύθου έρχονται από τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Με διαφορά 155 ετών μεταξύ τους, τα έργα «Ορφέας» του ιταλού συνθέτη Κλάουντιο Μοντεβέρντι (ανέβηκε το 1607) και «Ορφέας και Ευρυδίκη» του γερμανού Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ (ανέβηκε το 1762), πέρα από την καθαυτό μουσική τους αξία και την αντοχή τους στον χρόνο αποτελούν και δύο κεντρικά ορόσημα στην εξέλιξη της όπερας.


Βέβαια ο βαθμός καινοτομίας ενός μουσικού έργου δεν είναι το μόνο κριτήριο αξιολόγησης και επιρροής του. Αν ήταν έτσι, θα είχε επαληθευτεί και η φοβερή «προφητεία» του συνθέτη της δεύτερης σχολής της Βιέννης Αντον Βέμπερν, ο οποίος πριν από περίπου μισό αιώνα είπε ότι «σε πενήντα χρόνια οι άνθρωποι θα περπατούν στον δρόμο σφυρίζοντας δωδεκαφθογγικές μελωδίες». Και όμως ο πολύ σημαντικός αυτός συνθέτης διαψεύστηκε τραγικά. Η πράγματι σπάνια μα ευτυχής σύμπτωση που δημιουργεί ένα «μεγάλο» μουσικό έργο έρχεται όταν η καινοτομία συνυπάρξει με τη βέλτιστη αξιοποίηση της διαθέσιμης μουσικής γλώσσας, όποια και αν είναι σε κάθε εποχή ή, τουλάχιστον, όταν στο έργο αυτό ο συνθέτης του έχει καταφέρει και να ανοίξει δρόμους μα και να δώσει τον καλύτερο εαυτό του. Τέτοια έργα είναι η «Ηρωική» Συμφωνία του Μπετόβεν, ο «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ, ο «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ κ.ο.κ. Μα χωρίς αυτό το δεύτερο χαρακτηριστικό μπορεί ένα έργο που στην εποχή του έπαιξε επαναστατικό ρόλο στην εξέλιξη της μουσικής σήμερα να θεωρείται περισσότερο ένα μουσειακό είδος και λιγότερο πηγή πρωτογενούς συγκίνησης, που είναι και ο στόχος της μουσικής. Η διάσταση αυτή βρίσκει την πιο έντονη ίσως εφαρμογή της στην αναβίωση της παλιάς, μπαρόκ όπερας, μιας τέχνης που περίπου ξεκινά χρονικά με το έργο «Ορφέας» του Μοντεβέρντι και «τελειώνει» με τον «Ορφέα και Ευρυδίκη» του Γκλουκ.


* Αξιοποίηση νέων τεχνικών


Εν προκειμένω πρόκειται ασφαλώς για δύο πολύ σημαντικά έργα. Στην πραγματικότητα πάντως ο «Ορφέας» δεν είναι τόσο μια όπερα που δημιουργεί καινούργιες μορφές με την αξιοποίηση νέων τεχνικών όσο το «έργο – μανιφέστο», ένα «καλούπι» όπερας, με βάση το υλικό από το μπαλέτο και το τραγούδι της Φλωρεντίας. Αυτά, συνδυασμένα με χορωδιακά στοιχεία, με ορχηστρική μουσική και, φυσικά, με μαδριγάλια, το είδος στο οποίο ο Μοντεβέρντι άγγιξε ακραία όρια έκφρασης, αποτέλεσαν μια σημαντική και πλήρη όπερα, που όχι τυχαία είναι και μια από τις πρώτες διασωθείσες εκφράσεις του είδους.


Πέρα από τα μουσικά χαρακτηριστικά του, ο «Ορφέας» έχει και τις συντεταγμένες της γενικότερης πνευματικής δυναμικής της ύστερης Αναγέννησης. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία μια και ο ίδιος ο συνθέτης ήταν ένθερμος πλατωνιστής, αν και δεν τεκμαίρεται ότι μπορούσε να διαβάσει καλά τα ελληνικά ούτε ότι είχε μαθηματική παιδεία. Για τον Μοντεβέρντι ο Πλάτων είχε λύσει πλήρως τόσο το πρόβλημα του σκοπού της μουσικής, με την επίδραση στα αισθήματα και άρα στο σύνολο του ανθρώπου, όσο και (πράγμα ακόμη πιο σημαντικό για ένα μουσικό) το πρόβλημα της «ύλης», των στοιχείων της μουσικής, με έμφαση στην αρμονία και στον ρυθμό, διάφορα σχήματα του οποίου ο συνθέτης προσπαθούσε να ταυτίσει με ψυχικές καταστάσεις. Για τον Μοντεβέρντι ο πλατωνισμός και η ανάγκη διείσδυσης της μουσικής στην ανθρώπινη ψυχή βρήκαν την απόλυτη μουσική τους έκφραση στην πολυφωνία. Και μάλιστα με τέτοια επιτυχία ώστε η Καθολική Εκκλησία την είδε κάποτε εχθρικά, αφού γινόταν η αφορμή για δογματικές παρεκκλίσεις, μέσω των θεολογικά πολυσήμαντων κειμένων που μελοποιούνταν για εκκλησιαστική χρήση.


Κατά τον ίδιο τρόπο που ο Μοντεβέρντι συνδέεται με τον πλατωνισμό, ο Γκλουκ ακολουθεί την πνευματική εξέλιξη της εποχής του. Υπό αυτή την έννοια μπορεί να ειπωθεί ότι η μεταρρύθμιση του Γκλουκ έναντι της παλιάς όπερας που είχε ως βάση τον πλατωνιστή Μοντεβέρντι ανάλογη της πνευματικής επανάστασης του Βολτέρου, του Ρουσό και των εγκυκλοπαιδιστών ενάντια στην «παλιά σκέψη». Τα δικαιώματα του ανθρώπου, η αναφορά στη φύση, ο Διαφωτισμός, έναντι στις απόλυτες «ιδέες» και στην πολιτική τους εκμετάλλευση.


* Σημαντικές καινοτομίες


Ως προς την ουσία της γραφής ο Γκλουκ θεωρείται ένας από τους βασικούς μεταρρυθμιστές της όπερας. Οι καινοτομίες του εντοπίζονται πρώτα σε στοιχεία θεατρικής οικονομίας: περιορισμός των ρόλων που συμμετέχουν, οργάνωση των σκηνών, αυστηρή πλοκή, που επιτρέπουν μια όπερα η οποία υπακούει σε ένα συνολικό στόχο και όχι πια μια σειρά από άριες ή ρετσιτατίβα, που απλώς «επενδύονται» με το καλούπι της όπερας. Κυρίως όμως η στροφή του Γκλουκ αφορά τη χάραξη νέων ορίων μεταξύ της μουσικής και του μύθου. Υστερα από αυτόν τα λιμπρέτα άρχισαν πια να γράφονται πλέον αποκλειστικά για τη χρήση ενός μόνο συνθέτη, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν. Η αναβάθμιση του μύθου στόχευε στην τελολογική ολοκλήρωση της όπερας, αφού της έδινε πλέον κάποιο νέο, συνολικό στόχο: η μουσική και ο λόγος έπρεπε να ταυτίζονται κάθε στιγμή, έτσι ώστε η ψυχική επίδραση στον ακροατή να είναι διαρκώς έντονη και να ακολουθεί την πλοκή.


Αυτή η τάση, προοίμιο του ρομαντισμού, οδήγησε στα επόμενα χρόνια τη γερμανική όπερα να δίνει σχεδόν ισοδύναμο ρόλο στη μουσική και στον μύθο. Και είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικό πόσο διαφορετικά ηχεί ο «Ορφέας και Ευρυδίκη» στα χέρια των εκπροσώπων του γερμανικού ρομαντισμού, από ό,τι όταν ανεβαίνει με τα λεγόμενα ­ μα πάντα αμφιλεγόμενα ­ όργανα εποχής. Η σημαντικότερη όμως από όλες αυτές τις μεταβολές, που «έσπρωξε» υπόγεια μα δυναμικά τις εξελίξεις της όπερας στη ρομαντική κατεύθυνση, μεταβολή την οποία είμαστε μόνον εκ των υστέρων και μάλιστα μόνον στον 20ό αιώνα σε θέση να αξιολογήσουμε, είναι η εισαγωγή happy end στον μύθο.


Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις, μια άλλη εποχή κοντεύει πια να τελειώσει. Το έργο «Ορφέας και Ευρυδίκη» είναι ακόμη μια όπερα σε διάφορες εκδοχές: άλλο ανέβασμα στη Βιέννη στα 1762, άλλο στο Παρίσι στα 1774, ενώ υπάρχουν διαθέσιμες και άλλες μορφές με λιγότερο σημαντικές διαφοροποιήσεις.


Στην πρώτη εκδοχή, ο ρόλος του καλλίφωνου Ορφέα αποδίδεται από καστράτους. Την πρεμιέρα τραγούδησε ο διάσημος στην εποχή του Γκαετάνο Γκουαντάνι. Σήμερα που αυτή η εκδοχή ερμηνεύεται συχνότερα από εκείνη του Παρισιού, ο ρόλος δίνεται σε γυναίκες, ενώ σε αυτή του 1774 ο Ορφέας είναι τενόρος και γλώσσα η γαλλική. Από τη μια στην άλλη εκδοχή υπάρχουν αρκετές ακόμη διαφορές στην ενορχήστρωση, στις φωνητικές κατατάξεις και στη δομή. Στα δώδεκα χρόνια που μεσολάβησαν από το ανέβασμα της Βιέννης ως το ανέβασμα του Παρισιού οι μεταβολές που επήλθαν σκοπό είχαν να απομακρύνουν και άλλο την όπερα από το μπαρόκ και να τη στρέψουν πιο έντονα στον κλασικισμό, αν όχι και σε έναν πρώιμο ρομαντισμό. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι η αυστηρή κατάταξη των διαφόρων ρευμάτων είναι προϊόν πολύ μεταγενέστερης ακαδημαϊκής δουλειάς. Την ίδια περίπου εποχή βέβαια στα έργα του Μότσαρτ αυτές οι διαφοροποιήσεις έχουν πλέον ελαχιστοποιηθεί, γεγονός που δείχνει και τη συγκριτικά αυξημένη «σιγουριά» της εξέλιξης της μοτσάρτειας γραφής.


* Με «μέσα εποχής»


Εν τω μεταξύ, στα 155 χρόνια που μεσολάβησαν από τον «Ορφέα» ως τον «Ορφέα και Ευρυδίκη» και η οργανική μουσική φυσικά δεν έμεινε στάσιμη. Σε αυτό το διάστημα γράφτηκαν μεταξύ άλλων και κάποια κομβικά έργα: το 1714, έτος γέννησης του Γκλουκ, ο Κορέλι έγραψε τα Concerti Grossi op. 6, ενώ το 1878, έτος θανάτου του Γκλουκ, ο Μότσαρτ είχε γράψει τη σημαντικότερη ίσως όπερα της ιστορίας, τον «Ντον Τζιοβάνι» και το «μπετοβενικό» μελλοντοστρεφές 25ο Κοντσέρτο για Πιάνο, ενώ ο Χάιντν τούς μουσικά «αιρετικούς» «Επτά Τελευταίους Λόγους του Ιησού Πάνω στον Σταυρό» και τα «Πρωσικά Κουαρτέτα». Δεν είναι όμως μόνον αυτά: έχουν γραφτεί το «Καλώς συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο» και η «Τέχνη της Φούγκας» του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και ο «Μεσσίας» του Χέντελ. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τον θάνατο του Μοντεβέρντι ως την ακμή του Γκλουκ η όπερα έκανε τα βήματά της πιο αργά από την ορχηστρική μουσική, με εξαίρεση τον Μότσαρτ, του οποίου οι όπερες δεν υπάκουσαν σε αυτόν τον κανόνα.


Η «διαφορά δυναμικού» στην εξέλιξη των δύο αυτών βασικών μουσικών ειδών ως την εποχή του Μότσαρτ, ακριβώς επειδή εκφράζει μια ουσιαστική παράμετρο της εξέλιξης της μουσικής γλώσσας, δημιουργεί και ένα πρόβλημα ως προς τη μετέπειτα αφομοίωσή τους από το μουσικό κοινό. Δεν είναι τυχαίο ότι η μαζική αναβίωση της μπαρόκ όπερας ξεκινά στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία στην Ευρώπη και λίγο αργότερα στις ΗΠΑ. Στο μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε, ο κλασικισμός, ο ρομαντισμός και οι διάφορες μετεξελίξεις του έχουν κυριολεκτικά σαρώσει το μουσικό τοπίο. Οταν το ενδιαφέρον αρχίζει να στρέφεται ξανά στη μπαρόκ όπερα, συστηματικά και χωρίς τη ρομαντική σφραγίδα, είναι ακριβώς η εποχή όπου έχει πλέον σταματήσει η ευρεία παραγωγή αρμονικής οργανικής μουσικής και οι ελάχιστοι σημαντικοί συνθέτες που απομένουν κατευθύνονται σε εντελώς προσωπικούς δρόμους, χωρίς αιτιώδη πια σχέση μεταξύ των έργων τους, όπως ως τότε συνέβαινε.


Εμπρός σε αυτό το αδιέξοδο, τόσο κάποιοι ανήσυχοι καλλιτέχνες της εποχής, προερχόμενοι στην αρχή κυρίως από την Αγγλία και τη Γερμανία, όσο και η μουσική βιομηχανία ανακαλύπτουν εκ νέου μια σχεδόν ξεχασμένη, πράγματι χρυσή μουσική φλέβα, της οποίας δύο από τα σημαντικότερα δείγματα είναι τα έργα «Ορφέας» του Μοντεβέρτι και «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλουκ. Ετσι, η αναβίωση της μπαρόκ όπερας γίνεται ειδικά στις δύο τελευταίες δεκαετίες κεντρικό θέμα στις περισσότερες και πιο σημαντικές λυρικές σκηνές του κόσμου, ενώ σχεδόν απόλυτη πρέπει να θεωρείται σήμερα η επικράτηση της ερμηνείας της με «μέσα εποχής», τα οποία αξίζει να σημειωθεί ότι συνήθως δίνουν πολύ διαφορετικό μεταξύ τους αποτέλεσμα. Και αυτό καθώς αφενός το πρωτογενές υλικό που επιλέγουν να χρησιμοποιούν τα διάφορα σχήματα παρουσιάζει συχνά διαφορές και αφετέρου η αντίληψη για το τι είναι «αυθεντικό» διχάζει βαθιά τους υποστηρικτές του… ΕΠΙΛΟΓΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ


Για τον «Ορφέα» του Μοντεβέρντι τα πράγματα είναι σχετικώς απλά. Πρόκειται για ένα έργο που γράφτηκε προτού τα όργανα και οι τεχνικές τους να κατασταλάξουν στη σημερινή τους μορφή. Ανάμεσα στις ­ όχι πάρα πολλές ­ διαφορετικές ερμηνείες της δισκογραφίας ενδιαφέρον παρουσιάζει εκείνη του εξαιρετικά καταρτισμένου θεωρητικά και χαρισματικού μουσικού Γύργκεν Γύργκενς με την Camerata Accademica του Αμβούργου και σολίστ τους Νάιτζελ Ρότζερς και Εμιλία Πετρέσκου. Archiv Production, 2 CD, 447 703-2, ADD. Ακόμη υπάρχει εκείνη του γνώριμου στο αθηναϊκό κοινό Μισέλ Κορμπόζ με το Φωνητικό και Ορχηστρικό Σύνολο της Λωζάννης και σολίστ τους Ταπί και Μαγκαλί Σβαρτς. Erato, 2 CD, 4509-98531-2, ADD. Για τον «Ορφέα και Ευρυδίκη» του Γκλουκ, όπου οι διαθέσιμες επιλογές είναι αρκετά περισσότερες, ας σταθούμε σε δύο εγγραφές με σύγχρονα όργανα και όχι με όργανα εποχής. Για την εκδοχή του 1762 σε εκείνη του σερ Γκέοργκ Σόλτι με την όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν και σολίστ τις Μέριλιν Χορν και Πιλάρ Λορενγκάρ, μια εξαιρετική Ευρυδίκη. Decca, 2 CD, 417 410-2, ADD. Για τη γαλλόφωνη εκδοχή του 1774 με τενόρο, στη μονοφωνική έκδοση του 1956 υπό τη διεύθυνση του Χανς Ροσμπάουντ, με την ορχήστρα Lamoureux του Παρισιού και σολίστ τον Λεοπόλντ Σιμονό και τη Σουζάν Ντανκό, όπου και γίνεται απολύτως καθαρό ότι το έργο βάζει όχι τόσο τα θεμέλια της κλασικής εποχής αλλά κατά τρόπο πρωθύστερο δημιουργεί το όραμα του ρομαντισμού. Philips, 2 CD, 434 784-2, ADD.