Είναι δύσκολη η θέση του ερευνητή που καταπιάνεται με ένα αμφιλεγόμενο κομμάτι της παραγωγής ενός συγγραφέα όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, του οποίου το όνομα έχει πλέον σε διεθνές επίπεδο ταυτιστεί με τον ελληνισμό. Αξίζει όμως να γίνει και τούτο για έναν και μόνο λόγο: για να συμβάλει όχι στην απομυθοποίησή του, αλλά στην αναζήτηση της αλήθειας. Ο λόγος είναι για το Ταξιδεύοντας ­ Ισπανία, το οποίο περιλαμβάνει κείμενα του Νίκου Καζαντζάκη για την Ισπανία από διάφορες εκεί επισκέψεις του.


Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε τρεις φορές στην Ισπανία μεταξύ 1926 και 1937. Τα κείμενα που συγγράφει κατά το πρώτο του ταξίδι το 1926 δημοσιεύονται στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος». Πρόκειται για ανταποκρίσεις που δημοσιεύθηκαν από τις 12 Δεκεμβρίου 1926 ως τις 7 Ιανουαρίου 1927. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ν. Καζαντζάκης δημοσιογραφούσε για εφημερίδα. Στέλνει για πρώτη φορά «ταξιδιωτικές» εντυπώσεις του σε αθηναϊκή εφημερίδα, συγκεκριμένα στο «Νέον Αστυ», το 1907, την εποχή των μεταπτυχιακών του σπουδών στο Παρίσι, μεταξύ άλλων για να συμβάλει λίγο στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασής του. Εκτοτε ακολούθησαν κατά καιρούς και άλλα αρθρογραφήματα. Τα κείμενα της δεύτερης περιόδου παραμονής του στην Ισπανία (3 Οκτωβρίου 1932 ­ μέσα Μαρτίου 1933), με την οποία συμπίπτει το τραγικό συμβάν του θανάτου του πατέρα του, δημοσιεύονται στην εφημερίδα «Καθημερινή».


Πολεμικός ανταποκριτής


Στις 3 Οκτωβρίου του 1936 ο Καζαντζάκης φεύγει πάλι για την Ισπανία ως απεσταλμένος της εφημερίδας «Καθημερινή», επιφορτισμένος με το βαρύ καθήκον να καλύψει τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά άρθρα ή, ορθότερα, ανταποκρίσειςεντυπώσεις, που δημοσιεύονται καθημερινά από τις 24 Νοεμβρίου 1936 ως τις 17 Ιανουαρίου 1937 στην εφημερίδα και αποτελούν τη μεγάλη ενότητα Viva la muerte! στην υφιστάμενη έκδοση του βιβλίου Ισπανία. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας ­ Ισπανία (Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα). Ηδη το 1937 συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά τα ισπανικά «Ταξιδιωτικά» του συγγραφέα σε έναν τόμο από τον εκδοτικό οίκο Πυρσό. Ανάμεσα σε αυτά βρίσκονται και κάποια από τα πλέον αμφιλεγόμενα γραπτά του Νίκου Καζαντζάκη.


Αυτή η τελευταία ενότητα άρθρων ξεσήκωσε διαμαρτυρίες και έδωσε έναυσμα σε πολλούς ­ όχι χωρίς λόγο ­ να κατηγορήσουν τον Καζαντζάκη ως «φιλοφρανκικό», «εθνικιστή» και άλλα συναφή, άποψη που θα ενισχυόταν πολύ περισσότερο αν είχε κανείς στα χέρια του όλο το υλικό των ανταποκρίσεων του συγγραφέα, καθώς η υπάρχουσα έκδοση της Ισπανίας δεν είναι πλήρης ως προς τούτο! Η δύσκολη προσπάθεια που γίνεται από τον σημερινό εκδότη των έργων του Νίκου Καζαντζάκη Δρα Πάτροκλο Σταύρου (Εκδόσεις Καζαντζάκη) να συγκεντρώσει όλο το υλικό της Ισπανίας και να το περιλάβει σε μια νέα, ολοκληρωμένη έκδοση θα λυπήσει ίσως εκείνους που θέλουν να έχουν στο μυαλό τους τον Καζαντζάκη ως τον ανυπότακτο αιρετικό συγγραφέα του Αλέξη Ζορμπά, του Καπετάν Μιχάλη και του Τελευταίου Πειρασμού, καθώς θα γνωρίσουν και μια άλλη πλευρά του, αφού καταφάσκει τον πόλεμο και τον περιγράφει περισσότερο από τη «μαύρη» πλευρά, από την οπτική του στρατοπέδου του Φράνκο. Σ’ αυτή την προσέγγιση θα προσπαθήσουμε να αναψηλαφήσουμε τα αίτια πίσω από το κείμενο και να εντοπίσουμε τους λόγους που προκάλεσαν αυτόν τον «ανυπόκριτο θαυμασμό» προς τη «Νέα Ισπανία» του Φράνκο, μια στάση που αξίζει να σημειωθεί ότι εξέφραζε τότε πολλούς από τους διανοουμένους καθώς και μεγάλη μερίδα του ελληνικού Τύπου, ιδιαίτερα μετά την επιβολή της δικτατορίας στη χώρα μας [βλ. σχετικό άρθρο του Δημήτρη Φιλιππή στο περιοδικό «Αντί» (23.1.1999) με τον τίτλο Η Ελλάδα μπροστά στον ισπανικό εμφύλιο (1936-39), σσ. 44-52, ιδιαίτερα σσ. 47-48].


Πώς δέχθηκε τη μεγάλη αποστολή



Η σχέση του Καζαντζάκη με τον ισπανικό εμφύλιο, όπως εμφανίζεται στα γραπτά του, ήταν ιδιόμορφη, γιατί ιδιόμορφη ήταν και η σχέση του με την ιστορική στιγμή, όπως θα δούμε στη συνέχεια.


Ετσι, ο Καζαντζάκης δέχεται σε μια δύσκολη εποχή για τη σύντροφό του Ελένη και τον ίδιο, όσον αφορά την οικονομική τους κατάσταση, την πρόταση του Γ. Βλάχου να πάει ως ανταποκριτής της «Καθημερινής» στο ισπανικό μέτωπο. Η Ελένη Καζαντζάκη σημειώνει στον Ασυμβίβαστο τη δική της ερμηνεία τόσο για την αποδοχή της προσφοράς όσο και για την προτίμηση του Νίκου:


«­Εεε, κυρ Νίκο! Σου φέρνω ένα τηλέγραφο!


Το τηλεγράφημα είταν από τον Γ. Βλάχο. Καλούσε τον Νίκο να φύγει αμέσως για την Ισπανία. Κυνικός, εξυπνότατος ο Γ. Βλάχος, εκτιμούσε τον Καζαντζάκη κι ας μη συμμεριζόταν καθόλου τις ιδέες του. Τον δέχτηκε με το συνηθισμένο του χαμόγελο:


­ Ξέρω πως θα προτιμούσες να πας στους Κόκκινους. Μα εγώ σε στέλνω στους Μαύρους, όπως τους λέτε.


­ Γιατί ίσια-ίσια εμένα;


­ Γιατί θα πεις την αλήθεια. Φίλοι κι εχθροί σου θα δυσαρεστηθούν, τόσο το καλύτερο. Δέχεσαι; Ναι ή όχι;


Δέχτηκε» ­ Ελένη Καζαντζάκη, Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ασυμβίβαστος, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 1983, σελ. 407 (υπογράμμιση: Εύη Πετροπούλου).


Το γεγονός της αποστολής του στους «Μαύρους» και όχι στους «Κόκκινους» ο Καζαντζάκης το αντιμετωπίζει ­ σύμφωνα με την Ελένη Καζαντζάκη ­ ως πρόκληση και η συνεργασία με μια συντηρητική εφημερίδα τού επιβάλλει έμμεσα ­ δεδομένης της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα ­ να τηρήσει τους όρους της δεοντολογίας και να σεβαστεί τη γραμμή της εφημερίδας, η οποία ήδη στις 2 Οκτωβρίου 1936 διαφημίζει την αποστολή αυτή με τον ακόλουθο τρόπο:


«Μια μεγάλη αποστολή της «Καθημερινής» εις την Ισπανίαν, την χώραν η οποία λόγω των συνταρακτικών γεγονότων του εμφυλίου πολέμου ευρίσκεται εις την πρώτην γραμμήν του παγκοσμίου ενδιαφέροντος.


Η «Καθημερινή» επεφόρτισε διά την αποστολήν αυτή τον κ. Νίκον Καζαντζάκην, τον διακεκριμένον λόγιον, ο οποίος ζήσας άλλοτε επί διετίαν εις την σπαρασσομένην χώραν θα ήτο ασφαλώς ο ικανώτερος όλων διά να περιγράψη την σημερινήν τραγωδίαν, εις την οποίαν έρριψε την Ισπανίαν η εγκληματική αφροσύνη των ερυθρών.


Στο κέντρο των γεγονότων


Ο κ. Νίκος Καζαντζάκης αναχωρήσας ήδη διά την επανεστατημένην Ισπανίαν θα ευρίσκεται εις το κέντρον της επαναστάσεως εντός των προσεχών ημερών και θα έχη ίσως την τύχην να εισέλθη μετά των στρατευμάτων του Αρχιστρατήγου Φράνκο εις την ισπανικήν πρωτεύουσαν».


Η ηθική υποχρέωση του Καζαντζάκη απέναντι στην εφημερίδα του δεν αποτελεί σίγουρα άλλοθι για τη στάση του απέναντι στον πόλεμο. Υπήρξαν εξάλλου και ταξιδιωτικές επιφυλλίδες γνωστών λογοτεχνών της εποχής με τελείως διαφορετικό ύφος γραφής ­ βλ. Δημήτρης Φιλιππής, Η Ελλάδα μπροστά στον ισπανικό εμφύλιο, ό.π., σ. 48. Ο συγγραφέας χαρακτηριστικά αναφέρει τις επιφυλλίδες στο «Ελεύθερον Βήμα» του Κώστα Ουράνη, τις οποίες και εξαίρει, και αυτές του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ισως όμως να διευκολύνει την ερμηνεία κάποιων αντιθέσεων που εμφανίζονται στα κείμενά του. Ενδεικτικά αναφέρω το άρθρο του της 27ης Δεκεμβρίου 1936 με τίτλο «Αι θηριωδίαι του εμφυλίου πολέμου. Πώς οι ερυθροί έκαιαν τας εκκλησίας», το οποίο συγκαταλέγεται στο ακόμη ανέκδοτο υλικό του τόμου και περιγράφει τις «θηριωδίες των Κόκκινων», καθώς και σχετικό απόσπασμα από διάλογό του με τη σύζυγό του Ελένη στον Ασυμβίβαστο. Οταν εκείνη τον ρωτάει ποια η ανάγκη να καίνε «οι Κόκκινοι» τις εκκλησίες, εκείνος της απαντά καυτηριάζοντας και την «άλλη» πλευρά: «Μην ξεχνάτε πως, αν οι κομμουνιστές έκαψαν τις εκκλησίες, οι ισπανοί καθολικοί έκαψαν την Εκκλησία. Στ’ όνομα του Χριστού έκαμαν κι ονειρεύτηκαν να κάμουν χίλια εγκλήματα» ­ βλ. Ελένη Καζαντζάκη, Νίκος Καζαντζάκης. Ο Ασυμβίβαστος, ό.π., σ. 412.


Οι ιδεολογικές μεταστροφές


Είναι προφανές ότι σχετικά με τις πολιτικές, θρησκευτικές και γενικότερα ιδεολογικές πεποιθήσεις του Νίκου Καζαντζάκη επικρατεί αβεβαιότητα, και αυτό οφείλεται κυρίως στις ιδεολογικές μεταστροφές που χαρακτήριζαν τον συγγραφέα. Ετσι, η περίοδος του εφήμερου ενθουσιασμού του για ανατροπή και επανάσταση, τα χρόνια από το 1921 ως το 1924, κατά τα οποία διέμενε κυρίως στη Γερμανία παρακολουθώντας «την μπολσεβίκικη κίνηση», χαρακτηρίζεται ως κομμουνιστής. Αργότερα το ενδιαφέρον του αυτό μετατοπίζεται και διασπάται. Η Ελένη Καζαντζάκη σημειώνει: «Ξέρει πόσο τον υποψιάζουνται και τον κατηγορούν για πληρωμένο κομμουνιστή από τη Μόσχα. Ξέρει, επίσης, πολύ καλά πως οι αριστεροί δεν τον θέλουν, γιατί είναι… μυστικιστής. Ωστόσο, δεν ήξερε ακόμα πως οι αρχηγοί του Κ.Κ.Ε. τον κατηγορούσαν για πράχτορα της Ιντέλλιτζενς Σέρβις» ­ ό.π., σ. 477.


Οι ανταποκρίσεις του Καζαντζάκη στην «Καθημερινή» δεν ήταν συμβατικά δημοσιογραφικές για έναν ακόμη λόγο: δεν επρόκειτο για δημοσιογραφικά κείμενα με τη φωτογραφική αξία ενός ντοκουμέντου. Ο Δημήτρης Φιλιππής παρατηρεί σε πρόσφατο σχετικό άρθρο του στο περιοδικό «Αντί»: «Τους έλειπαν τα στοιχειώδη: οι από πρώτο χέρι αποκλειστικές ειδήσεις και ο σχολιασμός τους, η παρουσίαση των αντίπαλων πλευρών και η καταγραφή των δυνάμεών τους, ενώ συνάμα οι πλούσιες πληροφορίες για τον ισπανικό πολιτισμό δεν συνδέονταν με το διαμορφούμενο γίγνεσθαι. Δεινός αφηγητής, ο κρητικός συγγραφέας ήξερε πώς να αποτυπώσει το δράμα ενός εμφυλίου πολέμου, αλλά αυτό, όμως, είναι λογοτεχνική μαρτυρία» ­ βλ. Δημήτρης Φιλιππής, Η Ελλάδα μπροστά στον ισπανικό εμφύλιο, ό.π., σ. 48.


Συχνά δε πρόκειται για ελεύθερη συνειρμική δημιουργία ενός συγγραφέα που μοιάζει να είναι αποκομμένος από το τραγικό γίγνεσθαι, παραδομένος με ένταση και πάθος σε θεωρητικά σχήματα, σε ιδέες ή σε εικόνες τέχνης που τον συγκλόνισαν.


Ετσι, το «ήσυχο», «γλυκύτατο» Τολέδο, που βρίσκει πριν από τον εμφύλιο στο ταξίδι τού 1926-27, τον απογοητεύει, καθώς εκείνος αναζητά το ασκητικό, ερειπωμένο Τολέδο του Greco, όπως το αποτύπωσε ο κρητικός ζωγράφος μέσα στην καταιγίδα. «Είναι δύσκολο πολύ να δεις έναν τόπο με τα μάτια σου, όταν, πριν από σένα, πέρασε από τον τόπον αυτόν ένας μεγάλος ποιητής. Η «Ισπανία» είναι εφεύρεση που έκαμαν μερικοί ποιητές και ζωγράφοι» σημειώνει πολύ πριν από τον εμφύλιο ­ βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ισπανία, ό.π., σ. 83.


Στο κατεστραμμένο Τολέδο του εμφύλιου σπαραγμού όμως ο Καζαντζάκης αναζητά και βρίσκει το πνεύμα του Greco. Αναγνωρίζει το Τολέδο των πινάκων που τόσο τον γοήτεψαν, θαυμάζει αυτόν τον ζωντανό πίνακα, την πόλη τη «λυτρωμένη από τη σιγουράδα, τη φρονιμάδα και τη μετριότητα» ­ Ισπανία, ό.π., σ. 165 ­, τον συνεπαίρνει η έκσταση της στιγμής, η αμεσότητα του βιώματος και της τρομερής αίσθησης του υψηλού, που προκαλεί όμοια η φρίκη της κατεστραμμένης πόλης και η τέχνη στην υψηλότερη μορφή της, και αδιαφορεί για οτιδήποτε συμβάλλει σ’ αυτό το αποτέλεσμα, σχεδόν ευγνωμονεί τους αυτουργούς των ερειπίων, των χασμάτων, των κενών, του «υψηλού νοήματος».


Τον «αιχμαλώτισε» ο Φράνκο


Οι ανταποκρίσεις του Καζαντζάκη από την Ισπανία αντικατοπτρίζουν καταφανώς τις υπαρξιακές κρίσεις και αγωνίες του, όχι όμως τις απόψεις ενός στρατευμένου αλλά αντικειμενικού παρατηρητή. Η ίδια έκσταση που κυριεύει τον Καζαντζάκη μπροστά στο θέαμα του ερειπωμένου Τολέδο τον κυριεύει μπροστά στις μορφές που θαυμάζει και στο μεγαλείο και στη μοναδικότητα της σημαίνουσας ιστορικής στιγμής, στα οποία αποδίδει πάντα μυθικές διαστάσεις, ιδιαίτερα όταν έχει γνωρίσει τα πρόσωπα και έχει βιώσει τις καταστάσεις, όταν ο ίδιος ήταν παρών στη γένεση του ιστορικού γεγονότος, και διατηρεί την ίδια ένταση στην αναπαράσταση τη στιγμή της λογοτεχνικής δημιουργίας. Ετσι, μιλά με το ίδιο πάθος αφενός για τη Ρωσική Επανάσταση και τους πρωτεργάτες της, για το «μπολσεβίκικο» κίνημα της Ευρώπης ή την Κρητική Επανάσταση, αφετέρου για τον Μουσολίνι και την «εθνική ανασυγκρότηση» του Φράνκο.


Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των προσωπικοτήτων που θαυμάζει απεριόριστα ο Καζαντζάκης συγκαταλέγεται και ο βάσκος μεγάλος συγγραφέας Ουναμούνο, τον οποίο γνωρίζει προσωπικά. Η ιδεολογική μεταστροφή του ως τότε αντιπολιτευόμενου Ισπανού και η υποστήριξη που παρέχει στο πραξικόπημα του Φράνκο δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον Καζαντζάκη ­ βλ. Δημήτρης Φιλιππής, Η Ελλάδα μπροστά στον ισπανικό εμφύλιο, ό.π., σ. 47. Οταν λοιπόν ο Καζαντζάκης μετά από συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο Φράνκο στις 22 Δεκεμβρίου 1936 γράφει, παρατηρώντας ότι οι λοιποί συνάδελφοί του δημοσιογράφοι εγκατέλειψαν το γραφείο του κινηματία με έναν μορφασμό δυσφορίας: «Μα εγώ ήμουν χαρούμενος, γιατί είδα έναν άνθρωπο αποφασισμένο και γαλήνιο, τέλειο όργανο της εποχής του, πειθαρχημένον εργάτη και συνεργάτη του φοβερού, ανήλεου καιρού που ζούμε» ­ από το ακόμη ανέκδοτο υλικό της ετοιμαζόμενης νέας έκδοσης της Ισπανίας ­ δεν έχει συναίσθηση προφανώς της ιδεολογικής απόχρωσης της θεώρησής του ούτε της βαρύτητας και της ευθύνης των λεχθέντων, ότι δηλαδή είναι φυσικό μέσα από τις ανταποκρίσεις του να συμβάλλει στη διαμόρφωση απόψεων. Η θέασή του καθορίζεται αποκλειστικά από το γεγονός ότι γνωρίζει έναν άνθρωπο που γράφει ιστορία, που διαμορφώνει την ιστορική στιγμή. Η εξουσιαστική αυτή δύναμη τον αιχμαλωτίζει. Το συγκλονιστικότερο όλων; Ο Καζαντζάκης ήταν εκεί και μπόρεσε να το διηγηθεί. Σε τέτοιες στιγμές δεν έχει γι’ αυτόν σημασία «η ιδεολογία, παρά ο ρυθμός της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου που αγωνίζεται» ­ βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ισπανία, ό.π., σ. 207.


Ενας λόγος επικίνδυνος


Ετσι, προφανώς η κατάφαση του πολέμου δεν είναι αυτοσκοπός για τον Καζαντζάκη. Αντιλαμβάνεται ο κρητικός συγγραφέας τον πόλεμο σαν απόρροια της ιδιοσυγκρασίας, του είναι του Ισπανού, του «ανίκανου» να «συνεργαστεί» και να «πειθαρχήσει» (Ισπανία, σ. 25, 154), σαν παλιννόστηση σε αρχέγονα πάθη, σαν απόρροια της ιστορικής στιγμής, σαν αναγκαιότητα, προκειμένου από το χάος να προκύψει κάτι νέο και καλύτερο (Ισπανία, σ. 194). Ο λόγος του είναι επικίνδυνος, αλλ’ όχι μοναδικός. Δύο δεκαετίες πριν, το 1919, ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας, σύγχρονος του Καζαντζάκη και λάτρης του Νίτσε, ο Γερμανός Hermann Hesse, έγραφε με αντίστοιχο ύφος για την καταστροφή της Ευρώπης με αφορμή την ανάγνωση των Αδελφών Καραμαζόφ του Ντοστογέφσκι ένα κείμενο για το οποίο πολύ κατακρίθηκε. Σ’ αυτό αναγνώριζε την αναγκαιότητα του χάους «με την έννοια του «μέσ’ απ’ αυτό πρέπει να περάσουμε, τούτο είναι η μοίρα μας!». Το μέλλον […] σημαίνει ψυχική αναπροσαρμογή […] απαιτεί τη «μαγική» σκέψη, την παραδοχή του χάους. Επιστροφή στο άτακτο, ξαναγύρισμα στο ασυνείδητο, το άμορφο, το ζώο, ακόμα πιο πίσω και από το ζώο, επιστροφή στις απαρχές. Οχι για να μείνουμε εκεί, […] αλλά για να προσανατολιστούμε εκ νέου, για να βρούμε πάλι στις ρίζες του είναι μας λησμονημένες ορμές κι εξελικτικές δυνατότητες» ­ βλ. Ερμαν Εσσε, «Ντοστογέφσκι ­ Ματιά στο χάος», στο: Η αγωνία ενός πολιτισμού, Νεφέλη, Αθήνα 1985, σσ. 79-80.


Ωστόσο, παρά την καλοπιστία μιας θεωρητικής προσέγγισης και την άνεση που μας παρέχει η χρονική απόσταση από τα γεγονότα του 1936, δύσκολα θα έπειθε κανείς τον εαυτό του να αναλογιστεί τον πόλεμο που συντελείται στη γειτονική Γιουγκοσλαβία ως δυνατότητα δημιουργίας και εξέλιξης, με εξαίρεση ίσως τους «ανθρωπιστές» αυτουργούς του.


Η κυρία Εύη Πετροπούλου είναι διδάκτωρ Συγκριτικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Saarland της Γερμανίας.