Μοιάζει με επιδημία τον τελευταίο καιρό το φαινόμενο όλοι να ασχολούνται με προβλήματα της Δικαιοσύνης. Ο κόσμος μιλάει για «κρίση» στη Δικαιοσύνη. Ο κάθε πολίτης συζητεί για την καθυστερημένη απονομή της, που δυστυχώς είναι μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Δεν υπάρχει κανένας που να τον αφήνει αδιάφορο η πιθανότητα «επηρεασμού» των δικαστών και των εισαγγελέων από την πολιτική εξουσία ή από τα «διαπλεκόμενα», όπως λέγονται, οικονομικά ή άλλα συμφέροντα. Κάποιοι άλλοι δεν παραλείπουν να ασχολούνται με την επιστημονική επάρκεια των δικαστικών λειτουργών. Και η επωδός είναι πάντοτε ο θρήνος για τη «χαμένη ανεξαρτησία» της Δικαιοσύνης, η κατακραυγή για τους «ασυνείδητους πολιτικούς» που εναγκαλίζονται ασφυκτικά τους δικαστές και τους εισαγγελείς και τους έχουν καθυποτάξει στις «άνομες» επιδιώξεις τους. Φαίνεται ότι έχουμε υποστεί όλοι μας ένα παραλήρημα κινδυνολογίας για τη Δικαιοσύνη.
Και βεβαίως κανένας από εκείνους που παροικούν την Ιερουσαλήμ δεν θα υποστηρίξει ότι η απονομή της Δικαιοσύνης στην πατρίδα μας βρίσκεται σε επίπεδο ιδανικό. Και πάρα πολλές ελλείψεις υπάρχουν και πολλά είναι αυτά που πρέπει να βελτιωθούν ή να καταργηθούν ακόμη. Ούτε θα γίνει πιστευτός εκείνος ο οποίος θα επιχειρήσει να αποσιωπήσει τις υπαρκτές ανθρώπινες ελλείψεις των δικαστικών λειτουργών και την ανεπάρκεια των δομών της Δικαιοσύνης. Αλλωστε σε ό,τι αφορά την ορθή κρίση των δικαστών και των εισαγγελέων είναι αναμφισβήτητο, όπως έγραφε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ότι «η Δικαιοσύνη του κόσμου τούτου δεν είναι θεία, είναι ανθρώπινη, έχει λοιπόν το δικαίωμα και να πλανάται».
Η ύπαρξη εξάλλου της πειθαρχικής διαδικασίας και των πειθαρχικών αποφάσεων κατά κάποιων δικαστικών λειτουργών είναι η καλύτερη επιβεβαίωση αυτών των ελλείψεων των δικαστών και των εισαγγελέων. Για τον Θεό, όμως, όχι όλων γενικά των δικαστικών λειτουργών. Μόνο ενός μικρού αριθμού που η ύπαρξή τους δεδομένη επικυρώνει τον κανόνα της συντριπτικής πλειοψηφίας, των έντιμων και εργατικών.
Από το σημείο αυτό, να διαπιστώνουμε, δηλαδή, τις ελλείψεις και να επιδιώκουμε τη βελτίωση της κατάστασης, ως το να υποστηρίζουμε ότι στη Δικαιοσύνη όλα είναι «μαύρα κι άραχνα» και ότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη διάκριση των εξουσιών είναι κάτι το ανύπαρκτο μάς χωρίζει χαώδης απόσταση. Μια τέτοια «διαπίστωση» και στην αλήθεια είναι αντίθετη και κατάφωρα αδικεί όλους εκείνους, τους πολλούς, οι οποίοι φιλότιμα διακονούν στον χώρο της Δικαιοσύνης. Παρά την πατροπαράδοτη φιλοδικία του Ελληνα που «για ψύλλου πήδημα» καταφεύγει στα δικαστήρια, και τα ανώτατα ακόμη, παρά τον ασφυκτικό πληθωρισμό των νομικών επαγγελμάτων και τα συναφή προβλήματα, παρά τους «αστρονομικούς» αριθμούς των υποθέσεων που κατακλύζουν τα πινάκια των δικαστηρίων, η απονομή της Δικαιοσύνης στην πατρίδα μας μπορεί να μην παίρνει άριστα, «δεν μένει όμως και στην ίδια τάξη»!
Και βεβαίως για όσα και όποια κακά παρατηρούνται στη Δικαιοσύνη δεν είναι οι δικαστές και οι εισαγγελείς εκείνοι οι οποίοι, αποκλειστικώς ή κυρίως, ευθύνονται. Χωρίς να είναι απαλλαγμένοι ευθυνών, είναι οι ολιγότερο φταίχτες. Φορτώνονται με εξωφρενικούς αριθμούς υποθέσεων που στους συναδέλφους τους των άλλων ευρωπαϊκών χωρών φαντάζουν εφιάλτης.
Εργάζονται υπερδιπλάσιο χρόνο από τους άλλους εργαζομένους του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα. Αυτοί και μαζί με αυτούς οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους στερούνται πολλές ανθρώπινες και αυτονόητες για όλους χαρές, ενώ στο ελάχιστο περιορίζονται οι ευκαιρίες ψυχαγωγίας τους.
Προτού όμως ζητήσουμε ευθύνες από τους δικαστές, ας μετρήσουμε με υπευθυνότητα το φταίξιμο των άλλων παραγόντων της Δικαιοσύνης στα όποια δεινά της απονομής της. Και, προς Θεού, ας πάψουμε τους μεγάλους λόγους για «επηρεασμό», για «κομματισμό» και για «χρηματισμό» των δικαστών και των εισαγγελέων. Είναι κοινωνική αδικία αλλά και αχαριστία να διασύρουμε ανθρώπους οι οποίοι μοχθούν καθημερινά για την απονομή της Δικαιοσύνης.
Ολοι εκείνοι οι οποίοι ρίχνουν τον λίθο του αναθέματος στους δικαστές και στους εισαγγελείς, που ανεύθυνα και αβασάνιστα μιλάνε για «επηρεασμό» τους από την πολιτική εξουσία, που δεν διστάζουν να αφήνουν υπονοούμενα για «κομματισμό» και «χρηματισμό» δικαστικών λειτουργών, χωρίς όμως να γίνονται σαφείς στις καταγγελίες τους και χωρίς να προσκομίζουν όπως κάθε τίμιος άνθρωπος οφείλει να πράττει αποδείξεις για τους ισχυρισμούς τους, τίποτε άλλο δεν κάνουν παρά να αλωνίζουν χωρίς εντροπή σε πεδιάδες που ανήκουν στης συκοφαντίας τους ανίερους χώρους. Πλήττουν ίσως χωρίς να το επιδιώκουν όλους τους έντιμους έλληνες δικαστές και εισαγγελείς, τη συντριπτική δηλαδή πλειονότητά τους, τους οποίους απογοητεύουν και τους αποθαρρύνουν στον επίπονο όσο και άχαρο αγώνα τους, της ορθής απονομής του δικαίου.
Αν όλοι οι πολίτες έχουν υποχρέωση να σέβονται τον μόχθο των δικαστών λειτουργών, αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για εκείνους που έχουν επωμισθεί (ή είχαν πρόσφατα ή στο απώτερο παρελθόν επωμισθεί) με συνταγματικά προβλεπόμενες διαδικασίες την ευθύνη της διοίκησης της Δικαιοσύνης. Είναι ασυγχώρητο το ολίσθημά τους όταν επί του ασφαλούς, χωρίς στοιχεία, εκ των ένδον φθείρουν το κύρος των συναδέλφων τους και υποσκάπτουν το έργο τους. Εργο του οποίου τη μεγάλη δυσκολία και την εξαιρετική ευαισθησία αυτοί περισσότερο από κάθε άλλον γνωρίζουν. Ο καθένας μας δικαίως αναλογίζεται: Δεν υπάρχει τέλος πάντων και κάποια ευθύνη εκείνων; Τι έκαναν τόσα χρόνια για τη βελτίωση της απονομής της Δικαιοσύνης αυτοί, στους οποίους η πολιτεία εμπιστεύθηκε τη διοίκηση της ιερότερης λειτουργίας της, της δικαστικής λειτουργίας; Και ας μη θυμηθούν πάλι το γνωστό τροπάριο για «κομματικές επιλογές της ηγεσίας της Δικαιοσύνης». Και εκείνων η επιλογή με αυτή τη διαδικασία έγινε και την αποδέχθηκαν. Ας σταματήσει πια αυτό το άλλοθι.
Οσον αφορά εκείνον που χαράσσει αυτές εδώ τις γραμμές, αισθάνεται την ανάγκη να διακηρύξει από την εμπειρία του μιας δικαστικής ζωής 40 χρόνων ότι οι έλληνες δικαστές και εισαγγελείς δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τους λοιπούς ευρωπαίους συναδέλφους τους. Και έχει υποχρέωση, με όση διαθέτει δύναμη φωνής, να διαβεβαιώσει την ελληνική κοινωνία ότι μπορεί να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στους δικαστικούς λειτουργούς της, στην επιστημοσύνη τους και προπαντός στο ήθος τους.
Ο κ. Ευάγγελος Κρουσταλλάκης είναι αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δικαστών.