Πεντακόσια μέτρα από την αμμουδερή θάλασσα, ανάμεσα από γεωργούς και ξενοδόχους, αναδύθηκε μιαν άνοιξη το περιβόλι μας. Με συκιές τριών λογιών, τρελή ροδιά, ροδακινιές και νεκταρινιές, με «ανάχωμα» του μπάτη μια περιμετρική ζώνη από εκατόν είκοσι ελιές, καμιά τριανταριά ξινόδεντρα και δύο τριανταφυλλιές που προοιωνίζονται ότι ο αριθμός των «καλλωπιστικών» μόλις άρχισε. Το νερό να ρέει άφθονο και ο ιδρώτας μας να το συναντά, όταν μάλιστα σκάνε τα πρώτα μπουμπούκια και τα ζιζάνια καιροφυλακτούν. Πρόκειται τάχα για έναν θύλακο αθησαύριστο στο Internet, μέσα από τον οποίο κλωτσούμε το δυσκατάλυτο imperium hominis;
Ο χρόνος που μας έχει κοντά του, δεκαπενθήμερα και δίμηνα, μάλλον δεν ταυτίζεται με μια εφήμερη εκτόνωση. Κυρίως θέτει από την αρχή και με αβίαστο τρόπο το σύνολο των σχέσεων ανάμεσα στον εργάσιμο και στον υπό διάθεση (συνήθως επιπόλαια ονομάζεται και «ελεύθερος») χρόνο. Τα ερεθίσματα για έναν τέτοιο προβληματισμό θα μπορούσαν να δοθούν σε ένα δεύτερο «σπίτι»: σ’ έναν χώρο μακριά από το καθημερινό πεδίο της εργασίας και συνάμα αρκετά κοντά στην οικογενειακή θαλπωρή και στις εγγενείς της φαντασιακές παραστάσεις. Μια μαθητεία στο «αναχωρείν» σημαίνει τη δυνατότητα να διπλασιάζεις τον κόσμο: πέρα απ’ αυτόν που σε καθηλώνει στις ανάγκες και στους καταναγκασμούς του επιούσιου διανοίγεται ένας δεύτερος που μπορεί να φέρει και τη σφραγίδα σου ή έστω την αγρύπνια σου. Μια παρόμοια στάση σαφώς καταγράφεται ως «ποιητική», που την αποδίδει με ευστοχία ο Μικρός Ναυτίλος του Ελύτη: πρόκειται για το «δικαίωμα» στις «αναπάλσεις» και «ανατάσεις» προς το «βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος».
Η «αναψυχή», σε αυτήν την περίπτωση, δεν εξαντλείται στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης του ανθρώπου και, πολύ περισσότερο, δεν υποτάσσεται στην αναγκαιότητα του εργάσιμου χρόνου που προφανώς τη χρηματοδοτεί και την ενθαρρύνει. Είναι επίσης αντιληπτή η πολυσχιδής σήμερα εκμετάλλευση του «ελεύθερου χρόνου» στους κόλπους μιας «μαζικής κουλτούρας» που εμπορευματοποιεί ό,τι θα μπορούσε να αποτελεί αξία χρήσης και επομένως το μετατρέπει σε ανταλλακτική αξία. Η απάντηση στη γενικευόμενη τάση υπαγωγής τού υπό διάθεση στον εργάσιμο χρόνο, μολονότι συχνά ελλιπής και αποσπασματική, θα μπορούσε να συνδέεται με τα στοιχεία μιας νέας ευαισθησίας που συνάγονται από νέες μορφές συλλογικότητας μέσα σε «στέκια» ή «περιβόλια» αναψυχής και θα τείνουν να καταστούν εστίες πολιτικής παιδείας και κοινωνικών αντισωμάτων. Μάλλον οι επισημάνσεις αυτές μας φέρνουν πολύ κοντά στην πρόβλεψη των Grundrisse ότι ο «ελεύθερος χρόνος και όχι ο χρόνος εργασίας συνιστά το μέτρο του πλούτου».
Συχνά μια τέτοια ανάπαυλα, με την προσδοκία διαρκώς να διευρύνεται, ωθεί στην κριτική της «ανάπτυξης», στην απόρριψη των καταναλωτικών προτύπων, στην απομύθευση του πλέγματος των αναγκών και της θεσμικής τους ιεράρχησης και στην αντικατάσταση του μέλλοντος από το παρόν στον ίσκιο μιας μουριάς. Ειδικά πρόσφατα μου είναι εξαιρετικά οικείος ο Σολωμός: «Εφάρμοσε στην πνευματική μορφή την ιστορία του φυτού, που αρχίζει από το σπόρο και επιστρέφει σ’ αυτόν, αφού διατρέξει όλες τις φυτικές μορφές της εξέλιξης, δηλαδή τη ρίζα, τον κορμό, τα φύλλα, τα άνθη, τους καρπούς. Εφάρμοσέ την σκεπτόμενος για την ουσία του θέματος καθώς και για τη μορφή της Τέχνης» (ο πρώτος «Στοχασμός», σε μετάφραση Γ. Βελουδή).
Η τιτλοφόρηση αυτής της επιφυλλίδας ανήκει στον Ελύτη που αποδίδει τιμή στο «απλώς κυανό, για το απείρως παρόμοιο», προσθέτοντας ότι «ευχάριστο δεν είναι το ωφελιμιστικό· και ο ζωγράφος ξέρει» (Ο κήπος με τις αυταπάτες, 18, 36). Ας προχωρήσουμε ένα βήμα περισσότερο και ας πάρουμε ως οδηγό μας έναν δημιουργό που ζει στην καρδιά του Μανχάταν χωρίς να έχει απωθήσει τη μεσογειακή ατμόσφαιρα. Η μονάδα αναφοράς, ο «πίνακας», συγκροτείται με διακριτές αντιθέσεις χρωμάτων που αποτρέπουν τη σύγχυση και δίνουν στην ανθρώπινη μορφή την κεντρική θέση με υπόβαθρο το γαλάζιο και τις συγγενικές του αποχρώσεις. Η ανθρώπινη φιγούρα, γιγαντωμένη στη γλυπτική της υπόσταση, περιβάλλεται από την αδαμιαία απλότητα γεωμετρικής καταγωγής περιγραμμάτων, προσφέροντας μια διαφορετική αίσθηση των πραγμάτων.
Η γυναικεία μορφή, κατά προτεραιότητα, οργανώνει τον ιστό των σημασιών, με σημείο αφόρμησης και επιστροφής το ανθρώπινο μάτι που δημιουργεί τους όρους της αναφορικότητας («intentionality») του όντος σ’ έναν κόσμο που εμφανίζεται ταυτόχρονα «οικείος» και «ξένος». Στις κλειστές-παραδοσιακές κοινωνίες με το θέατρο σκιών μπορούσε κανείς να περιπαίζει την πραγματικότητα και τους αφέντες της. Στη σημερινή «εικονική πραγματικότητα» του «κυβερνοχώρου» το «θέατρο φωτός» ανοίγει ρωγμές στην «αγοραφοβία» που συνυφαίνουν και (ανα)παράγουν οι μηχανισμοί χειραγώγησης. Ετσι απέναντι σ’ αυτήν την αγοραφοβική περιστολή των υπάρξεων ο γιγαντισμός των μορφών υποδεικνύει μια νέα εποχή στο «παιχνίδι του κόσμου»: ένας ιδιόμορφος επικοινωνιακός μεταβολισμός αποπνέει αισιοδοξία και απλότητα και συνάμα μια αντιθετική στάση σε ό,τι μας καθηλώνει και μας υποβάλλει. Από τον δικό του κήπο/παρατηρητήριο ο Χρήστος Σαρακατσιάνος αντιμετωπίζει την ετερόνομη, αγοραφοβική και τεχνολογικά ανεπτυγμένη κοινωνία του καιρού μας χωρίς φόβο και αναστολές δηλαδή την κοροϊδεύει ως παίκτης χρωμάτων.
* Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.