50 χρόνια μετά τον Εμφύλιο
Ο εμφύλιος πόλεμος είναι η πιο τραυματική εμπειρία της ελληνικής κοινωνίας στον 20ό αιώνα. Τοποθετημένος στα μέσα του αιώνα τον τέμνει στα δύο, με τις προεκτάσεις του εκατέρωθεν. Οι απώτερες συνέπειές του έφθασαν ως τη στρατιωτική δικτατορία που έληξε ύστερα από 25 χρόνια, οι μακρινές αιτίες του ανάγονται στην εποχή που η Ελλάδα μπήκε στην περίοδο των μεγάλων ρήξεων από τα χρόνια του Διχασμού.
Ποιος έφταιγε για τον Εμφύλιο; Καμία πλευρά από τους εμπολέμους δεν ανέλαβε την ευθύνη, επιρρίπτοντάς τη στην άλλη. Οι ερμηνείες άλλωστε συνοδεύουν τις πράξεις και είναι προέκτασή τους. Το ερώτημα επομένως είχε σημασία στα πλαίσια της πολεμικής αλλά στερείται ιστορικής σημασίας. Μοιάζει σαν να ρωτάμε σήμερα ποιος ευθυνόταν για τον Διχασμό: ο Κωνσταντίνος ή ο Βενιζέλος; Το ερώτημα είχε σημασία για την πολεμική τού τότε, όχι για την αποτίμηση του σήμερα. Δεν βαθαίνει τις γνώσεις μας.
Αλλά ήταν αναπόφευκτος ο Εμφύλιος; Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί αν δεν τοποθετηθεί ο Εμφύλιος στα ευρύτερα χρονικά του συμφραζόμενα. Πότε άρχισε; Το 1947 στο Λιτόχωρο; Με την απάντηση στην τρομοκρατία του 1946; Τον Δεκέμβρη του 1944, ή προηγουμένως, από το 1943; Αν και η δεκαετία 1940-1950 τέμνεται συνήθως ανάμεσα στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, αν και από την άποψη της σύνθεσης των δυνάμεων, των πολιτικών επιδιώξεων, της κατανομής ανάμεσα στη συλλογική αισιοδοξία και στην απαισιοδοξία, διαφέρουν το ένα φαινόμενο από το άλλο, είναι δύσκολο να διαχωρισθούν. Η Αντίσταση ήταν μια μορφή εμφυλίου πολέμου και προπαντός δεν ήταν «ενιαία», όπως θέλει ο συμφιλιωτικός μύθος που δημιουργήθηκε μετά το 1974. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη μεγάλη σύγκρουση της δεκαετίας αυτής αποχωρίζοντας το ένα γεγονός από το άλλο.
Ο πόλεμος, η υποταγή του κρατικού μηχανισμού στους κατακτητές, η απονομιμοποίησή του και η εξαφάνισή του από το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, η αδυναμία του να εκπληρώσει τις βασικές λειτουργίες διατροφής του πληθυσμού, η αναξιοπιστία και η παράλυση των παλαιών πολιτικών ηγεσιών, δημιούργησαν το γεγονός που ονομάστηκε εκ των υστέρων «Αντίσταση», το οποίο όμως είχε τα χαρακτηριστικά μιας «ανταρσίας». Εξέγερση απέναντι στην προπολεμική κατάσταση πραγμάτων, στις πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές ιεραρχίες. Οι μεγάλες ανατροπές έγιναν στη διάρκεια της Κατοχής. Οσοι στρατεύτηκαν στο ΕΑΜ δεν ήθελαν τίποτε να μείνει όπως πριν. Και οι αντίπαλοί τους πολώθηκαν, και δεν ήταν λίγοι.
Ηταν όμως ο πόλεμος και η Κατοχή η μοναδική αιτία του Εμφυλίου; Κάθε πόλεμος δημιουργεί δομές βίας που συνεχίζουν να είναι ενεργές και μετά τη λήξη του. Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας το 1821 δημιούργησε εμφυλίους πολέμους. Οι πόλεμοι της δεκαετίας 1912-1922 δημιούργησαν τον Διχασμό που προεκτάθηκε στον Μεσοπόλεμο με πραξικοπήματα, διώξεις και δικτατορίες. Θα αποτελούσε εξαίρεση ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος; Ιδιαίτερα το κύμα της άμετρης βίας και τρομοκρατίας που εξαπέλυσαν οι Γερμανοί το 1943 δημιούργησε στην ελληνική κοινωνία έναν εθισμό στο αίμα, στον φόνο, στην εκδίκηση. Εθισμό στη φρίκη. Ο Εμφύλιος μαινόταν στον τελευταίο χρόνο της Κατοχής.
Δημιουργούν όλοι οι πόλεμοι εμφυλίους; Οχι, αν δεν υπάρχουν οι βαθύτερες αιτίες που ενεργοποιούνται με τον πόλεμο. Στην Ελλάδα οι αιτίες κοινωνικής δυσαρέσκειας και συγκρούσεων δεν έλειπαν. Πρόσφυγες και ντόπιοι, μειονότητες, πλούσιοι και φτωχοί, βενιζελικοί και βασιλικοί, η Ελλάδα ήταν ένα μωσαϊκό αντιθέσεων. Πιθανόν όχι περισσότερο από άλλες χώρες. Εκείνο που έλειπε ήταν οι μηχανισμοί διαμεσολάβησης, εκείνες δηλαδή οι πρακτικές και οι θεσμοί οι οποίοι μπορούσαν να εξασφαλίσουν ειρηνικό κατευνασμό των συγκρούσεων. Ακόμη και οι παραμικρές μεταρρυθμίσεις δημιουργούσαν στις ανώτερες τάξεις το άγχος ενός κατακλυσμού. Η τύχη των εργατικών κινητοποιήσεων του Μεσοπολέμου, οι οποίες αντιμετωπίζονταν με ένοπλα αποσπάσματα στους δρόμους, είναι ενδεικτική. Για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, το κράτος ταυτιζόταν με τον βλοσυρό χωροφύλακα.
Βεβαίως η πολυμορφία των αντιθέσεων δεν οδηγεί αναγκαστικά σε εμφύλιες συγκρούσεις. Αλλά η Ελλάδα δεν ήταν μια απομονωμένη, ιδιότροπη ή ιδιοπρόσωπη χώρα. Και τον ελληνικό εμφύλιο δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε αν δεν τον δούμε ως ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο. Η ιδέα ξενίζει γιατί καλλιεργείται μια ιστορία της Ευρώπης αποκαθαρμένη από τις πληγές της. Ωστόσο οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι μέρος του ευρωπαϊκού συστήματος. Από τον 17ο αιώνα οι ευρωπαϊκές χώρες, η μία μετά την άλλη, σπαράχθηκαν από εμφυλίους πολέμους. Ο πρώτος κύκλος είχε να κάνει με τους θρησκευτικούς εμφυλίους: προτεστάντες και καθολικοί εναντίον αλλήλων. Ο δεύτερος, με τους εμφυλίους πολέμους που ενέπνευσαν η Γαλλική Επανάσταση και οι ιδέες της. Ο τρίτος με τον παρατεταμένο εμφύλιο που πυροδότησε η Επανάσταση στη Ρωσία, από τη Φιλανδία ως την Ισπανία και την Ελλάδα. Αν η ιστορία της Ευρώπης μπορεί να διαβαστεί ως μια ιστορία αυτονόμησης των υποκειμένων, δηλαδή των πολιτών, αυτή η ιστορία είναι αδιανόητη χωρίς τις ουτοπίες τους και τις αντιδράσεις στις ουτοπίες αυτές. Και οι ουτοπίες τρέφονται όχι μόνο με μελάνι αλλά και με αίμα.
Οι κοινωνικές αντιθέσεις στην ελληνική κοινωνία, οι ψυχολογικές στάσεις και οι δομές βίας που δημιούργησε ο πόλεμος διαπλέχθηκαν επομένως με τις μεγάλες ιδεολογικές αντιθέσεις της ευρωπαϊκής ηπείρου και πήραν σχήμα και μορφή. Σημαίες και σύμβολα. Απέκτησαν γλώσσα έκφρασης και η γλώσσα δημιούργησε και ενοποίησε τα κατακερματισμένα υποκείμενα. Διαπλέχθηκαν όμως και με τις μεγάλες γεωπολιτικές αντιθέσεις. Στον πόλεμο, Αξονας – Σύμμαχοι, φασισμός – αντιφασισμός. Αμέσως μετά, κομμουνισμός – καπιταλισμός, σοβιετικό μπλοκ – ελεύθερος κόσμος. Η ελληνική περίπτωση βρέθηκε στο μεταίχμιο. Τράφηκε από την πρώτη αντίθεση και πλήρωσε τη δεύτερη. Η μοίρα της χώρας παιζόταν με ποσοστά στα τραπέζια. Πώς να ξεφύγει; Οι αιτίες επομένως του εμφυλίου πολέμου πρέπει να ανιχνευθούν στους διευρυνόμενους κύκλους, στον χώρο και στον χρόνο, που μας οδηγούν οι διαστάσεις του.
Μετά τη διάλυση του Ανατολικού Συνασπισμού το 1989, σκέφτονται πολλοί, ακόμη και στην Αριστερά, μήπως, «ευτυχώς που δεν νικήσαμε»; Δύσκολο να πει κανείς αν υπήρχε δυνατότητα νίκης της Αριστεράς στον Εμφύλιο. Και οι ίδιοι το ήξεραν στην απομόνωση που βρέθηκαν κυνηγημένοι στις απρόσιτες περιοχές. Το αντιλαμβάνονταν όταν αναγκάζονταν σε βίαιες στρατολογήσεις ακόμη αγοριών και κοριτσιών. Οταν παλινωδούσαν ανάμεσα στη συμφιλίωση και στη σύγκρουση. Το «ευτυχώς» όμως, με ποιο αντίτιμο πληρώθηκε; Με τα κομμένα κεφάλια κρεμασμένα στους φανοστάτες; Με τη βία στη Μακρόνησο; Με τον εξευτελισμό των «δηλώσεων μετανοίας»; Με την προσφυγιά δεκάδων χιλιάδων και με το μετεμφυλιακό κράτος;
«Πίκρα, πολλή πίκρα»
Γράφουμε αναλύσεις, καθισμένοι άνετα μπροστά στον υπολογιστή, περιτριγυρισμένοι από τα βιβλία μας, απολαμβάνοντας μια κούπα καφέ και μυρωδάτο καπνό. Συνάντησα όμως έναν γέροντα τις προάλλες. Περασμένα ογδόντα, ακόμη στον βιοπορισμό. Γεννήθηκε στη Γεωργία, προσφυγόπουλο από τον Πόντο, η οικογένεια κυνηγημένη από τους Νεότουρκους. Ξανά προσφυγιά το 1924, ήρθε στην Καλαμαριά. Κόκκινη συνοικία, βγήκε στο πρώτο αντάρτικο. Γύρισε στη Θεσσαλονίκη, καταδιώχτηκε, βγήκε στο δεύτερο αντάρτικο. Μάνα και αδελφή στην εξορία, γύρισε μόνο η δεύτερη. Δύο αδέλφια σκοτωμένα στο βουνό, ο ένας φαντάρος από την άλλη πλευρά. Ακολούθησε τη μοίρα των ηττημένων: Αλβανία, σε αμπάρι ταξίδι για την Τασκένδη, άλλη φρίκη εκεί.
Κατέληξε ξανά στη Γεωργία. Και ενώ πίστευε ότι ο κύκλος έκλεισε, η χώρα τυλίχτηκε στον Εμφύλιο. Επέστρεψε στην Ελλάδα, χωρίς τίποτε. Μια ζωή, και αυτός όπως και χιλιάδες άλλοι, ξοδεμένη. Κάποιος του ζήτησε έναν απολογισμό. Μήπως «ευτυχώς που δεν νικήσαμε»; Ο γέροντας έσφιξε τα χείλη για πολλή ώρα. Και ύστερα είπε: «Πίκρα, πολλή πίκρα».
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.