Ανάμεσα στους ζωγράφους της εποχής του και της γενιάς του ο Περικλής Βυζάντιος (1893-1972) κατέχει μια ξεχωριστή θέση, όχι μόνο για την πλατιά γνώση του γύρω από την τέχνη και το εύρος των πνευματικών ενδιαφερόντων του, αλλά και γιατί άσκησε θετική επιρροή στα καλλιτεχνικά πράγματα της χώρας μας.
Εγκαταλείπει τις σπουδές του στο Μόναχο και τις εξπρεσιονιστικές τάσεις του «Γαλάζιου Καβαλάρη», με τον Kandinski και τον Marc, ερχόμενος σε αντίθεση με τον ακαδημαϊσμό και τον νεοκλασικισμό της Σχολής του Μονάχου, και εγκαθίσταται στο Παρίσι, που του παρέχει τη δυνατότητα να πλουτίσει περισσότερο τις έμφυτες κλίσεις του.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα το 1917, ο Βυζάντιος γίνεται ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας «Τέχνη» (Ν. Λύτρα Κ. Μαλέα, Κ. Παρθένη, Γ. Ιακωβίδη, Λ. Κογεβίνα, Θ. Τριανταφυλλίδη), που θα παίξουν ρόλο στην επιβολή των νέων τάσεων στην τέχνη. Ανοίγει νέους δρόμους στην αισθητική κατανόηση του τόπου μας και ρίχνει μια αλλιώτικη ματιά στην Ελλάδα, με σφραγίδα τους δικούς του υποκειμενικούς ερεθισμούς. Στα πρώτα του έργα η γυναικεία φιγούρα κατέχει εξέχουσα θέση, ανυψώνεται με χάρη και κομψότητα. Με ασυνήθιστη οξύτητα ματιού και ατμόσφαιρα, αποδίδει τα εσωτερικά πλουσίων σπιτιών, την κοσμική ζωή της Αθήνας στα πλαίσια της αστικής ηθογραφίας.
Από το 1920 ως το 1928 διατηρούσε ατελιέ στην Πλάκα στους Αέρηδες, στην οδό Διογένους 4, όπου μαζί με τον Παύλο Καλλιγά και τον Φωκίωνα Ρωκ δημιούργησαν μια καλλιτεχνική συντροφιά με ό,τι εκλεκτό είχε τότε η Αθήνα στη διανόηση και στην τέχνη (Μητρόπουλος, Μαλακάσης, Ουράνης). Το «Atelier» λοιπόν αυτό εξελίσσεται αργότερα σε κρατική στέγη καλλιτεχνών. Στο ατελιέ στεγάζεται σήμερα η ταβέρνα «Ο Πλάτανος», ο χρόνος χάλασε το βυζαντινό παραθύρι από γύψο και χρωματιστά γυαλιά, φιλοτεχνημένο από τον Ρωκ, χρωματίστηκαν τα ανάγλυφα και οι καρικατούρες στους τοίχους του, όμως η πλατεία παρέμεινε ανέπαφη σε πείσμα άλλων εποχών. Αυτό το μικρό ατελιέ ήταν το μοναδικό καλλιτεχνικό στέκι της Αθήνας της εποχής. Με βραδινές συγκεντρώσεις κάθε Πέμπτη υπό το φως της λάμπας του πετρελαίου, ήταν πόλος έλξης για ό,τι υψηλό και ευγενές χαρακτήριζε την προπολεμική ζωή της Αθήνας στον τομέα της τέχνης και των γραμμάτων, με κλίμα αντίστοιχο των γαλλικών ατελιέ της Montmarte και της Grande Chaumniere.
Στην ανατολική πλευρά του πλατώματος Διογένους 4 θα γίνουν τη Δευτέρα 5 Οκτωβρίου τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Π. Βυζάντιου. Το έργο φιλοτέχνησε το 1924 ο γλύπτης Γρηγόρης Ζευγώλης και προσέφερε ευγενώς στον Δήμο Αθηναίων η κυρία Μαριλένα Λιακοπούλου, κόρη του ζωγράφου Π. Βυζάντιου. Πρόκειται για ένα έξοχο νεανικό γλυπτό πορτρέτο, κόσμημα της πόλης και ορόσημο μιας ορισμένης εποχής.
Θα τιμηθεί λοιπόν η προσωπικότητα και το έργο του Π. Βυζάντιου, ο οποίος μετά τον πόλεμο, αφού μας δίνει θαυμάσια δείγματα σχεδίου, αφίσας, χαρακτικής και σκηνογραφίας, αφοσιώνεται στην τοπιογραφία και στην Υδρα, που ως τον θάνατό του παραμένει το αγαπημένο του θέμα. Η οικειότητά του με το νησί, το φως, η υγρασία, η θάλασσα, αποδίδεται με αισθητικές ευαισθησίες και ρηξικέλευθους χρωματικούς τόνους καθώς επικεντρωμένος στο ελληνικό φως το διαλύει, δημιουργώντας ένα ονειρικό σύνολο, μια ποιητική, λυρική μαγεία.
Με ευαίσθητο ατμοσφαιρικό κλίμα, η Υδρα του δεν είναι τραχιά σαν του Χατζηκυριάκου – Γκίκα, είναι ατμοσφαιρική σαν τον απέραντο σε σύννεφα και χρώμα ουρανό του Turner. Ο Π. Βυζάντιος έρχεται κοντά στον Lorraine, στον Cezanne και στους Nabis, κατακτά τον ιμπρεσιονισμό και τον ξεπερνά, με τη διάλυση των μορφών στο φως, και αποδίδει την οπτική πραγματικότητα με καθαρά ζωγραφικές αξίες. Τον φυσικό χώρο δεν τον μιμείται, τον χρησιμοποιεί ως πρόσχημα – ερέθισμα για ελεύθερη, προσωπική ερμηνεία. Η ζωγραφική του δίνει έμφαση στο ουσιαστικό κι έχει εσωτερική αλήθεια, αναζητώντας τη δική της ελληνικότητα.
Η κυρία Ρ. Γάκη – Παντελή είναι κοινωνιολόγος, ερευνήτρια του Πανεπιστημίου Paris Χ.