Τον Μάρτιο του 1924, πριν από 73 χρόνια δηλαδή, κορυφωνόταν στο Μόναχο και σε ολόκληρη τη Γερμανία του Νότου το ενδιαφέρον για δίκη στην οποία βασικός κατηγορούμενος ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ. Αυτός, ως γνωστόν, λίγους μήνες πρωτύτερα είχε επιχειρήσει κίνημα στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες σύγχρονες, στοιχεία του στρατεύματος και τμήματα του πληθυσμού είδαν μάλλον με συμπάθεια αυτή την απόπειρα κατάληψης της εξουσίας· η στάση της αστυνομίας όμως, που δεχόταν την επιρροή των μοναρχικών και, γενικώς, της αριστοκρατίας, είχε αποτέλεσμα την κατάρρευση της προσπάθειας: μάχη ξέσπασε σε κεντρικό σημείο του Μονάχου, κάποιοι σκοτώθηκαν, αρκετοί τραυματίστηκαν και μεταξύ τους ο ίδιος ο αρχηγός των εθνικοσοσιαλιστών.
Η δίκη τελείωσε σχετικώς γρήγορα: στις αρχές Απριλίου του 1924 βγήκε η απόφαση, σύμφωνα με την οποία ο Χίτλερ έμπαινε σε περιορισμό στο Λάντσμπεργκ, φρούριο παλιό με έντονες ρομαντικές μνήμες. Εμεινε εκεί περίπου εννιά μήνες, ως τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου· μέσα σε αυτό το βραχύ διάστημα όμως η σκέψη του πήρε κατευθύνσεις που έμελλαν να επηρεάσουν τον ρουν των γεγονότων σε παγκόσμια κλίμακα.
Πράγματι, η βασική εμπειρία του Χίτλερ ήταν ως τότε ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος, το τέλος του οποίου τον είχε βρει παρασημοφορημένο δεκανέα. Είχε πάρει μέρος σε μάχες στο δυτικό μέτωπο και είχε γνωρίσει ως αντιπάλους τους Γάλλους και τους Βρετανούς. Γεννημένος σε περιοχή της Βαυαρίας, που κατά τον 18ο αιώνα είχε ενσωματωθεί στην Αυστρία των Αψβούργων, ήξερε καλά την Κεντρική Ευρώπη και τις δυτικές παρυφές της αγνοούσε όμως την Ανατολική. Εμελλε να τη μάθει και αυτήν ενόσω ήταν στη φυλακή· και σε αυτό ρόλο πρωταρχικό έπαιξε μια από τις επιβλητικότερες μορφές των παρασκηνίων της Ιστορίας, ο Καρλ Χαουσχόφερ, ανώτατος αξιωματικός του στρατού ξηράς, στοχαστής και πανεπιστημιακός καθηγητής.
Ο Χαουσχόφερ ήταν δημιούργημα του παλιού αυτοκρατορικού κατεστημένου. Είχε ζήσει ένα διάστημα στην Απω Ανατολή και, βάσει των όσων εκεί είδε, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο αγώνας μεταξύ των λαών δεν ήταν, στην ουσία, παρά διαπάλη για κατάληψη χώρου στην επιφάνεια του πλανήτη. Πού όμως μπορούσε να βρει χώρο η Γερμανία; Προφανώς στις εντεύθεν των Ουραλίων περιοχές, δηλαδή στη Ρωσία.
Η άποψη αυτή δεν ήταν νέα: επί αιώνες οι Γερμανοί οιστρηλατούνταν από το όραμα της διείσδυσής τους στις πέρα από τη Βαλτική και την Πολωνία εκτάσεις και καθυπόταξης των εκεί πληθυσμών. Η σχετική προσπάθεια είχε αρχίσει γύρω στα 1230 από τους Τεύτονες Ιππότες. Αυτοί όμως συγκρούστηκαν το 1242 με τον Αλέξανδρο Νιέφσκι, ρώσο ηγεμόνα, ο οποίος τους έριξε σε παγωμένες λίμνες και τους εκμηδένισε. Δίκαια ο τελευταίος θεωρήθηκε από τότε ο ιδρυτής της ρωσικής κρατικής ισχύος: η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο. Ο Μέγας Πέτρος και ο Στάλιν καθιέρωσαν παράσημα στο όνομά του και ο Αϊζενστάιν γύρισε φιλμ με θέμα τη μεγάλη του νίκη…
… Ενώ στη Γερμανία σερνόταν ο πόθος της ρεβάνς. Το 1914, κατά τις πρώτες φάσεις της παγκόσμιας σύρραξης, ο Χίντεμπουργκ, στρατηγός και αυτός, αλλά μάλλον αγνοημένος, μπόρεσε επιτέλους να υλοποιήσει σχέδιο του οποίου από καιρό επεξεργαζόταν τις λεπτομέρειες. Κατάφερε, πράγματι, να ρίξει τα πολυάριθμα ρωσικά στρατεύματα, που είχαν μπει στα γερμανικά εδάφη, σε λίμνες και έλη και να τα εξοντώσει. Και αυτός τιμήθηκε ιδιαίτερα από τους συμπατριώτες του· δεν έγινε άγιος βέβαια, αλλά προωθήθηκε στην κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας και μετά την κατάλυση, το 1918, της μοναρχίας έφτασε να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Κατά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου άλλωστε ανατράπηκε στη Ρωσία η δυναστεία των Ρομανόφ. Το γεγονός θεωρήθηκε αποφασιστικής σημασίας, διότι λογικό θα ήταν να επιφέρει τη διάλυση του μεγάλου κράτους που είχε σχηματιστεί πάνω σε ιδεολογικά θεμέλια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά. Το κράτος αυτό, αφού αρχικά απέκρουσε τις επιθετικές προσπάθειες της Δύσης, αναδύθηκε από το 1812, έτος της ήττας του Ναπολέοντα στις ρωσικές πεδιάδες, ως παράγοντας σημασίας παγκόσμιας. Επιπλέον, η σημασία αυτή ραγδαία απέκτησε χαρακτήρα μεσσιανικό: η Ρωσία όφειλε να αναμορφώσει τον πλανήτη. Η ορθόδοξη πίστη θα είχε πρωταρχικό ρόλο στην αναμόρφωση αυτή και τούτο οπωσδήποτε θα επέφερε ευρύτερες ανακατατάξεις στη Χερσόνησο του Αίμου, κατοικημένη από χριστιανούς τους οποίους καταπίεζαν οι Οθωμανοί. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως φαίνεται, οι βασικές αρχές της σχετικής κοσμοθεωρίας διατυπώθηκαν από τον Ιωάννη Καποδίστρια, Ελληνα στην υπηρεσία του τσάρου, ενώ εχθρός παθιασμένος της όλης αντίληψης αναδείχτηκε ο Μέτερνιχ, ο πρώτος που με διαύγεια συνέλαβε την ιδέα της Τουρκίας ως «ανασχετικού φραγμού» της Ρωσίας και, φυσικά, ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης.
Οπως και να είναι, το 1925 η Ρωσία εμφανιζόταν έτοιμη να διαλυθεί. Συνεπώς, αν η Γερμανία κατόρθωνε να ανασυγκροτηθεί και να συνέλθει από την ήττα του 1918, είχε πολλές πιθανότητες να επιτύχει επιτέλους αυτό που επιδιωκόταν από τους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα, την κατάκτηση με άλλα λόγια των «εδαφών της Ανατολής». Αν αφοσιωνόταν σε αυτή την προσπάθεια, τότε σίγουρα θα είχε τη σιωπηρή έστω συμπαράσταση του δυτικού κόσμου και συνακολούθως την επιτυχία εξασφαλισμένη. Ευφυής ο Χαουσχόφερ έριξε «ακαδημαϊκό μανδύα» στο σύνολο των απόψεών του: ίδρυσε μια επιστήμη και τη βάφτισε Γεωπολιτική. Επιπλέον, βρήκε και τον άνθρωπό του: ο Χίτλερ, πανέξυπνος και πρακτικός, ήταν κατάλληλος να ξεσηκώσει τους πικραμένους από την ήττα Γερμανούς σε νέα «πορεία κατά των Ρώσων». Ποιος όμως θα τον μυούσε στη Γεωπολιτική; Το θέμα ήταν λεπτό, γιατί ο Αδόλφος απεχθανόταν τους πανεπιστημιακούς γενικώς και επιπλέον βρισκόταν στη φυλακή.
Και αυτό όμως το πρόβλημα δεν άργησε να λυθεί: αγαπημένος μαθητής του Χαουσχόφερ στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου ήταν ένας νεαρός εθνικοσοσιαλιστής, ο Ρούντολφ Ες, τον οποίο ο «στρατηγός – καθηγητής» γρήγορα επέλεξε ως βοηθό. Ως γνωστόν, ο Ες πήρε μέρος στο κίνημα του Μονάχου, αλλά, αντίθετα με τον Χίτλερ, δεν πιάστηκε αμέσως: ο Χαουσχόφερ τον έκρυψε για λίγο στο σπίτι του και μετά τον φυγάδευσε στην Αυστρία. Οταν ο Ρούντολφ Ες επέστρεψε στη Γερμανία, δικάστηκε και κλείστηκε και αυτός στο Λάντσμπεργκ, όπου ο αρχηγός του είχε ήδη αρχίσει τη σύνθεση του πασίγνωστου έργου του Ο Αγών μου· σχεδόν αμέσως ο Ες ανέλαβε να τον βοηθήσει.
Το απαραίτητο σε αυτή τη βοήθεια υλικό τού το έφερνε ο Χαουσχόφερ, που κάθε τόσο τον επισκεπτόταν στη φυλακή. Ετσι ο Ες εξελίχθηκε σε «αόρατο» αλλά πολύ αποτελεσματικό σύνδεσμο μεταξύ του καθηγητή και του Χίτλερ και, κατά πάσα πιθανότητα, αυτός ενέπνευσε τα σχετικά με τη Ρωσία τμήματα του βιβλίου του τελευταίου: ο γερμανικός λαός θα στρεφόταν κατά των Ρώσων, αλλά προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν η φιλία της Βρετανίας, η οποία θα έπρεπε να αναλάβει ρόλο «οπισθοφύλακα» της Γερμανίας.
Οι συνέπειες της υιοθέτησης αυτών των ιδεών από τους εθνικοσοσιαλιστές ελαφρώς άργησαν να φανούν. Πράγματι, μόνο κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1930 η Γερμανία ήταν πια ώριμη να προγραμματίσει νέα επιθετική προσπάθεια. Το κατεστημένο της χώρας αποδέχτηκε τον Χίτλερ και, το κυριότερο, ώθησε τον Χίντεμπουργκ, αρχηγό του κράτους τότε, ο οποίος τον αποστρεφόταν, να τον ορίσει πρωθυπουργό. Συνέπεια μακροπρόθεσμη όλων αυτών υπήρξε η κατά το 1941 γερμανική εκστρατεία στη Ρωσία. Η μηχανή είχε μονταριστεί καλά και είχαν εξεταστεί όλα τα ενδεχόμενα εκτός από ένα: ο Στάλιν από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 είχε πάψει ουσιαστικώς να είναι κομμουνιστής και μεταβαλλόταν σε εθνικιστή ηγέτη κλασικού, θα μπορούσε κανείς να πει, τύπου.
Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.
Ο κ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.