Ο όρος «μονισμός» χαρακτηρίζει, ως γνωστόν, κάθε κοσμοθεωρία που υποστηρίζει τη δημιουργία του κόσμου από μια αρχή, που θα μπορούσε να είναι πνευματική ή υλική. Την αρχή αυτή θα μπορούσαμε επίσης να την ονομάσουμε: πρωταρχική ουσία, στοιχείο ή ακόμη και πρώτη αιτία (αίτιο). Σε αντίθεση με τον μονισμό, ο δυϊσμός ή δυαρχία προσπαθεί να ερμηνεύσει τον κόσμο χρησιμοποιώντας δύο εξηγητικές αρχές, που συνυπάρχουν και συνενεργούν.
Οι δύο αυτές δοξασίες φαίνεται ότι αποτελούν συστατικά στοιχεία της σκέψης μας, που από αρχαιοτάτων χρόνων διακατέχεται από τις σχεδόν έμμονες αυτές ιδέες (έστω και αν ως όροι, ο μονισμός και ο δυϊσμός, είναι πολύ μεταγενέστεροι). Πιστεύω πάντως ότι οι συγκεκριμένες κοσμοθεωρίες παρουσιάζουν κάποιες, λεπτές ίσως, διαφορές αναφορικά με το αρχικό τους υπόβαθρο· κάποιες διαφορετικές, αν θέλετε, ιδιαιτερότητες, που αφορούν το αρχέτυπο θρησκευτικό και ψυχολογικό τους υπόστρωμα και τις βαθύτερες ανθρώπινες ανάγκες, που ίσως τελικά εξυπηρετούν. Και οι δύο θεωρίες έχουν βέβαια μια έντονη μεταφυσική διάσταση. Φαίνεται ωστόσο ότι όσον αφορά τη θεολογία και το θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου η μονιστική αντίληψη (μονοθεϊσμός) είναι μάλλον προγενέστερη της δυϊστικής. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν αρκετές μελέτες της σύγχρονης εθνολογίας. Με βάση αυτό το δεδομένο, ο μονισμός φέρει, κατά την άποψή μου, ένα μεγαλύτερο μεταφυσικό φορτίο, σε σύγκριση με τον δυϊσμό, που φαίνεται από τη μεριά του να στηρίζεται περισσότερο στην εμπειρία απ’ ό,τι η μονιστική αντίληψη.
Οι δύο λοιπόν αυτές κοσμοθεωρίες δεν είναι δυνατόν να μην αλληλεπιδράσουν και με τη νεότερη φυσική επιστήμη. Τα παραδείγματα στα οποία εδώ θα αναφερθώ δεν είναι ασφαλώς τα μοναδικά· είναι όμως, κατά την άποψή μου, πολύ χαρακτηριστικά.
Κύμα και σωματίδιο
Αρχίζω με το άκρως αινιγματικό παράδειγμα του δυϊσμού κύματος-σωματιδίου στη σύγχρονη Φυσική. Τα στοιχειώδη συστατικά της ύλης, που θεωρούσαμε σύμφωνα με την κλασική Φυσική ότι συμπεριφέρονται ως σωμάτια, αποδεικνύεται πως συμπεριφέρονται επίσης ως κύματα, και αντιστρόφως. Το ίδιο μπορεί να υποστηριχθεί και για την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Ανάλογα με τις πειραματικές συνθήκες εκδηλώνεται η μία ή η άλλη ιδιότητα. Τον παράδοξο αυτό κυματοσωματιδιακό δυϊσμό αναδεικνύει, με παραδειγματικό τρόπο, το περίφημο πλέον «πείραμα των δύο σχισμών» του Feynman (βλ., για παράδειγμα, Richard Ρ. Feynman «Εξι Εύκολα Κομμάτια», Μετ. Αθηνά Τσαγκογέωργα, Εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα, 1998).
Βέβαια, η Κβαντομηχανική υποστηρίζει σήμερα μέσα από μια εννοιολογική, σίγουρα μονιστική στην αντίληψή της, ενοποίηση του πεδίου (και των κυμάτων του) με τα σωματίδια ότι δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ ενός κύματος και ενός σωματιδίου· ότι στην πραγματικότητα το μικροσωμάτιο είναι μια νέα, παράξενη διφυής οντότητα με συμπληρωματικές ιδιότητες.
Ενέργεια και ύλη
Η αντίληψη αυτή εδράζεται στην «Αρχή της Συμπληρωματικότητας» του Niels Bohr, σύμφωνα με την οποία οι πειραματικές διατάξεις που επιτρέπουν την ανάδειξη της μιας ιδιότητας (π.χ. της σωματιδιακής) δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την ανίχνευση της άλλης (της κυματικής). Η εμφάνιση επομένως των σωματιδιακών ιδιοτήτων, κατά τη διάρκεια κάποιου συγκεκριμένου πειράματος, αποκλείει την ταυτόχρονη εμφάνιση των κυματικών ιδιοτήτων, και αντιστρόφως. Τελικά, η «πραγματικότητα» προκύπτει από τη σύνθεση των δύο αυτών συμπληρωματικών «περιγραφών».
Μια τέτοια θεώρηση δεν εξαφανίζει πάντως, κατά την άποψή μου, την έννοια του δυϊσμού από το προσκήνιο, ούτε αντιμετωπίζει ικανοποιητικά το αίνιγμά του, αφού οι δύο ιδιότητες (δύο σύνολα ιδιοτήτων), σωματιδιακή και κυματική, είναι μεν συμπληρωματικές, δεν παύουν όμως να είναι και αμοιβαία αποκλειόμενες.
Τι είναι λοιπόν τελικά το σωματίδιο της σύγχρονης Φυσικής και πώς θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε την ύπαρξη οντοτήτων με συμπληρωματικές ιδιότητες; Στο ερώτημα αυτό δεν έχει ως σήμερα δοθεί μια σαφής απάντηση· συνεχίζουμε ακόμη να βρισκόμαστε σε ένα «τοπίο στην ομίχλη».
Ολοκληρώνοντας την αναφορά μου στον δυϊσμό κύματος-σωματιδίου, ας μου επιτραπεί να συμπληρώσω εδώ ότι ο δυϊσμός αυτός σχετίζεται επίσης με τον δυϊσμό ενέργειας-ύλης, και οπωσδήποτε βέβαια με τον πανάρχαιο δυϊσμό πνεύματος-σώματος (ή κατ’ άλλους, ψυχής-σώματος).
Σε αντίθεση με τον δυϊσμό, η σχέση του μονισμού με την επιστήμη της Φυσικής φαίνεται να είναι πολύ πιο φιλόδοξη. Πράγματι το ζητούμενο στη σύγχρονη φυσική επιστήμη είναι η διατύπωση μιας ενιαίας θεωρίας, που θα ενοποιεί στην ουσία τη σχετικιστική Κβαντομηχανική με τη γενική θεωρία της σχετικότητας. Η θεωρία αυτή (κβαντική θεωρία της βαρύτητας), που θα πρέπει να εξηγεί τη συμπεριφορά ολόκληρου του φυσικού κόσμου από το μικρόκοσμο ως τον μεγάκοσμο , ονομάζεται, από ορισμένους επιστήμονες, και «θεωρία των πάντων». Η φιλοδοξία της νεότερης Φυσικής να βρει μια τέτοια «υπερθεωρία» εκφράζει σίγουρα την τάση της για μια μονιστική κοσμοθεώρηση.
Πνεύμα και σώμα
Σχετικά με το ζήτημα αυτό, ας μου επιτραπεί αντί της προσωπικής μου άποψης να παραθέσω εδώ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του φιλοσόφου Thomas Nagel «Θεμελιώδη Φιλοσοφικά Προβλήματα» (Μετ. Χριστίνα Μιχαλοπούλου-Βεΐκου, Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα, 1989). Στη σελίδα 46, στο τέλος του τετάρτου κεφαλαίου, με τίτλο «Τα προβλήματα της σχέσης πνεύματος-σώματος», αναφέρει ο Nagel: «Αν η συνείδηση καθεαυτή μπορούσε να ταυτιστεί με κάποιου είδους φυσική κατάσταση, θα άνοιγε ο δρόμος για μια ενοποιημένη φυσική θεωρία σχετικά με το πνεύμα και το σώμα και, ίσως, ακόμη για μια ενοποιημένη θεωρία σχετικά με το σύμπαν. Αλλά… φαίνεται… πως είναι αδύνατη μια φυσική θεωρία για το σύνολο της πραγματικότητας».
Την αποδοχή του δυϊσμού πνεύματος-σώματος εξέφρασε πρόσφατα και ο Γιώργος Γραμματικάκης, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα διάλεξη με τίτλο «Ο άνθρωπος εξόριστος ή κέντρο του σύμπαντος;», που έδωσε τις 24.11.1998 στην κατάμεστη από ακροατές Αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ. Προς την ίδια, νομίζω, κατεύθυνση φαίνεται πως κινούνται και οι απόψεις της Φωτεινής Τσαλίκογλου, όπως τουλάχιστον αυτό προκύπτει από το, επίσης πολύ ενδιαφέρον, άρθρο της «Εικονική πραγματικότητα» («Τα Νέα», 25.11.1998).
Η ενιαία θεωρία της Φυσικής δεν αποκλείεται λοιπόν να αποτελεί μια ουτοπία. Οπως τελικά λέει ο Τ. Nagel, στο βιβλίο που προανέφερα, στη σελίδα 46, «ίσως υπάρχουν στον κόσμο περισσότερα πράγματα απ’ όσα μπορεί να κατανοήσει η φυσική επιστήμη».
Ο κ. Ι. Ν. Μαρκόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής της Χημικής Μηχανικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.