Μιχαήλ Μπαχτίν

Μιχαήλ Μπαχτίν Ενας φιλόσοφος του γίγνεσθαι Η απήχησή του τη δεκαετία του ''80 μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτήν του Ντεριντά.. Οσο όμως το έργο του μεταφράζεται τόσο πιο πολλά στοιχεία έρχονται να προστεθούν για αυτή την πολυσχιδή προσωπικότητα. Ο Δ. Τζιόβας παρουσιάζει τα σημεία-κλειδιά της ελκυστικής όσο και ευάλωτης θεωρητικής σκέψης του Δ. ΤΖΙΟΒΑΣ Ενα από τα ερωτήματα

Ενας φιλόσοφος του γίγνεσθαι



Ενα από τα ερωτήματα που καλούνται να απαντήσουν όσοι ασχολούνται με τη σκέψη του ρώσου θεωρητικού Μιχαήλ Μπαχτίν (1895-1975) είναι γιατί είχε τέτοια απήχηση στη δεκαετία του 1980. Πώς ένας μη συστηματικός θεωρητικός με ασαφείς γενικεύσεις και αρκετές επαναλήψεις κατόρθωσε να συναρπάσει και να επιβληθεί στη δυτική θεωρητική σκέψη;


Ο Μπαχτίν έγινε γνωστός στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1960 χάρη κυρίως στις μελέτες της Κρίστεβα και στην παρουσίαση του ρωσικού φορμαλισμού από τον Τοντόροφ, ενώ στον αγγλόφωνο χώρο η πρώτη αναγνώρισή του ως μείζονος στοχαστή συντελείται το 1968, όταν κυκλοφορεί στα αγγλικά το βιβλίο του για τον Ραμπελαί. Την ίδια χρονιά συγκαταλέγεται ανάμεσα σε γνωστούς διεθνώς θεωρητικούς που δημοσιεύουν κείμενά τους σε ένα τεύχος του περιοδικού «Yale French Studies» αφιερωμένο στο παιχνίδι και στη λογοτεχνία.


Στη δεκαετία του 1980 το ενδιαφέρον για το έργο του Μπαχτίν απογειώνεται και τα βιβλία του μεταφράζονται το ένα μετά το άλλο. Ο Ντέιβιντ Λοτζ σε ένα κείμενό του για τον Τζέιμς Τζόυς και τον Μπαχτίν το 1983 υποστηρίζει ότι η απήχηση του Μπαχτίν οφείλεται στο ότι προσφέρει ένα είδος επαναπροσέγγισης ανάμεσα στην αναλυτική ακρίβεια του φορμαλισμού και στη μαρξιστική ή ουμανιστική αντίληψη της λογοτεχνίας ως θεσμού που υπηρετεί την ιδέα της ανθρώπινης ελευθερίας. Αλλά και οι μαρξιστές στη δεκαετία του 1980 ανακαλύπτουν τον Μπαχτίν και ιδιαίτερα τη μελέτη του για τον Ραμπελαί με αφετηρία την άποψη του Τόνυ Μπένετ, διατυπωμένη το 1979 στο βιβλίο του Φορμαλισμός και Μαρξισμός, ότι «η μελέτη του Μπαχτίν για τον Ραμπελαί θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ένα πλήρες μοντέλο μιας μαρξιστικής ­ δηλαδή ιστορικοϋλιστικής ­ μελέτης των λογοτεχνικών κειμένων».


Η απήχησή του στη δεκαετία του 1980 μπορεί να συγκριθεί, όπως παρατηρεί ο Ρόμπερτ Γιανγκ, με αυτή του Ντεριντά. Ενώ όμως ο τελευταίος απέκτησε είτε φανατικούς οπαδούς είτε σφοδρούς πολέμιους, ο Μπαχτίν φαίνεται να ταίριαζε στα γούστα πολλών και διαφόρων. Χωρίς να αντιπροσωπεύει μια διαμετρικά αντίθετη θέση από εκείνη του Ντεριντά επέτρεπε την αποδοχή ορισμένων πτυχών της αποδόμησης τοποθετώντας τες σε ένα πιο αποδεκτό ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο και καθιστώντας την προσφυγή στη σκέψη του Ντεριντά μη απαραίτητη. Μολονότι ο Μπαχτίν φαίνεται να προσκομίζει την ιστορική διάσταση που απουσιάζει από την αποδόμηση, παραδόξως όμως μια βασική του ιδέα για το καρναβαλικό στοιχείο μπορεί να αξιοποιηθεί επαναστατικά μόνο αν αποϊστορικοποιηθεί και θεωρηθεί μια γενική, ανατρεπτική αρχή παρά αν ιδωθεί στα ιστορικά της συμφραζόμενα ως μια πρακτική θεσμικά και κοινωνικά αποδεκτή στη μεσαιωνική και αναγεννησιακή κοινωνία.


Πέρα από τον μαρξισμό


Σύμφωνα πάντα με τον Γιανγκ, ακόμη και η αλλαγή του ρωσικού τίτλου από Ζητήματα Λογοτεχνίας και Αισθητικής σε Διαλογική Φαντασία, όπως είναι ο τίτλος της αγγλικής μετάφρασης, είναι ενδεικτική της προσπάθειας να εμφανιστεί ο Μπαχτίν ως η εμβληματική φιγούρα της φιλελεύθερης πολιτικής και του μεταδομισμού με ουμανιστικό πρόσωπο στη δεκαετία του 1980. Στην τακτική παρουσίασης του Μπαχτίν ως εκφραστή του φιλελευθερισμού εντάσσεται και η προσπάθεια να αποσυνδεθεί πλήρως από τον μαρξισμό, παρουσιάζοντάς τον ως αφοσιωμένο Χριστιανό Ορθόδοξο και τις μαρξιστικές αναφορές του ως πρόσχημα απέναντι στο καθεστώς.


Ο Αλλον Γουάιτ, απαντώντας στον Γιανγκ, υποστηρίζει ότι ο Μπαχτίν έχει πολλά κοινά με τον Μπένγιαμιν όσον αφορά τον συνδυασμό ενός ιδιότυπου μαρξισμού με ανορθόδοξες θρησκευτικές πεποιθήσεις και ότι, μολονότι ο Γιανγκ επιχειρηματολογεί από μια προοδευτική θέση, συμβάλλει στην οικειοποίηση του Μπαχτίν από τους συντηρητικούς μέσω ενός άλλου δρόμου. Η συζήτηση Γουάιτ και Γιανγκ είναι ένα μικρό δείγμα του πώς ο Μπαχτίν απέβη αντικείμενο σοβαρής διαμάχης για το ποιος και πώς θα τον οικειοποιηθεί.


Ο Μπαχτίν παραδόξως μας συστήνεται ταυτόχρονα και ως ριζοσπαστικός ουμανιστής και ως μεταδομιστής. Δέχεται τον ενεργό ρόλο του ατόμου ως παράγοντα ιστορικής αλλαγής αλλά απορρίπτει τον τελεολογικό ουμανισμό, κλίνοντας σαφώς προς τον πολιτισμικό και ιστορικό σχετικισμό. Δεν θεωρεί το άτομο πηγή του νοήματος αλλά το διυποκειμενικό διάστημα όπου το νόημα συντίθεται διαλογικά μεταξύ ατόμων. Ο Μπαχτίν μοιράζεται με την αποδόμηση την ατελεύτητη ακολουθία συμφραζομένων, σημαινόντων και νοημάτων. Επιμένει όμως πως το περι-κείμενο γι’ αυτόν δεν είναι ένα αμετάβλητο πλαίσιο που διατηρεί το νόημα σταθερό αλλά ένα σύστημα με τη δυνατότητα απεριόριστων μεταθέσεων και εναλλαγών.


Η ανάγκη υπέρβασης των ορίων είναι ένα θέμα που απασχολεί τον Μπαχτίν, χωρίς όμως να παραβλέπει ότι χωρίς όρια στη ζωή μας δεν μπορούμε να ζήσουμε. Η γνώση μας καθορίζεται και περιορίζεται από όρια και η ελευθερία μας συνίσταται από την επίγνωση και την κατανόηση αυτών των ορίων ώστε να μπορούν να υποκατασταθούν ή να μεταλλαχθούν, χωρίς ωστόσο να λείψουν ποτέ από τη ζωή μας.


Ο Μπαχτίν φαίνεται να προεκτείνει τη «ρομαντική» εξέγερση εναντίον του θετικισμού που ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του 1870 με τα κείμενα του Νίτσε, του Μπερξόν και του Μπωντλέρ και η οποία βρίσκει τη συνέχειά της στον μεταδομισμό. Ισως μάλιστα ο επίμονος «φωνοκεντρισμός» του να κρύβει τη ρομαντική νοσταλγία του Μπαχτίν για μια προκαπιταλιστική προφορική κουλτούρα της αμεσότητας και της επικοινωνίας και να εξηγεί γιατί δεν ενδιαφέρθηκε για τον ρόλο άλλων μέσων επικοινωνίας βασισμένων στην τεχνολογία αν αναλογιστούμε ότι η Ρωσία υπήρξε για ένα διάστημα επίκεντρο της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Ας σημειωθεί επίσης ότι το ενδιαφέρον του Μπαχτίν είναι σταθερά προσανατολισμένο σε συγγραφείς της προ-αστικής περιόδου και διόλου της περιόδου του μοντερνισμού.


Ο χορός των ιδεών


Αν στη δεκαετία του 1980 ο Μπαχτίν προσέχτηκε από θεωρητικούς της λογοτεχνίας ή από γλωσσολόγους, τώρα αρχίζουν να αναγνωρίζουν τις δυνατότητες που προσφέρουν οι ιδέες του και άλλοι επιστημονικοί χώροι, όπως η κοινωνιολογία, η φιλοσοφία και οι πολιτικές επιστήμες. Ο Μπαχτίν από θεωρητικός της γλώσσας και της λογοτεχνίας μεταμορφώνεται σε θεωρητικό του πολιτισμού και κοινωνικό φιλόσοφο. Σε τούτο βοήθησε και η κυκλοφορία πρώιμων φιλοσοφικών του έργων στα αγγλικά είκοσι σχεδόν χρόνια μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του για τον Ραμπελαί (1968). Πρόκειται για τα βιβλία Τέχνη και Ανταποκρισιμότητα: Πρώιμα Φιλοσοφικά Δοκίμια (1990) και Προς μια Φιλοσοφία της Πράξης (1993). Αυτά τα κείμενα αποκαλύπτουν μια άλλη πλευρά του Μπαχτίν και τον αναδεικνύουν σε κοινωνικό στοχαστή.


Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, καθώς περισσότερα κείμενα του Μπαχτίν μεταφράζονται, αλλάζει και η εικόνα του ή μάλλον μας αποκαλύπτεται πληρέστερα η πολυσχιδής σκέψη του. Είναι γεγονός ότι η πρόσληψη του Μπαχτίν επηρεάστηκε και από την πολιτική του Ψυχρού Πολέμου, που κατηύθυνε σαφώς την προσπάθεια ορισμένων αμερικανών μελετητών του να τον αποσυνδέσουν από τον μαρξισμό. Επίσης οι σλαβολόγοι, οι οποίοι τον πρωτοπαρουσίασαν στη Δύση, έτειναν να επιβάλουν μια συντηρητική πολιτική θεώρησή του και να αποσιωπήσουν τις δυνατότητες που προσέφερε για πιο ριζοσπαστικές κοινωνικοπολιτισμικές προσεγγίσεις. Δικαιολογημένα λοιπόν τίθεται το ερώτημα για ποιον Μπαχτίν μιλάμε. Τον Μπαχτίν της βρετανικής Αριστεράς (Ken Hirschkop, Michael Gardiner, David Shepherd) ή του αμερικανικού νεοουμανισμού (Michael Holquist, Gary Saul Morson, Caryl Emerson), της πολιτισμικής θεωρίας ή της ποιητικής, του γλωσσικού υλισμού ή της αφηρημένης διαλογικότητας, τον εγγυητή της οικονομίας της σχετικότητας ή τον υπονομευτή της αυθεντικότητας του εγώ από την ηχώ των άλλων φωνών.


Η ηθική της ετερότητας


Η μπαχτινική σκέψη συναντάται επίσης με το τρέχον ενδιαφέρον για την ηθική που έχει αναδειχθεί σε κεντρικό θέμα της κοινωνικής θεωρίας και φιλοσοφίας. Για τον Μπαχτίν η ηθική νοείται ως το πρωταρχικό ενδιαφέρον για το έτερο, ως η αταλάντευτη αναγνώριση της διαφοράς ως βάσης για μια διαλογική θεώρηση του κόσμου. Ο Μπαχτίν ενδιαφέρει σήμερα γιατί αποφεύγει τα δύο άκρα: της ηθικής απολυταρχίας και του μεταμοντέρνου σχετικισμού του «όλα επιτρέπονται». Αντιστρατεύεται αφενός όσους εκθειάζουν τον κατακερματισμό και τη διάλυση του υποκειμένου και αφετέρου αντιμετωπίζει το εγώ ως μια οντότητα άρρηκτα δεμένη με συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, που διαμορφώνεται μέσα από τις διαλογικές σχέσεις με άλλους και τον κόσμο γενικότερα.


Ο Μπαχτίν είναι από τους λίγους θεωρητικούς που μέσα από την ανάλυση του έργου σημαντικών συγγραφέων (Ντοστογιέφσκι, Ραμπελαί) προσφέρει μια πολιτική αντίληψη του κόσμου, πιθανώς ουτοπική, αρκετά όμως ερεθιστική όσον αφορά τη διαλογική θεώρηση της γλώσσας και την πολυφωνική αντίληψη της λογοτεχνίας. Πρόκειται για μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις θεωρητικού που λειτουργεί αμφίδρομα από τη λογοτεχνία για να καταλήξει στην πολιτική αλλά και από την πολιτική (ως αντίδραση στον σταλινισμό) για να καταλήξει στη λογοτεχνία. Συναιρώντας την ουτοπία με την ανατρεπτικότητα, την εξουσία με την παρωδία, την ηθική με την επικοινωνία, ο Μπαχτίν καταλήγει στην αισθητικοποίηση της κοινωνίας και στην κοινωνικοποίηση της αισθητικής, αφού για ορισμένους αναζωογόνησε τη συναίνεση του φιλελευθερισμού και κατά άλλους ανέδειξε τη διαβρωτική καθολικότητα του καρναβαλικού πνεύματος.


Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.