Τον Μάη του ’68 ο Ζορζ Μαρσέ ανερχόμενο τότε αστέρι του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος είχε αποκαλέσει δημοσίως τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ «γερμανοεβραίο». Την επομένη μια τεράστια διαδήλωση διέσχισε το Καρτιέ Λατέν με τους διαδηλωτές να βροντοφωνούν: «Είμαστε όλοι γερμανοεβραίοι». Η ταύτιση με τον βαλλόμενο είναι αίσθημα ευγενές και ανώτερο.
Τριάντα ένα χρόνια αργότερα η συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού αισθάνεται ξαφνικά μια έκρηξη συμπάθειας για τους Κούρδους αυτούς που μέχρι προ δεκαημέρου περιφέρονταν από συνοικία σε συνοικία της Αθήνας επειδή κανείς δεν ήθελε να τους έχει γειτόνους… Γίναμε όλοι Κούρδοι ή περίπου…
Πολλοί θα διακρίνουν άλλη μία ένδειξη της φυσικής γενναιοδωρίας που διακρίνει τον ελληνικό λαό, κυρίως όταν δεν χρειάζεται να σηκωθεί από την τηλεόραση για να την εκδηλώσει. Αλλοι θα υποστηρίξουν ότι ο γενναιόδωρος αυτός λαός συνηθίζει εσχάτως να διοχετεύει τη συμπάθειά του σε κάτι απίστευτους τύπους, όπως ο Μιλόσεβιτς, ο Κάρατζιτς, ο Οτσαλάν, ο Σαντάμ, παλαιότερα ο Καντάφι… Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ίσως από μια έμφυτη διάθεση αντιλογίας, αρκεί να απορρίψει κάποιον ο υπόλοιπος πολιτισμένος κόσμος για να τον υιοθετήσουμε εμείς με φανατισμό. Να μετατρέψουμε την περιπεπλεγμένη (συνήθως…) υπόθεσή του σε εθνική μας σταυροφορία. Και να βάζουμε πλερέζες όταν γίνει καμιά στραβή και τον πάρει αποκάτω.
Ασφαλώς δεν είναι καθόλου μεμπτό το αντίθετο! να συμπαραστέκεται κανείς σε έναν κυνηγημένο λαό. Είναι άλλωστε προφανές ότι και οι ίδιοι οι Κούρδοι με άλλο μάτι θα δουν τις εξελίξεις τώρα που ξέρουν ότι τους υποστηρίζουν σταθερά η κυρία Μπέτυ Βαλάση, η κυρία Ελένη Φιλίνη και ο κ. Μανόλης Μητσιάς. Δεν είναι εκεί όμως το θέμα. Διότι ο καθένας είναι ελεύθερος να υποστηρίζει όποιον του γουστάρει: τον Οτσαλάν, τον Κεδίκογλου, ακόμη και τον Κούλη Καραταΐδη το διευκρινίζω προτού εκδηλωθεί δημόσια παρέμβαση κανενός προέδρου Ποντίων…
Το θέμα βρίσκεται όντως αλλού: στο βαθύτερό του νόημα ή εν πάση περιπτώσει σε δύο νομίζω, ουσιαστικές απορίες που προκαλεί.
Απορία πρώτη. Εγώ προσωπικά και σε αντίθεση με τον ηρωικό κ. Καλεντερίδη αγνοούσα εντελώς ότι οι τύχες του έθνους μου είναι κατά κάποιον τρόπο συνυφασμένες με τις τύχες των κούρδων αγωνιστών. Ούτε που μου είχε περάσει από το μυαλό! Μπορεί να μην τρέφω καμία ιδιαίτερη συμπάθεια για την Τουρκία και να συμπαθώ ιδιαίτερα τους Κούρδους (όπως άλλωστε συμπαθώ εξίσου τους δυστυχείς Αμπχάζιους και τους δύσμοιρους Τσετσένους…), αλλά αυτό έχει να κάνει με τα προσωπικά μου αισθήματα. Οχι με την εξωτερική πολιτική της χώρας. Και δεν μου αρέσει καθόλου να μπλέκεται το ένα με το άλλο. Διότι, διαφορετικά, δεν θα χρειαζόμασταν υπουργό Εξωτερικών. Θα βάζαμε τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο και καθαρίσαμε!
Απορία δεύτερη. Παρακολουθώντας τα δελτία ειδήσεων και τις σχετικές εκπομπές μού έκανε εντύπωση ότι οι ίδιες ακριβώς φάτσες που μας ζητούσαν να εξοβελίσουμε «τους τουρκόγυφτους των Σκοπίων» ή να πέσουμε μαχόμενοι υπέρ «των ορθόδοξων Σέρβων αδελφών μας» έρχονται τώρα να σηκώσουν τη σημαία του κουρδικού ΡΚΚ και του «ήρωα Οτσαλάν». ΄Η το κάνουν από συνήθεια ή το κάνουν από εμπόριο ή μας δουλεύουν ή απλώς θέλουν να ρίξουν τον Σημίτη επειδή εξακολουθεί να διατηρεί τον εθνάρχη Παπαθεμελή εκτός διακυβέρνησης της χώρας.
Πέρα από τις απορίες όμως, με βασανίζει μια πικρή υποψία. Σκέφτομαι πόσες θάλασσες ταπείνωσης πρέπει να κρύβουμε μέσα μας ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί ως λαός ώστε να αισθανόμαστε ταπεινωμένοι τόσο εύκολα, στην πρώτη ευκαιρία και με την πρώτη αφορμή. Χωρίς αυτοπεποίθηση, χωρίς ψυχραιμία, χωρίς μέτρο. Ετοιμοι να αρπάξουμε το χαστούκι, ακόμη και όταν ουδείς μάς χαστουκίζει. Ετοιμοι να πιστέψουμε και να δεχτούμε το χειρότερο. Δέκα μόλις μήνες πριν από το 2000 εμείς καταφέραμε να αισθανόμαστε Κούρδοι… ΄Η, στην καλύτερη περίπτωση, Πόντιοι! jpretenteris@dolnet.gr