«Ηταν μια καλοστημένη προβοκάτσια»



Αν και έχουν περάσει 60 χρόνια από τη «μαύρη Κυριακή» της 3ης Δεκεμβρίου 1944, που σήμανε την έναρξη του εμφυλίου με τα αιματηρά γεγονότα των 33 ημερών τα οποία έμειναν στην Ιστορία ως «τα Δεκεμβριανά», δεν είναι ξεκάθαρο ποια από τις δύο πλευρές είχε την ευθύνη της έναρξης των συγκρούσεων. Οι ιστορικές αναφορές της περιόδου συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους των διαδηλωτών που συγκεντρώνονταν στην πλατεία Συντάγματος στις 11 το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου 1944. Ο τότε αρχηγός της Αστυνομίας Αγγελος Εβερτ έχει παραδεχθεί σε συνέντευξή του (το 1958 στην εφημερίδα «Ακρόπολις») ότι εκείνος έδωσε την εντολή να πυροβολήσουν οι αστυνομικοί επικαλούμενος σχετική κυβερνητική διαταγή αλλά και λόγους αυτοάμυνας.


Σήμερα ο κ. M. Εβερτ (υιός τους Αγγελου Εβερτ) μιλώντας στο «Βήμα» θυμάται τις διηγήσεις του πατέρα του για τη δύσκολη εκείνη περίοδο και εξηγεί πώς ο τότε αστυνομικός διευθυντής αντιμετώπισε την κατάσταση αλλά και τις ερμηνείες του για τα γεγονότα. «Ο πατέρας μου είχε ερωτηθεί για το αν έπρεπε να επιτραπεί η διαδήλωση και είχε δώσει τη συγκατάθεσή του. Την παραμονή το βράδυ όμως η κυβέρνηση (ύστερα από μια συνάντηση του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου με τον Σκόμπι) αποφάσισε να αλλάξει την αρχική της απόφαση και να απαγορεύσει τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα. Γύρω στις 10 το πρωί μετά το επεισόδιο που έγινε έξω από το σπίτι του τότε πρωθυπουργού ο πατέρας μου έλαβε τηλεφωνικώς εντολή από τον Παπανδρέου: «Διά παντός μέσου διαλύσατε την συγκέντρωσιν» και ως εκ τούτου ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει αναλόγως. Οπως μου είχε πει πολλά χρόνια μετά, εκείνες τις στιγμές είχε εκτιμήσει ότι υπήρχε κίνδυνος κατάληψης νευραλγικών σημείων της πρωτεύουσας και γι’ αυτό έπρεπε να ενεργήσει έτσι. Οταν το πρώτο κύμα των διαδηλωτών έφθασε με απειλητικές διαθέσεις μπροστά από το κτίριο της Αστυνομίας έδωσε εντολή για τη βίαιη διάλυσή τους».


Ο κ. Εβερτ λέει σήμερα ότι ο πατέρας του πίστευε πως τα τραγικά γεγονότα ήταν μια καλοστημένη προβοκάτσια που έβαλε τη χώρα σε περιπέτειες. Βεβαίως η εκδοχή της προβοκάτσιας έχει διατυπωθεί από πολλές πλευρές αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο. Ο κ. Εβερτ λέει πάντως ότι «ο πατέρας του πίστευε πως οι Σοβιετικοί δεν ήθελαν να ανοίξουν μέτωπο στην Ελλάδα και ενδεχομένως γι’ αυτό έστησαν αυτή την υπόθεση».


Ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ πάντως δεν θα ξεχάσει ποτέ, αν και τότε ήταν μόλις πέντε ετών, πώς λίγες ώρες μετά την έναρξη των γεγονότων της 3ης Δεκεμβρίου έφθασαν στο σπίτι τους δύο αυτοκίνητα της Αστυνομίας και παρέλαβαν τον ίδιο, την αδελφή του και τη μητέρα τους και τους μετέφεραν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», όπου και έμειναν για ενάμιση μήνα. Στο ίδιο ξενοδοχείο άλλωστε διέμενε εκείνη την περίοδο της κρίσης και ο Γεώργιος Παπανδρέου καθώς και οι περισσότεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Ο κ. Εβερτ θυμάται επίσης ότι δύο μήνες πριν από τα Δεκεμβριανά φιλοξενούσαν στο σπίτι τους το κυβερνητικό κλιμάκιο που είχε φθάσει μυστικά στην Αθήνα (Αλ. Σβώλο, I. Ζεύγο και Π. Κατσώτα) και μάλιστα τρεις ημέρες πριν από την απελευθέρωση είχαν μεταφερθεί στο κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης. «Μου έχει εντυπωθεί ακόμη η περίεργη στολή του Κατσώτα (ήταν η στολή των αξιωματικών της M. Ανατολής με το κοντό παντελόνι) που ήταν σαν ψεύτικη» λέει σήμερα ο κ. Εβερτ, ο οποίος υπενθυμίζει τις θετικές αναφορές του Χαρίλαου Φλωράκη, του Λεωνίδα Κύρκου αλλά και του «Γέρου» για τον ρόλο του πατέρα του. «Οι ακροδεξιοί τον κατηγορούσαν ως συνεργάτη των κομμουνιστών και αυτό κάτι σημαίνει» καταλήγει ο κ. Εβερτ.


Τις μαρτυρίες κατέγραψαν οι: Παναγιώτης Λάμψιας, Μυρτώ Λοβέρδου, Αστερόπη Λαζαρίδου