50 χρόνια μετά τον Εμφύλιο
Η περίοδος του εμφυλίου πολέμου, με όλες τις τραγικές και τραυματικές εμπειρίες που άφησε στον ελληνικό λαό, έχει λήξει οριστικά. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει αβίαστα κανείς αν διαβάσει τις συνομιλίες με ανθρώπους που πήραν μέρος στα δραματικά γεγονότα της εποχής εκείνης.
Οι συνομιλίες με τους κκ. Περ. Παπαθανασίου, στρατηγό ε.α., Μιχ. Παπακωνσταντίνου, πρώην υπουργό, και Αντ. Δροσογιάννη, στρατηγό ε.α. και πρώην υπουργό, που είχαν πάρει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο από την πλευρά του Κυβερνητικού Στρατού, όπως και με τους κκ. Λεων. Κύρκο, πρώην βουλευτή της ΕΔΑ και του Συνασπισμού, Γρηγ. Φαράκο, πρώην Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ και βουλευτή του Συνασπισμού, και την κυρία Μαρία Μπέικου, παλιά καπετάνισσα, που όλοι τους πήραν μέρος από την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού, φανερώνουν ότι όλοι τους πιστεύουν πως η περίοδος εκείνη έχει λήξει οριστικά.
Η προσέγγιση την οποία επιχειρεί ο καθένας στα γεγονότα του Εμφυλίου είναι διαφορετική για τους σημερινούς Ελληνες: Οσοι τα έζησαν έχουν έντονη τη συναισθηματική φόρτιση, η οποία και κάποτε βαρύνει τις σημερινές τους κρίσεις. Οσοι δεν τα έζησαν, και κυρίως οι νέοι της εποχής μας εκείνοι που γεννήθηκαν μερικές δεκαετίες αργότερα , αδυνατούν να τα αντιληφθούν ή ίσως και δεν θέλουν να μπλέξουν με εκείνα που χώριζαν τους μεγαλύτερους, με εκείνα που βαρέθηκαν να τα ακούνε από την παιδική τους ηλικία.
Αυτές είναι οι πρώτες μας εμπειρίες από τις συνομιλίες που ακολουθούν με έξι από τους πρωταγωνιστές του Εμφυλίου: Λεωνίδας Κύρκος «Ηταν ένας αγώνας με πολλές διακυμάνσεις»
Στις φυλακές των Βούρλων πέρασε τη μεγαλύτερη περίοδο του Εμφυλίου ο κ. Λεωνίδας Κύρκος, όταν το καΐκι που θα τους πήγαινε στο βουνό πιάστηκε και οδηγήθηκαν όλοι τους στην Αστυνομία Πειραιώς. Για τον κ. Κύρκο η ένταξη στην πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού ήταν κάτι το αυτονόητο· από νέος είχε ενταχθεί στην Αριστερά, από τα πανεπιστημιακά του χρόνια, το 1942-43, ήταν ιδρυτικό μέλος της ΕΠΟΝ, του Σπουδαστικού της Τμήματος. Μετά πήρε μέρος στα Δεκεμβριανά.
Η ιδεολογική ένταξή του είχε την έννοια της συνέχειας και της ιδεολογικής στράτευσης. Το 1947 παρουσιάστηκε στον στρατό, επειδή έπαιρναν την κλάση του, στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Ηρακλείου. Από εκεί τον έστειλαν στη Μακρόνησο, όπου απολύθηκε λόγω συνυπηρετούντος αδελφού. «Αυτός τα πλήρωσε για όλους μας. Εμεινε χρόνια στο Μακρονήσι» θυμάται με έντονη συγκίνηση. «Ηταν ο Κώστας, δύο χρόνια μεγαλύτερός μου».
Στην Αθήνα ξανάρχισε τη δράση του με τις πανεπιστημιακές οργανώσεις και τον Μάρτιο του 1948 μια ομάδα επιβιβάστηκε σε ένα καΐκι με προορισμό την Αλβανία, περιπλέοντας την Πελοπόννησο. Αλλά έξω από την Ψυττάλεια τους έπιασαν. «Ηταν προδομένη ιστορία» θυμάται. «Ημασταν πολλοί, ο Μανώλης Γλέζος, ο Αγγελος Διαμαντόπουλος, ο Κώστας Προβελέγγιος, η μετέπειτα γυναίκα μου Καλή, ο Γιάννης Πουρνάρας, άλλοι πολλοί. Ο αστυνόμος Κατσάρης που μας ανέκρινε δεν χρησιμοποιούσε τη βία αλλά την πειθώ, υποτίθεται».
Η συνέχεια ήταν το Στρατοδικείο και η εις θάνατον καταδίκη όλων τους. «Γλέζος, Δαμιανίδης, Τσερέπας, Κύρκος παμψηφεί» εξιστορεί. «Μας έσωσε ο Μανώλης Γλέζος. Ηταν ο πρώτος αντιστασιακός στην Ευρώπη, τον οποίο ο Ντε Γκωλ είχε αποκαλέσει ιππότη, και η παγκόσμια κινητοποίηση. Στην Ελλάδα ο Θανάσης ο Τσαλδάρης, συμμαθητής μου από το Πειραματικό, γιος του πρωθυπουργού, κινήθηκε δραστήρια». Η αποφυλάκιση ήρθε μετά το τέλος του Εμφυλίου, το 1952.
Οι ειδήσεις για την πορεία των επιχειρήσεων στη φυλακή ήταν αντιφατικές: «Τα δυσάρεστα νέα τα διαδέχονταν τα ευχάριστα. Ηταν αγώνας με πολλές διακυμάνσεις. Και βεβαίως μας κατείχε η αισιοδοξία ότι θα ήταν δυνατόν να υπάρξει λύση. Δεν πιστεύαμε στη στρατιωτική επικράτηση, ιδιαίτερα μετά το ρήγμα στις σχέσεις του Τίτο με τον Στάλιν. Πριν το πιστεύαμε ότι μπορούσε να υπάρξει στρατιωτική λύση. Αυτή η λύση απομακρύνθηκε τελείως μετά και για τον λόγο αυτό ελπίζαμε σε πολιτική διέξοδο. Το πνεύμα της συμφιλίωσης και της διεξόδου μάς ενδιέφερε». Την ήττα την είδαν πολύ αργότερα, το 1949.
Μέσα στη φυλακή η εξέταση των γεγονότων, η ανάλυσή τους, ήταν πιο εύκολη: «Μας έτρωγε μια βαθιά ανησυχία, γιατί διαισθανόμασταν ότι πίσω από την πλάτη μας παιζόταν ένα παγκόσμιο παιχνίδι που δεν το ελέγχαμε. Και αυτό ήταν περισσότερο σαφές μετά το δόγμα Τρούμαν» εξιστορεί.
Ολα αυτά τα έζησε με βαθιά την πεποίθηση ότι ήταν στρατευμένος. Ούτε στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό του σκέψη για αμφισβήτηση: «Η τοποθέτηση αυτή επηρέαζε τις σκέψεις μας. Δεν είχαμε καμία άλλη επιλογή ούτε πράξη. Μόνο να δούμε τις κάννες των όπλων του εκτελεστικού αποσπάσματος. Βέβαια μας πίεζαν να αναπροσαρμόσουμε τη στάση μας, να αλλάξουμε τις ιδέες μας. Δεν το κάναμε. Ημασταν έτοιμοι να αποχαιρετήσουμε τους φίλους μας, την οικογένειά μας, τη ζωή μας».
Η περίοδος εκείνη είχε τα δικά της γεγονότα, ήταν εποχή που σημάδεψε τον ελληνικό λαό. Ο κ. Κύρκος ο Λεωνίδας, για τον κόσμο της Αριστεράς αναλογίζεται τώρα την ιστορική διάσταση του Εμφυλίου: «Η ιστορία δεν ξαναγράφεται» λέει. «Είναι αυτή που είναι, αλλά από τα ύστερα βλέπει κανείς ότι όλα εκείνα που οδήγησαν στην τραγωδία του Εμφυλίου μπορούσαν να έχουν αντιμετωπισθεί διαφορετικά και από τις δύο πλευρές». Είναι η κριτική των ηγετικών στελεχών που είχαν το θάρρος να προχωρήσουν στην επανεκτίμηση πολλών ιστορικών γεγονότων.
Σήμερα, 50 χρόνια μετά, τα ξαναθυμάται όλα και λέει: «Τα όπλα έπαψαν να ηχούν το 1949 αλλά το νομικό πλαίσιο των διωγμών κατά των αριστερών διατηρήθηκε για πάρα πολλά χρόνια. Και τα ψυχικά τραύματα που άφησε ο Εμφύλιος στην ψυχή του λαού δύσκολα επουλώνονται». Την έζησε ο ίδιος την περίοδο αυτή, τα 50 χρόνια που μεσολάβησαν, από τη φυλακή πολλές φορές, από τη θέση του βουλευτού επίσης, από τη θέση του κορυφαίου στελέχους της κομμουνιστικής αριστεράς. Η εμπειρία του και η κριτική του έχει βαρύτητα: «Τα κατάλοιπα του Εμφυλίου» λέει περισσότερο μονολογώντας «σχεδόν έχουν σβήσει και ένα καινούργιο κλίμα ενότητας του λαού, απέναντι στην τραγωδία αυτή, έχει διαμορφωθεί». Και αυτό είναι επίτευγμα της μεταπολιτευτικής περιόδου περισσότερο.
Οσο για τη νεολαία της εποχής μας, για τους νέους που τον επισκέπτονται, διερωτάται αν καταλαβαίνουν τα γεγονότα του Εμφυλίου, το κλίμα της εποχής εκείνης, την ψυχολογία των ανθρώπων τις στιγμές που τα ζούσαν: «Δεν νομίζω ότι καταλαβαίνουν πολλά πράγματα» εξομολογείται σχεδόν. «Ούτε για την ατμόσφαιρα της εποχής ούτε για τον ρόλο των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων. Ισως τους είναι πολύ οδυνηρό να ψάξουν την εποχή εκείνη. Πολύ περισσότερο βέβαια διακατέχονται από την αγωνία μπροστά στα σημερινά προβλήματα» καταλήγει.
Περικλής Παπαθανασίου «Αγωνιζόμασταν υπέρ βωμών και εστιών»
«Είχε παρασυρθεί μια μεγάλη μερίς του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και είχε υποστηρίξει τους αντάρτες του βουνού» εξομολογείται ο στρατηγός ε.α. Περικλής Παπαθανασίου όταν θυμάται τα δύσκολα εκείνα χρόνια και τις μάχες στα βουνά. Οι αναμνήσεις έρχονται εύκολα αλλά με έντονη τη συναισθηματική φόρτιση για τον στρατηγό που ήταν από τους πρώτους αξιωματικούς οι οποίοι έφτιαξαν τις Δυνάμεις Ορεινών Καταδρομών (τα γνωστά ΛΟΚ), οι οποίες και έκριναν την τύχη του πολέμου.
«Ο ελληνικός στρατός δεν γνώριζε από νυχτερινό πόλεμο, δεν μπορούσε να απαντήσει στους αντάρτες που εκινούντο με άνεση τη νύχτα σε όλη τη χώρα και εξολόθρευαν στρατιωτικές μονάδες, κατέστρεφαν έργα υποδομής, πατούσαν χωριά, κυρίως ακριτικά, και μικρές πόλεις». Οι Δυνάμεις Ορεινών Καταδρομών άλλαξαν τη μορφή του πολέμου, επειδή μπορούσαν να απαντήσουν στην τακτική αυτή των ανταρτών, να διεξάγουν νυχτερινές επιχειρήσεις, να ανεβαίνουν σε δύσκολες πλαγιές και να πατούν τις πιο δυσπρόσιτες κορυφές των βουνών, που ήταν και τα «απάτητα» οχυρά του Δημοκρατικού Στρατού.
Ο στρατηγός Παπαθανασίου αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1938 και ήταν ήδη ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του 1940· με το 27ο Σύνταγμα της Κοζάνης ήταν από τις μονάδες που πρώτες μπήκαν στην Αλβανία από την Κρυσταλλοπηγή και κατέλαβαν την Κορυτσά. Μετά την εισβολή των Γερμανών και την κατάρρευση του Μετώπου κατέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου κατετάγη στον Ιερό Λόχο· πήρε μέρος στις επιχειρήσεις στα νησιά του Αιγαίου και ήταν με τις μονάδες που συνόδευσαν τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου κατά την απελευθέρωση των Αθηνών.
Μετά τη Βάρκιζα υπηρέτησε ως εκπαιδευτής στη Σχολή Ευελπίδων και στις αρχές του 1947 «όταν άρχισε να διαφαίνεται ο εσωτερικός διχασμός» υπογραμμίζει μαζί με άλλους 12-15 αξιωματικούς υπό τον στρατηγό Ανδρέα Καλλίνσκυ αποτέλεσαν τον πυρήνα δημιουργίας των Δυνάμεων Ορεινών Καταδρομών και υπηρέτησε ως διοικητής της Γ’ Μοίρας στις επιχειρήσεις στον Γράμμο και στο Βίτσι.
Την εποχή εκείνη το διεθνές κλίμα ήταν θερμό μεταξύ των συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη και στην Αμερική και των Αριστερών, μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, θυμάται ο στρατηγός: «Εμείς ήμασταν στη μέση και έπρεπε να πολεμήσουμε. Ιδιαίτερα όσοι υπηρετούσαμε στο ΛΟΚ γνωρίζαμε ότι αγωνιζόμασταν υπέρ βωμών και εστιών».
Οταν τον ρωτάμε αν αυτό το συμμεριζόταν ολόκληρος ο Στρατός και ο άμαχος πληθυσμός, απαντάει καταφατικά και προσθέτει: «Η λιποταξία από την πλευρά των ανταρτών προς τον Στρατό ήταν μαζική. Αντίθετα οι λιποταξίες από την πλευρά του τακτικού Στρατού προς τους αντάρτες ήταν ελάχιστες και αφορούσαν μεμονωμένες περιπτώσεις».
Οταν τον ρωτήσαμε αν πίστεψε ποτέ ότι κάτι άλλο συνέβαινε πάνω από τα κεφάλια τους, δεν απάντησε ευθέως, μόνο θυμήθηκε ένα περιστατικό: «Το καλοκαίρι του 1947 διεξήγαμε επιχειρήσεις στον Κίσαβο και είχαμε εξολοθρεύσει τις εκεί ομάδες των ανταρτών. Σε ένα χωριό βρήκαμε κιβώτια με σύγχρονα όπλα αγγλικής κατασκευής που επάνω έγραφαν «Made in England, 1947″…».
«Αλλη μια φορά» προσθέτει «στο ύψωμα Λίπα του Σιδηροκάστρου συλλάβαμε μια ολόκληρη ομάδα ανταρτών. Κατά την ανάκρισή τους καταλάβαμε ότι δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, επειδή δεν ήξεραν λέξη ελληνικά. Φωνάξαμε έναν διερμηνέα και διαπιστώσαμε ότι ήταν όλοι τους βουλγαρόφωνοι και όταν τους ρωτήσαμε πού γεννήθηκαν μας απάντησαν «στη Βουλγαρία». Ηταν μάλιστα παρών και ο αμερικανός αξιωματικός, που επιβεβαίωσε το γεγονός».
Ο στρατηγός Παπαθανασίου, με τη μοίρα του, ήταν εκείνος που μπήκε πρώτος στην πολιορκούμενη Κόνιτσα, τον Δεκέμβριο του 1948, μία από τις πιο κρίσιμες μάχες του Εμφυλίου, θυμάται. «Είχαμε δώσει το σύνθημα «Ζαχαράκης», προς τιμήν του διοικητού όλων των επιχειρήσεων. Οταν φθάσαμε στην παλαιά πέτρινη γέφυρα, ήταν δέκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα εκεί κάναμε Πρωτοχρονιά το 1949 και συναντήσαμε τους πρώτους Μάηδες, οι οποίοι μάς είπαν το σύνθημα «Ζαχαράκης». Μας είπαν και «καλή χρονιά», σφίξαμε τα χέρια».
Ιστορικής σημασίας, θυμάται, είναι και η επιχείρηση της μονάδας του για την εκπόρθηση του οχυρού του Γράμμου: «Ξεκινήσαμε από το χωριό Γράμμος και ανεβήκαμε προς την Κιάφα» εξιστορεί και τα μάτια του δακρύζουν. «Ηταν νύχτα. Η δεξιά πτέρυγα ήταν ακριβώς στα σύνορα της Αλβανίας» λέει. «Μήπως τα πατήσατε κιόλας;» ρωτάμε για να αμβλύνουμε κάπως την έντονη συγκίνηση. «Οχι» απαντάει «δεν νομίζω, αλλά δεν αποκλείεται κιόλας. Κάποια στιγμή μάς κατάλαβαν οι αντάρτες και έδωσαν σκληρή μάχη. Ηξεραν ότι έχαναν το τελευταίο οχυρό και την πρωτεύουσά τους που ήταν η Αετομηλίτσα του Γράμμου. Τα οχυρά τους με επτά και οκτώ σειρές δένδρων, αλλά τα παιδιά πολέμησαν. Τους πήραμε τον αέρα και υποχώρησαν τρέχοντας προς την Αλβανία. Ηταν τέλος Αυγούστου. Ο πόλεμος τελείωσε». Ανακουφίζεται από τη συναισθηματική φόρτιση ο στρατηγός, ξαναγίνεται ο στρατιωτικός.
Οταν τα συζητάει ομολογεί ότι τίποτε δεν θα αναθεωρούσε από τα όσα έπραξε την εποχή εκείνη, διότι ήταν στρατιώτης και «υπηρετούσαμε με βάση τον όρκο μας προς την πατρίδα και το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Είχαμε και έχουμε την αίσθηση του νομίμου κράτους, το οποίο πρέπει όλοι μας να υπηρετούμε ανεξαρτήτως των προσωπικών ιδεολογικών διαφορών».
«Αυτά που συζητάμε τα καταλαβαίνουν οι νέοι, τα εγγόνια σας;» ρωτάμε. «Οι νέοι, οι πολύ νέοι, δεν καταλαβαίνουν. Αλλά μετά το 25ο έτος ηλικίας μάς προκαλούν να τους μιλήσουμε για την ψυχολογία μας εκείνη την εποχή, για την αλήθεια των διαφόρων δημοσιευμάτων. Είναι γνωστό ότι πολλά εγράφησαν και περισσότερα γράφονται. Τα πλείστα είναι εξωπραγματικά και αβάσιμα» κλείνει τη συζήτηση.
Μιχάλης Παπακωνσταντίνου «Υπήρξε στιγμή που έκλαψα κι εγώ»
«Είχαμε την πεποίθηση ότι θα κερδίσουμε οπωσδήποτε» θυμάται ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων της Ενώσεως Κέντρου αλλά και της Νέας Δημοκρατίας κ. Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, παλιός πολιτικός και με πλούσιο συγγραφικό έργο. «Αλλά» προσθέτει «το 1947 φοβήθηκα ότι μπορεί και να χάσουμε, όταν ο τότε αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ ήρθε στην Αθήνα και μας προειδοποίησε: «Ή πολεμάτε ή φεύγουμε». Τις μέρες εκείνες ανέλαβε ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος αρχιστράτηγος και άλλαξε η φορά των πραγμάτων».
Είχε τελειώσει τη Νομική όταν το 1946 κατατάχθηκε στον Στρατό και υπηρέτησε στο 602ο Τάγμα Πεζικού με έδρα τη Λάρισα. Η πρώτη του επαφή με τους αντάρτες ήταν μια εκστρατεία στην Πελοπόννησο, στον Πάρνωνα, όπου όμως δεν συνάντησαν αντάρτες ούτε αιχμαλώτους είχαν ούτε νεκρούς. Ο εχθρός δεν φάνηκε πουθενά, ήταν ανύπαρκτος.
Επειδή ήταν αγγλομαθής μετατέθηκε σε μονάδα συνδέσμων με τους Αγγλους στην αρχή, με τους Αμερικανούς στη συνέχεια και με έδρα το Στρατηγείο Κεντρικής Ελλάδος (ΣΚΕ) στη Λάρισα, όπου διοικητής του ήταν ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας. «Ο στρατηγός» θυμάται «ήταν αυστηρός. Κάθε βράδυ μάς έβγαζε όλους, μάχιμους και γραφιάδες, και μας έστελνε να κάνουμε ενέδρες». Σε μια τέτοια επιχείρηση συγκρούστηκαν με τον περίφημο καπετάν Διαμαντή της Ρούμελης, έναν από τους καλύτερους καπετάνιους του Δημοκρατικού Στρατού: «Ανετράπη, είχε λίγους άνδρες, άλλαξε κατεύθυνση, αλλά, στο τέλος, έπεσε στα χέρια μας. Τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν. Στη συνέχεια εξέθεσαν σε δημόσια θέα το σώμα του επί μία εβδομάδα σε ένα γήπεδο στη Λαμία» μας εξιστορεί πικραμένος, διόλου ευχαριστημένος από την εξέλιξη αυτή.
Ο ίδιος, ως έφεδρος αξιωματικός, έτυχε να βρει ένα μικρό ημερολόγιο του καπετάν Διαμαντή. Του τυπώθηκε στη μνήμη του ένα μικρό απόσπασμα: «»Βρέθηκα στον Παρνασσό και αντίκρισα την κοιλάδα του Σπερχειού» έγραφε ο καπετάνιος. «Απομακρύνθηκα από τους συντρόφους μου κι έκλαψα. Πόσες αναμνήσεις…»». Το ημερολόγιο παραδόθηκε στη μονάδα του. Αργότερα, ως υπουργός Εθνικής Αμυνας, το αναζήτησε αλλά δεν βρέθηκε.
Στις ίδιες επιχειρήσεις έπεσε στα χέρια του Στρατού και ο καπετάν Πυθαγόρας. Απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων, είχε την τύχη να πέσει στα χέρια του αξιωματικού Σορόκου, με τον οποίο ήταν συμμαθητές στη Σχολή. Τον περιποιήθηκε αυτός, αλλά στη συνέχεια τον ανέκριναν και έσπασε. Σε λίγες ημέρες τον έβαλαν να βγάλει λόγο στην πλατεία της Λαμίας. «Τότε απομακρύνθηκα εγώ, κι έκλαψα» θυμάται με συγκίνηση.
Ο παλιός πολιτικός ήταν με τα πρώτα τμήματα που μπήκαν στο Καρπενήσι: «Αλλο δράμα εκεί. Ενας παπάς διάβαζε τις νεκρώσιμες ακολουθίες χωρίς να γνωρίζει τα ονόματα των νεκρών. Ηταν τόσοι οι νεκροί…». Στην πολιορκία έπεσε τα χέρια του ένα άλλο ημερολόγιο κάποιου αντάρτη που δεν είχε καν το όνομά του πάνω: «Ο εχθρός είναι πολύ δυνατός» έγραφε.
Σε κάποια άλλη επιχείρηση στην Οθρυ, πάνω από τον Δομοκό, είχαν πιάσει το άλογο του καπετάν Γιώτη, με τη σέλα και τα πράγματα, τους χάρτες του, αλλά ο ίδιος τούς είχε ξεφύγει. Μερικές δεκαετίες αργότερα τον ρώτησε στη Βουλή για το επεισόδιο: «Μήπως ξέρατε εσείς πού ήμουνα εγώ;» απάντησε ο Χαρίλαος, λέει ο πρώην υπουργός.
Πάντως ο κ. Παπακωνσταντίνου θυμάται ότι γενικά το κλίμα δεν ήταν το ίδιο στις δύο πλευρές: «Αυτομολούσαν πολλοί από τους αντάρτες και έρχονταν και παραδίδονταν στον Στρατό. Κυρίως στην τελευταία φάση, ακόμη και εκείνοι που πιάνονταν αιχμάλωτοι έλεγαν ότι παραδίδονταν». Αλλά έζησε και τις δραματικές συνθήκες στα στρατόπεδα των ανταρτόπληκτων, όπου στοιβάζονταν οι κάτοικοι των ορεινών χωριών, τα οποία είχε εκκενώσει ο Στρατός για να μη βρίσκουν εφόδια και τρόφιμα οι αντάρτες. Αυτές είναι και οι χειρότερες μνήμες από την περίοδο του εμφυλίου.
Πάντως ο κ. Παπακωνσταντίνου, και ως πολιτικός, πιστεύει ότι έχει λήξει οριστικά η περίοδος αυτή, κάτι που το αιτιολογεί με λογικά επιχειρήματα: «Το κύριο είναι γιατί έφυγαν και φεύγουν όσοι την έζησαν και όσοι συντηρούν τα αισθήματα της εποχής εκείνης. Εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά αυτές είναι ελάχιστες και δεν μπορούν να αλλάξουν το γενικό κλίμα» καταλήγει. Ο ίδιος έζησε ως πολιτικός και την εμπειρία της μεταπολεμικής περιόδου, όταν εφαρμόστηκε στην πράξη η εθνική συμφιλίωση: «Το πρώτο και μεγάλο βήμα το έκανε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1974, όταν νομιμοποίησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας» λέει με έμφαση. Ηταν τους δύσκολους εκείνους πρώτους μεταδικτατορικούς μήνες, όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, όπως αποκαταστάθηκε, και όταν όλα παίζονταν ακόμη στη χώρα μας, μετά την τραγωδία της Κύπρου.
«Το δεύτερο βήμα το έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου» συμπληρώνει. «Οταν έκανε πράξη την εθνική συμφιλίωση, όταν την εφάρμοσε ως επίσημη πολιτική της χώρας. Αυτά μέτρησαν» λέει ο κ. Παπακωνσταντίνου.
Οσο για τις νεότερες γενιές, «δεν ξέρουν και δεν ασχολούνται με τα προβλήματα της εποχής εκείνης. Εχει ξεχασθεί η τραγωδία αυτή και ίσως αυτό είναι καλύτερο για τον τόπο» προσθέτει. «Αλλωστε είναι άλλα τα ιδανικά τους και άλλα τα ενδιαφέροντά τους, και δεν πρέπει να τους παρεξηγούμε» καταλήγει.
Γρηγόρης Φαράκος «Παίζονταν παιχνίδια πίσω από την πλάτη μας»
Η ένταξη στην Αριστερά, και φυσικά και στον Εμφύλιο, ήταν υποχρέωση και καθήκον που είχε τις ρίζες της στην Κατοχή. Τότε το δίλημμα ήταν σαφές «ή γινόσουν μαυραγορίτης ή εντασσόσουν στην Αντίσταση που εξέφραζε τον καθολικό πόθο του ελληνικού λαού». Ο Γρηγόρης Φαράκος, πρώην Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, δεν έχει κανέναν ενδοιασμό όταν αναφέρεται στην πολιτική του πορεία.
Οι σειρήνες του πολέμου χάραξαν το πριν και το μετά στην παγκόσμια ιστορία. Οπως ολόκληρος ο ελληνικός λαός αντιστάθηκε στους Ιταλούς, ο καθένας με τον τρόπο του, και αυτό έγινε, παρ’ όλο που δεν συμπαθούσε τη δικτατορία του Μεταξά. Το 1946-47 συνέχισε να είναι αριστερός και, όταν του έγινε η πρόταση να βγει στο βουνό, τη δέχθηκε με ευχαρίστηση. «Πίστευα ότι οι ίδιες αρχές που ενέπνευσαν τη στάση μας στην Κατοχή εξακολουθούσαν να με εμπνέουν. Επειδή δεν είχε ολοκληρωθεί το όραμα το οποίο κυνηγούσαμε τα χρόνια της Κατοχής».
Στο βουνό βγήκε από τη Λαμία και από εκεί στην Οθρυ, όπου εντάχθηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό· πέρασαν στα Αγραφα, με μια μεγάλη ομάδα οπλισμένων νέων και μετά από δύο μήνες έφθασαν στον Γράμμο: «Η περιπέτεια, η ταλαιπωρία θυμάται ήταν κάτι το φοβερό. Η πεζοπορία στα κακοτράχαλα βουνά, και τα αεροπλάνα να ρίχνουν, να σε κυνηγούν». Εγινε καπετάνιος.
Τα πρώτα χρόνια ήταν αισιόδοξος, αλλά το 1949, στις δεύτερες μάχες του Βίτσι και του Γράμμου, «το σύνθημα «Ο εχθρός δεν θα περάσει» εξομολογείται το έλεγα αλλά δεν το πίστευα. Εβλεπα ότι δεν θα αντέχαμε άλλο». Από πλευράς στρατιωτικής είχε αρχίσει να πιστεύει ότι δεν θα άντεχε άλλο ο Δημοκρατικός Στρατός. «Ηταν φοβερές οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο Δημοκρατικός Στρατός» μας λέει. «Διερωτώσουν μέσα σου «είναι δυνατόν να κερδίσουμε; » αλλά έλεγες «πρέπει να νικήσουμε»».
Οι μάχες στο Βίτσι και στον Γράμμο το 1948 ήταν φοβερές. Θυμάται: «Από την κορυφή Κλέφτης, μετά από μεγάλη πορεία περάσαμε στην Τσούκα, από εκεί στο Τσεπέλοβο και στη συνέχεια στη Βασιλίτσα, κοντά στην κορυφή του Σμόλικα. Μια νύκτα, Ιούλιος του 1948, ο εχθρός είχε καταφέρει να πάρει ένα ύψωμα μπροστά στη μύτη μας. Και αυτό το ύψωμα, έπρεπε, οπωσδήποτε να το πάρουμε. Στην επίθεσή μας να τους βγάλουμε, τραυματίστηκα κι έμεινα αναίσθητος. Ξύπνησα μετά από τρεις μέρες στο νοσοκομείο στην Αλβανία» κλείνει την πολεμική πτυχή των γεγονότων.
Υπάρχει και η άλλη πτυχή, η καθημερινότητα. «Στην εφημερίδα της προσωρινής κυβέρνησης καταχωρήθηκε στη στήλη «τιμημένοι νεκροί»», θυμάται, όπως του τα διηγήθηκαν εκ των υστέρων. «Ενα φύλλο της εφημερίδας αυτής το βρήκαν σε έναν αιχμάλωτο» μας λέει. Αλλά ενδιαφέρον έχει το σχόλιο που έκανε ο χωροφύλακας της Ασφαλείας, όπως το βρήκε στον φάκελό του, δεκαετίες αργότερα, όταν άρχισε και συνεχίζει να ψάχνει τα αρχεία. «Ο παραδοθείς συμμορίτης γράφει προσεκόμισε φύλλο της συμμοριτικής εφημερίδας με ονόματα νεκρών, όπου μεταξύ των άλλων υπάρχει και το όνομα Γρηγόρης Φαράκος». Στην υποσημείωση, λοιπόν, συμπληρώνει, μας λέει: «Προσοχή! Μήπως δεν εξοντώθη; Μήπως πρόκειται περί συνωνυμίας;». Το κλίμα της εποχής αποκαλύπτει αυτή η υποσημείωση.
Οταν τον ρωτάμε αν υπήρξαν στιγμές που αισθανόταν ότι κάτι άλλο παίζεται πάνω από τα κεφάλια τους, απαντάει: «Σήμερα, αν με ρωτήσει κανείς, θα απαντήσω καταφατικά. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν το είχα βάλει ποτέ στο μυαλό μου τότε. Εβλεπα αδυναμίες και βρωμιές της ηγεσίας, αλλά δεν πίστευα τότε ότι κάποιο παιχνίδι παίζεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας, δεν πέρναγε απ’ το μυαλό μου». Διακόπτει τη συζήτηση, είναι συλλογισμένος.
Συνεχίζει: «Τώρα διαβάζοντας τα αρχεία μένω έκπληκτος για το ποια παιχνίδια παίζονταν πίσω από την πλάτη μας». Σταματάει πάλι αλλά συνεχίζει: «Ερχονται στιγμές που λέω μέσα μου «δεν θα ξαναδιαβάσω τίποτα. Μου αρκεί αυτό που έδωσα με τους αγώνες μου, με την προσφορά μου»». Πάλι σιωπή: «Βέβαια, θα συνεχίσω, γιατί αξίζει τον κόπο να τα ξαναστοχαστεί κανείς».
Πάντως αναγνωρίζει ότι είναι πολύ βαθιά τα τραύματα που έχει αφήσει αυτή η εποχή. Για τον λόγο αυτό και η επούλωσή τους δεν είναι εύκολο πράγμα. Ετσι και η απάντηση στο ερώτημα, για το αν έληξε η εποχή, δεν είναι και τόσο εύκολη: «Η περίοδος έληξε σε μεγάλο ποσοστό λέει. Σε τέτοιο ποσοστό που μπορεί να μας ικανοποιεί. Αλλά δεν τελείωσαν και οι συνέπειες που περνάει η χώρα και η πολιτική της ζωή. Δεν έχει λήξει οριστικά και αμετάκλητα. Δυστυχώς, βέβαια».
Φυσικά, μέσα στο κλίμα αυτό προσεγγίζουν και οι νέοι την εποχή, την αντιλαμβάνονται κάτω από αυτό το πρίσμα. Η προσωπική αυτή εκμυστήρευση έχει και την κατάληξή της. Για ποιον λέγονται όλα αυτά; Σε ποιον απευθύνονται; «Δεν τα καταλαβαίνουν οι νέοι τις περισσότερες φορές, ούτε και οι περισσότεροι. Προσωπικά, έχω την αδυναμία να μην είμαι παραμυθάς, όπως ίσως θα ήθελαν πολλοί νέοι να διαβάσουν για την εποχή εκείνη» λέει αναφερόμενος και στα βιβλία που έχει βγάλει για την εποχή. «Δεν μου αρέσει να τους κάνω το δάσκαλο. Κάναμε αυτό… Κάναμε το άλλο. Γιατί πιστεύω ότι κάθε γενιά, το ίδιο και η σημερινή, θα ανταποκριθεί, όπως οι συνθήκες το επιβάλλουν, στο κάλεσμα των καιρών. Μου επιτρέπεται ίσως να βγάλω το ηθικό δίδαγμα: Να προσέξουν, κοντά στα άλλα, μη τυχόν, από την ιδιοσυστασία του DNA του γένους μας, ισχύσει και πάλι η ρήση του εθνικού μας ποιητή: «Αν μισούνται ανάμεσόν τους, δεν τους πρέπει ελευθεριά»».
Αντώνης Δροσογιάννης «Ξέρετε ποιο ήταν το λάθος του Ζαχαριάδη;»
Αμαχητί έπεσε το Βίτσι, θυμάται ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του ΠαΣοΚ και στρατηγός ε.α. Αντώνης Δροσογιάννης, ο οποίος πήρε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο ως αξιωματικός των Λόχων Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ). Η μάχη στο Βίτσι το 1949 ήταν σκληρή, συνεχίζει: «Επικεφαλής τεσσάρων λόχων των ΛΟΚ, με ξαφνική επίθεση, πήραμε το ύψωμα Μώρος, μεταξύ Τσούκας και Λέσιτς. Νύχτα ήταν και δεν μας πήραν μυρουδιά. Από την άλλη πλευρά έκανε επίθεση η άλλη τετραλοχία των ΛΟΚ αλλά τους αντιλήφθηκαν και τους καθήλωσαν. Στο Λέσιτς η άμυνα ήταν σκληρή αλλά εμείς συλλάβαμε μια ημιονηγό, γυναίκα, μέσα στη βρώμα, η οποία, όταν την ανακρίναμε, μας είπε ότι είχε φέρει τον Ζαχαριάδη, από τη βάση του στην Αλβανία στο Λέσιτς για να διευθύνει τις μάχες. Ημασταν πάνω στο ύψωμα και πίσω μας οι Πρέσπες και η Αλβανία. Σε λίγο ρίξαμε ομοιώματα αλεξιπτωτιστών, στον Λαιμό της λίμνης, και μόλις τους είδε ο Ζαχαριάδης απέσυρε τις δυνάμεις του αμέσως και ζήτησε να τον συνοδεύσουν για την επιστροφή του στην Αλβανία. Ηταν βασικό αυτό το λάθος του Ζαχαριάδη, επειδή μετά του απέμεινε μόνο ο Γράμμος».
Είναι απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων. Ο πόλεμος του 1940 τον βρήκε τριτοετή αλλά αμέσως συμπλήρωσαν βιαστικά την εκπαίδευση και τους έστειλαν στο μέτωπο. Στη συνέχεια, μετά την κατάρρευση του μετώπου και την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, έφυγε για τη Μέση Ανατολή, όπου έγινε Ιερολοχίτης. Το 1946 ήταν από τους λίγους εκείνους αξιωματικούς που έφτιαξαν τους ΛΟΚ. Το 1947 βγήκε στις επιχειρήσεις, στην Πελοπόννησο, στην Ηπειρο, στο Καϊμακτσαλάν, στο Βίτσι, όπου αρρώστησε και τον υπόλοιπο καιρό τον πέρασε στο νοσοκομείο.
«Οι επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο» θυμάται «ήταν εύκολες. Στη Ζαραφώνα ήταν 1.500 αντάρτες κι εμείς μόνο 150. Και μάλιστα είχα δύο λόχους, υπολείμματα λόχων, και τους νικήσαμε. Αλλά στην Ηπειρο οι αντάρτες ήταν άλλο πράγμα. Είχαν μένος, ήταν ισάξιοι με τους Γερμανούς. Αυτοί πολεμούσαν».
Στο Καϊμακτσαλάν οι μάχες ήταν επίσης πολύ σκληρές και οι αντάρτες πολεμούσαν. «Ενα ύψωμα» θυμάται «το κρατούσαν γυναίκες. Ηταν 13 γυναίκες με πυροβόλα και μας είχαν καθηλώσει. Δεν μπορούσαμε να τις διώξουμε. Τελικά υποχρεωθήκαμε και ρίξαμε δακρυγόνα και έτσι πήραμε το ύψωμα με αιφνιδιαστική επίθεση. Τις πιάσαμε όλες αιχμάλωτες».
Τα όσα έζησε ως αξιωματικός και η εμπειρία από τις μάχες στην Ηπειρο και στη Μακεδονία τον πείθουν ότι πολύ δύσκολα θα τελείωνε ο εμφύλιος πόλεμος αν δεν είχε την έμπνευση ο Ζαχαριάδης να μετατρέψει το αντάρτικο σε τακτικό στρατό. «Εμείς είχαμε εφεδρείες, είχαμε πολλές εφεδρείες, με τις οποίες αναπληρώναμε τις απώλειες. Οι αντάρτες δεν είχαν εφεδρείες. Ούτε μπορούσαν να αναπληρώσουν τις απώλειες με την υποχρεωτική επιστράτευση στα χωριά και στις πόλεις. Αυτό ήταν το μεγάλο του λάθος, όπως και η θεωρία ότι το Βίτσι και ο Γράμμος ήταν απάτητα».
Είναι αναμνήσεις στις οποίες δεν ανατρέχει εύκολα· ο πόλεμος, οι κακουχίες, με όλες τις συνέπειές τους, του αλλάζουν τη διάθεση, τον κάνουν σκεπτικό. Η κριτική είναι πιο εύκολη υπόθεση: «Μετά την πτώση του Βίτσι ήμουν πλέον απολύτως πεπεισμένος για τη νίκη. Ηταν θέμα χρόνου» μας λέει. «Παρ’ όλο που στο Καϊμακτσαλάν και στο Βίτσι οι αντάρτες ήταν ψημένοι στις μάχες, ήταν επίλεκτα σώματα».
Ο πρώην υπουργός ήταν αξιωματικός και δεν μπορούσε να σκεφθεί τίποτε άλλο: «Δεν μπορούσα τότε να διανοηθώ ότι παίζεται κάτι άλλο πάνω από τα κεφάλια μας. Εμείς, ως αξιωματικοί, ξέραμε μόνο να πολεμάμε και δεν σκεφτόμασταν άλλα πράγματα».
Ο υπουργός Εθνικής Αμυνας στις πρώτες κυβερνήσεις Ανδρέα Παπανδρέου πιστεύει ότι έχει λήξει η περίοδος αυτή με όλες τις συνέπειές της: «Σήμερα έχει λήξει» λέει. «Επειδή είχα την ευθύνη του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και επειδή όλα τα έθνη έχουν περάσει εμφύλιο πόλεμο, φρόντισα να ξεχασθούν τα μίση του παρελθόντος. Για τον λόγο αυτό καθιέρωσα τη 15η Αυγούστου ως ημέρα εορτής των Ενόπλων Δυνάμεων και την επέτειο του Γοργοπόταμου ως ημέρα εορτασμού της Εθνικής Αντίστασης. Μοναδική μου μέριμνα ήταν η εθνική ομοψυχία» συμπληρώνει και αισθάνεται υπερήφανος για το έργο του αυτό.
«Υστερα από μία εικοσαετία περίπου μπορώ να πω ότι πέτυχε το έργο αυτό και ότι ήταν αποτελεσματικό. Οι διαφορές απαλύνθηκαν και έγιναν μακρινό παρελθόν για τους νέους» καταλήγει.
Αλλά όταν αναφέρεται στη σημερινή νεολαία έχει άλλη άποψη: «Οι νέοι δεν καταλαβαίνουν, όπως δεν καταλαβαίνουν και τον πόλεμο του 1940» εξομολογείται με ανάμεικτα συναισθήματα. «Φταίει και το σχολείο, τα προγράμματα σπουδών. Δεν διδάσκουν στα παιδιά τη σύγχρονη ιστορία. Ποιος θυμάται την ηρωική αντίσταση του Συντάγματος των Τρικαλινών, που κράτησε ολόκληρη την εαρινή επίθεση των Ιταλών το 1941, με τον Μουσολίνι παρόντα και να ενθαρρύνει τον στρατό του; Κανένας. Μόνο αυτοί οι λίγοι που ζουν ακόμη» λέει με έμφασηκαι σκύβει το κεφάλι.
«Οι ιταλοί νεκροί» συνεχίζει «ήταν πάνω από 11.000 και οι δικοί μας ήταν αρκετοί. Αλλά ο Μουσολίνι ρεζιλεύτηκε και η επίθεσή του αποκρούστηκε. Για μένα ήταν νίκη ισάξια με εκείνες του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, επειδή την είχε διαφημίσει πολύ ο ιταλός δικτάτορας αυτή την επίθεση και όλος ο κόσμος περίμενε τη συντριβή των ξυπόλυτων και νηστικών Ελλήνων. Ηταν η πρώτη μεγάλη νίκη των Συμμάχων, έπειτα από εκείνη του 1940, που αναπτέρωσε το ηθικό όλων των ευρωπαϊκών λαών».
Μαρία Μπέικου «Μόνο επιστήμονες και ηθοποιοί ρωτούν για τότε…»
«Στον Δημοκρατικό Στρατό κατατάχ\θηκα όταν είχε αρχίσει η λευκή τρομοκρατία εναντίον όσων είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση» εξομολογείται η κυρία Μαρία Μπέικου, καπετάνισσα στο βουνό με πλούσια δράση και ακόμη πιο πλούσιες αναμνήσεις και μετέπειτα εκφωνήτρια της «Φωνής της Αλήθειας». Η ίδια αισθάνεται ότι εκτελούσε την αποστολή της, ότι ήταν οργανωμένη, ότι έπαιρναν όλοι τους διαταγές και τις εκτελούσαν: «Οι συνθήκες ήταν άθλιες στο βουνό. Τα χωριά εγκαταλειμμένα, έλειπαν τα πάντα. Πολλές φορές οι μάχες γίνονταν για λίγο ψωμί» θυμάται με συγκίνηση.
Οι εμπειρίες της στην Αριστερά αρχίζουν με τις πρώτες μέρες της Κατοχής, όταν μαθήτρια στο Γυμνάσιο, στην Ιστιαία της Εύβοιας, οργανώθηκε στην Αντίσταση. Ηρθε στην Αθήνα και εκεί συνάντησε τον αδελφό της που ήταν ήδη μέλος της ΕΠΟΝ, στην οποία οργανώθηκε και η ίδια. Λίγους μήνες μετά έφυγε για το βουνό και εντάχθηκε στη 14η Μεραρχία Καρπενησίου, στους Λόχους των Επονιτισσών, οι οποίες εκτός του ότι ήταν μάχιμοι λόχοι είχαν και καθήκοντα εκπολιτισμού. Η κυρία Μπέικου θυμάται ότι ήταν καπετάνισσα στη διμοιρία και συμμετείχε συστηματικά στην καθοδήγηση του κόσμου.
Με το τέλος της Κατοχής παντρεύτηκε τον καπετάνιο Γεωργούλα Μπέικο, με τον οποίο έζησε μόνο οκτώ μήνες. Ηρθε η εποχή της λευκής τρομοκρατίας, της παρανομίας και των διωγμών· άλλος πήγε στη φυλακή και στην εξορία, άλλος στο Μακρονήσι. Η ίδια προτίμησε το βουνό και τον Δημοκρατικό Στρατό. «Τον Αύγουστο του 1947» λέει «πήγα μόνη μου στο βουνό, με το όπλο στο χέρι». Γύρισε σχεδόν όλη την Πίνδο, πήρε μέρος σε πολλές μάχες, στην Κόνιτσα, στα Τρίκαλα, στο Καρπενήσι. «Οταν είχαμε καταλάβει το Καρπενήσι» μας εξομολογείται με συγκίνηση «μας βομβάρδιζαν τα αεροπλάνα. Ενα το ρίξαμε. Κυβερνήτης ήταν Ελληνας, συγκυβερνήτης Αμερικανός. Οταν τον πιάσαμε, καταλάβαμε ότι πολεμούσαμε και με τους Αμερικανούς, ότι δεν ήταν μόνον ο Κυβερνητικός Στρατός απέναντί μας. Ενας αντάρτης τον σκότωσε κατά λάθος και έτσι χάσαμε το πλεονέκτημα να αποδείξουμε σε όλους ότι έπαιρναν μέρος στις μάχες και οι Αμερικανοί».
Η συνέχεια της ιστορίας αυτής έχει ενδιαφέρον. Ο γιος του αμερικανού αξιωματικού ήρθε στην Ελλάδα και πήρε μέρος στο συνέδριο που οργάνωσε πριν από λίγους μήνες στο Καρπενήσι το Πάντειο Πανεπιστήμιο για τον Εμφύλιο. Η ιστορία γυρίζει και αποκαλύπτει πολλά…
Τα χρόνια εκείνα του Εμφυλίου πήρε μέρος και στη Συνδιάσκεψη της Δημοκρατικής Ενωσης Γυναικών που είχε γίνει τον Ιανουάριο του 1949 στη Βόρεια Ελλάδα· η κυρία Μπέικου υπηρετούσε στη Ρούμελη και την έστειλαν από τον Δημοκρατικό Στρατό ως εκπρόσωπο των τμημάτων αυτών στη Συνδιάσκεψη που είχε γίνει στο Βίτσι. Στη συνέχεια τα γεγονότα τούς υποχρέωσαν να αλλάξουν τα σχέδιά τους· δεν ξαναγύρισε στη Ρούμελη, όπου οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις είχαν άλλες επιπτώσεις, ενώ σε λίγες ημέρες έπεσαν και το Βίτσι και ο Γράμμος. Η καπετάνισσα βρέθηκε στην Αλβανία.
Η σχέση τους με τους αντιπάλους δεν ήταν και τόσο εχθρική: «Συζητούσαμε με τους στρατιώτες στις απέναντι σκοπιές, τους νιώθαμε σαν αδέλφια μας» θυμάται. «Ακούγαμε τα τραγούδια που έπαιζαν αυτοί και τα μαθαίναμε κι εμείς. Τα τραγούδια του Τσιτσάνη «Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι… » και «Κλαίνε τα πουλιά γι’ αέρα και τα δέντρα για νερό… » τα μάθαμε από τα μεγάφωνα των στρατιωτών. Πού να τα μάθουμε εμείς πάνω στα βουνά;» μας λέει με απορία αλλά και με συγκίνηση για τις στιγμές εκείνες που έρχονται στη μνήμη της.
Σε άλλη μία περίπτωση, θυμάται, στο Περγούλι της Ρούμελης, η μάχη ήταν πολύ σκληρή. «Είχαμε σπάσει τον κλοιό και κατεβαίναμε. Είχε σταματήσει το πυρ και από τις δύο πλευρές. Η πλαγιοφυλακή η δική μας ήταν δίπλα ακριβώς στην πλαγιοφυλακή του Στρατού. Οι επικεφαλής αξιωματικοί συνεννοήθηκαν και αποφάσισαν να κάνουν σιωπηρή ανακωχή, ώσπου να φύγουμε, για να μη σκοτωθούμε άδικα και από τις δύο πλευρές». Δακρυσμένη σχεδόν τα λέει αυτά: «Εχουν γίνει και άλλα τέτοια» προσθέτει «έχουν γίνει πολλά, και ας μην έχουν γραφεί τα περισσότερα». Σέβεσαι αυτές τις στιγμές, αυτές τις μνήμες που τις έχουν σκεπάσει άλλα γεγονότα.
Η καπετάνισσα πιστεύει ότι ο Εμφύλιος έχει λήξει οριστικά: «Νομίζω ότι έχει λήξει και δεν πρέπει να επαναληφθεί». Αλλά ως προς τα όσα έζησε είναι απόλυτη και κατηγορηματική. Δεν κάνει αναθεώρηση: «Οχι, η πορεία ήταν τέτοια που δεν χωράει καμία αναθεώρηση. Αλλο θέμα είναι το αν έγιναν όλα σωστά και το αν έπρεπε να είχε αρχίσει ο Εμφύλιος». Τις ερωτήσεις τις έχει μέσα της, όπως και τις αμφισβητήσεις, αλλά αυτά είναι δικά της, προσωπικά της.
Σχετικά με τη νεολαία, έχει πολλά να πει. Της έκανε εντύπωση η ανταπόκριση των νέων στο συνέδριο του Παντείου Πανεπιστημίου στο Καρπενήσι. «Πολλά παιδιά, πολλοί νέοι επιστήμονες, έρχονταν και ρωτούσαν για όλα, για το ένα, για το άλλο. Ζητούσαν με συγκίνηση να μάθουν για την εποχή εκείνη, για τα γεγονότα». Και η ίδια τούς απαντούσε με τα βαριά συναισθήματα που φέρνει η ανάμνηση εκείνων των ημερών. «Αλλά» προσθέτει «δεν είναι πολλοί οι νέοι που ζητούν να μάθουν για την εποχή εκείνη, που θέλουν να μάθουν για τα γεγονότα. Μερικοί επιστήμονες, ηθοποιοί, ψάχνουν και ρωτούν».