Ο αρχιτέκτονας που αποκρυπτογράφησε τη γραμμική γραφή Β’


Τον Ιούνιο τού 1952, πριν από 50 ακριβώς χρόνια, ένας Αγγλος αρχιτέκτονας, ο Μάικλ Βέντρις (Michael Ventris), ηλικίας τότε 30 ετών, ανακοίνωσε δημόσια ότι μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει μιαν άγνωστη μέχρι τότε γραφή, την κρητομυκηναϊκή γραμμική γραφή τύπου Β’, στην οποία βρίσκονται γραμμένες πολλές πήλινες πινακίδες από την Κρήτη, τις Μυκήνες, την Πύλο κ.α. και, το κυριότερο, ότι η γλώσσα των πινακίδων αυτών είναι η Ελληνική. Η σπουδαιότητα τής ανακοίνωσης τού Βέντρις για την επιστήμη γενικότερα (που έλυνε, επιτέλους, το μυστήριο των πινακίδων τής γραμμικής γραφής Β’) αλλά ιδίως για τον ελληνικό πολιτισμό, που η γραπτή του παράδοση μεταφερόταν επτά περίπου αιώνες νωρίτερα (από τον 8ο αιώνα π.Χ. στον 15ο), ήταν ανυπολόγιστης σημασίας. Αλλαζαν άρδην τα δεδομένα τής ιστορίας μας, αφού αυτή εξαρτάται και προσδιορίζεται χρονικά κατά κύριο λόγο από τις γραπτές μαρτυρίες.


Ο Μ. Βέντρις (1922-1956) ήταν χαρισματικό πνεύμα. Μπορούσε να μαθαίνει εύκολα ξένες γλώσσες, είχε μια σπάνια συνδυαστική φαντασία, ήταν ικανός να ξεχωρίζει τις κανονικότητες μέσα στην ποικιλία και γενικά, όπως γράφει ο J. Chadwick, ο Μ. Βέντρις «είχε τη δύναμη να διακρίνει την τάξη μέσα στο φαινομενικό χάος, το χάρισμα δηλ. που χαρακτηρίζει το έργο όλων των μεγάλων ανδρών».


Δεκατεσσάρων χρονών παιδί ακόμη (το 1936), ακούγοντας τον μεγάλο Αγγλο αρχαιολόγο Σερ Αρθρουρ Εβανς να εξηγεί σε μια διάλεξη στο Βρετανικό Μουσείο τα μυστήρια των αναποκρυπτογράφητων γραφών τής Κρήτης, αυτών που ο ίδιος ο Εβανς ονόμασε «μινωικές γραφές», και τη σημασία τους για τη γνώση τού μινωικού αλλά και τού μυκηναϊκού κόσμου, ο μικρός Βέντρις αποφάσισε να λύσει το μυστήριο τής ανάγνωσης των μινωικών γραφών. Ετσι άρχισε να ασχολείται από νωρίς με το θέμα, διαβάζοντας ό,τι σχετικό υπήρχε. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ασχολήθηκε επίσης με το «σπάσιμο» μυστικών κωδίκων, γεγονός που όξυνε την ικανότητά του στη διερεύνηση τής λειτουργίας διαφόρων κωδικών συστημάτων. Με το θέμα τής αποκρυπτογράφησης τής γραμμικής γραφής Β’ συνέχισε να ασχολείται ερασιτεχνικά, η δε ενασχόλησή του αυτή εντάθηκε μετά την επαγγελματική του αποκατάσταση ως επιτυχημένου αρχιτέκτονα.


Ο Βέντρις χρησιμοποίησε αρχικά το περιορισμένο υλικό που είχε δημοσιεύσει ο Εβανς από την Κνωσό. Το υλικό τής έρευνάς του αυξήθηκε με τις πινακίδες γραμμικής γραφής Β’ από την Πύλο που βρήκε το 1939 ο Αμερικανός αρχαιολόγος Carl Blegen και που δημοσιεύτηκαν το 1951. Η μελέτη τού διευρυμένου υλικού ενίσχυσε την υπόθεση τού Βέντρις ότι η γλώσσα των πινακίδων τής γραμμικής γραφής Β’ είναι η Ελληνική αντίθετα προς την άποψη που είχε μέχρι τότε επιβάλει με το κύρος του ο Εβανς, ότι οι μινωικές γραφές (τόσο η γραμμική Α’ – που δεν έχει μέχρι σήμερα αποκρυπτογραφηθεί – όσο και η γραμμική Β’) περιείχαν μια μινωική, μη ελληνική γλώσσα, αφού ο Εβανς πίστευε στη δύναμη τού μινωικού κόσμου και στην κυριαρχία των Μινωιτών και στον χώρο τής ηπειρωτικής Ελλάδας (Μυκήνες κ.α.).


* Η γλώσσα των πινακίδων


Ο Βέντρις βοηθήθηκε αρχικά στην αποκρυπτογράφηση συγκρίνοντας τα γράμματα τής γραμμικής Β’ με υλικό από τις πινακίδες τής επίσης γραμμικής κυπριακής συλλαβικής γραφής («κυπριακό συλλαβάριο»). Τον βοήθησε ακόμη και το υλικό από τις έρευνες που είχαν πραγματοποιήσει άλλοι ερευνητές (Alice Kober, Emmett Bennett κ.ά.). Ετσι δοκίμασε δειλά και τελείως υποθετικά την ανάγνωση των πινακίδων τής γραμμικής Β’ με βάση την ελληνική γλώσσα. Ο Chadwick αναφέρει: «Ο Ventris ξεκίνησε να δοκιμάσει την υπόθεση ότι η γλώσσα ήταν ελληνική, χωρίς να προσδοκά ότι θα οδηγούσε πουθενά. Αλλά καθώς εφάρμοζε τις αξίες του σε περισσότερες και περισσότερες λέξεις, συνέχιζαν να εμφανίζονται ελληνικές λέξεις».


Ο Βέντρις δεν ήταν φιλόλογος και δεν μπορούσε να συνεχίσει την ανακάλυψή του χωρίς την επικουρία ενός κλασικού φιλολόγου που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να ταυτίσει τις αναγνώσεις του με αρχαιοελληνικές λέξεις και μάλιστα αρχαιότατες, ενίοτε και μη παραδεδομένες στη μετέπειτα Ελληνική. Αυτό επετεύχθη στο πρόσωπο τού Τζων Τσάντγουικ (John Chadwick), υφηγητή των κλασικών γραμμάτων στο Πανεπιστήμιο τού Καίμπριτζ. Μαζί επεξεργάστηκαν την επίσημη παρουσίαση τής αποκρυπτογράφησης τής γραμμικής γραφής Β’, σε άρθρο τους που δημοσιεύθηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Hellenic Studies» το 1953 με τίτλο «Μαρτυρίες για ελληνική διάλεκτο στα μυκηναϊκά αρχεία» (Evidence for Greek Dialect in Mycenaean Archives). Αντίγραφο τού άρθρου αυτού, προτού δημοσιευθεί, δόθηκε στον αρχαιολόγο Carl Blegen, ο οποίος μπόρεσε να διαβάσει την περίφημη «οιονεί δίγλωσση» πινακίδα τής Πύλου, την «πινακίδα των τριπόδων», εφαρμόζοντας τις αξίες των συλλαβογραμμάτων που είχαν επισημάνει οι Βέντρις – Τσάντγουικ. Αυτό έπεισε τους περισσότερους επιστήμονες να δεχθούν ότι η ανάγνωση ήταν ορθή και ότι έχρηζε περαιτέρω βελτιώσεων.


* Μία διάκριση που δεν ήρθε


Ως προς την υφή τής γραμμικής γραφής Β’, πρόκειται για «συλλαβογραφική γραφή», κάθε σημείο (γράμμα) δηλαδή δηλώνει συλλαβή και όχι μεμονωμένο φθόγγο. Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι ο αριθμός των συλλαβών σε μια γλώσσα είναι τεράστιος, καταλαβαίνει ότι μια συλλαβογραφική γραφή – για λόγους οικονομίας – χρησιμοποιεί έναν μικρό μόνο αριθμό συλλαβογραμμάτων (γύρω στα 90), για να δηλώσει όλες τις συλλαβές. Ετσι λ.χ. το συλλαβόγραμμα πε δηλώνει επίσης και το βε και το φε. Δηλώνει ακόμη τις μακρόφωνες συλλαβές: πη, βη, φη. Και δηλώνει και τις συλλαβές με ­ει και ­ηι: πει-πηι, βει-βηι, φει-φηι. Το ίδιο συλλαβόγραμμα δηλαδή έχει 12 δυνατές αναγνώσεις! Πρόκειται δηλαδή για ένα ατελές σύστημα γραφής, το οποίο οι Ελληνες αντικατέστησαν με μια καθαρώς αλφαβητική γραφή, το γνωστό και μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμενο ελληνικό αλφάβητο, το οποίο οι ίδιοι οι Ελληνες εδημιούργησαν, επινοήσαντες χωριστά γράμματα να δηλώνουν τα φωνήεντα και χωριστά γράμματα να δηλώνουν τα σύμφωνα.


Οπωσδήποτε, οφείλουμε στη μεγαλοφυΐα τού Βέντρις το γεγονός ότι η ιστορία τής ελληνικής γλώσσας δεν αρχίζει πλέον όπως γνωρίζαμε μέχρι το 1952 τον 8ο αιώνα με την αλφαβητική γραφή τής οινοχόης τού Διπύλου (ή, κατ’ άλλους, τού «ποτηρίου τού Νέστορος» που ανήκει στην ίδια περίοδο) αλλά από τα μέσα τού 15ου αιώνα με την ανάγνωση των πινακίδων τής γραμμικής γραφής Β’ (Κνωσός, Φαιστός, Πύλος, Μυκήνες, Θήβα).


Αλήθεια, υπάρχει κανένας δρόμος τής Ελλάδος που να φέρει το όνομα αυτού τού μεγάλου επιστημονικού ευεργέτη τού Ελληνισμού; Ας σημειωθεί ότι η Μ. Βρετανία ετίμησε εν ζωή τον Βέντρις με το παράσημο τής Βρετανικής Αυτοκρατορίας, το Πανεπιστήμιο τού Λονδίνου τον ανακήρυξε επίτιμο ερευνητή και το Πανεπιστήμιο τής Ουψάλα τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα, προφταίνοντας να τον τιμήσουν, προτού χαθεί πρόωρα από τη ζωή (το 1956) σε ηλικία 34 ετών.


Ο κ. Γιώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.