Τον Οκτώβριο του 1950, δηλαδή σχεδόν πριν από μισό αιώνα, αντιπροσωπεία των Κυπρίων περιερχόταν μεγάλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών και επιχειρούσε να διαθέσει την αμερικανική κοινή γνώμη ευνοϊκά όσον αφορά την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Την αντιπροσωπεία ­ πρεσβεία όπως την αποκαλούσαν οι Κύπριοι ­ αποτελούσαν γνωστές προσωπικότητες του ενωτικού αγώνα. Επικεφαλής πράγματι ήταν ο τότε Μητροπολίτης Κυρήνειας Κυπριανός, μέλη της οι Σάββας Λοϊζίδης και Νικόλαος Λανίτης, ενώ χρέη γραμματέα είχε αναλάβει ο Γεώργιος Ρωσσίδης.


Πώς όμως βρέθηκαν οι άνθρωποι αυτοί στις ΗΠΑ και επιπλέον πού στήριζαν την προσπάθειά τους; Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει κανείς να ανατρέξει σε γεγονότα της αρχής του χρόνου εκείνου στην Κύπρο και συγκεκριμένα στο δημοψήφισμα που είχε γίνει κατά τον Ιανουάριο.


Η Κύπρος, ως γνωστόν, είχε κατακτηθεί από τους Τούρκους το 1570. Λίγο μετά την έκρηξη του Α’ Παγκόσμιου πολέμου όμως η Βρετανία την προσάρτησε μονομερώς και η Κύπρος έγινε αποικία του βρετανικού στέμματος. Στο μεταξύ το ενωτικό αίτημα των Κυπρίων έπαιρνε διαστάσεις.


Τούτο φάνηκε στην εξέγερση του 1931, που άρχισε για λόγους φαινομενικώς άσχετους με τους εθνικούς πόθους του λαού, αλλά γρήγορα εξελίχθηκε σε δυναμική έκφραση της επιθυμίας για ένωση. Τελικά η καταστολή της εξέγερσης είχε αποτέλεσμα την επιβολή αυταρχικού καθεστώτος στο νησί.


Η σύμπραξη της Ελλάδας με τη Βρετανία στον πόλεμο κατά των Δυνάμεων του Αξονα αφενός και η αθρόα κατάταξη Κυπρίων στα βρετανικά στρατεύματα αφετέρου δημιούργησαν ελπίδες ότι το Κυπριακό θα ήταν δυνατό να λυθεί σύμφωνα με τους πόθους του λαού ­ αλλά και την ειλικρινή συναίνεση της βρετανικής πλευράς, ώστε να μη διαταράσσονταν οι σχέσεις της τελευταίας με την Ελλάδα. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε: Μέσα στον πόλεμο μάλιστα, και το 1941 μα και το 1942, επίσημοι ελληνικοί παράγοντες επιχείρησαν να εκμαιεύσουν «υποθήκη» ή, έστω, υπόσχεση του Λονδίνου σχετικά με την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι προσπάθειες αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς…


Αλλά βέβαια μετά το τέλος της παγκόσμιας σύρραξης η ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στο ελληνικό κράτος εμμέσως δημιούργησε νέες ελπίδες· παράλληλα οι Κύπριοι άρχισαν να συνειδητοποιούν πως ό,τι είχαν να κάνουν θα το έκαναν μόνοι τους κατά βάση. Τον Οκτώβριο του 1948 το ενωτικό αίτημα θεαματικά προβλήθηκε στη διάρκεια μεγάλου συλλαλητηρίου στη Λευκωσία, ενώ τον επόμενο χρόνο, στις 12 Δεκεμβρίου 1949 συγκεκριμένα, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β’ έστειλε επιστολή στον βρετανό κυβερνήτη του νησιού, με την οποία τον καλούσε να προχωρήσει σε δημοψήφισμα. Στην απάντηση του κυβερνήτη τονιζόταν ότι το Κυπριακό παρέμενε κλειστό και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να γίνει δημοψήφισμα. Ετσι αυτό το έκανε η Εκκλησία της Κύπρου.


Το δημοψήφισμα ήταν να κρατήσει από τις 15 ως τις 22 Ιανουαρίου 1950. Από την πρώτη ημέρα όμως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε «εκφραστεί». Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το 96% των Ελλήνων του νησιού, που τότε περίπου ήταν λίγο παραπάνω από το 80% του συνολικού πληθυσμού, ήθελε την ένωση. Με σκοπό την ευρύτερη γνωστοποίηση του εθνικού πόθου των Κυπρίων, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου αποφάσισε τη συγκρότηση αντιπροσωπείας που θα επισκεπτόταν την Αθήνα, το Λονδίνο και τις ΗΠΑ. Μελανό σημείο στην όλη εξέλιξη υπήρξε η απόφαση του Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζομένου Λαού (ΑΚΕΛ), διαδόχου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου, το οποίο τότε συνέπραττε στην ενωτική προσπάθεια, να στείλει άλλη αντιπροσωπεία, δική του, στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Εκδηλωνόταν δηλαδή μορφή διχασμού που δεν θα ήταν χωρίς συνέπειες.


Η υπό τον Μητροπολίτη Κυρήνειας αντιπροσωπεία ήρθε πρώτα στην Αθήνα, όπου έγινε θερμά δεκτή από τη Βουλή και την κοινή γνώμη μα και το στέμμα αλλά επιφυλακτικά από την κυβέρνηση. Στη συνέχεια πήγε στο Λονδίνο· εκεί η ψυχρότητα ήταν έκδηλη ­ σχεδόν θανατερή. Ολοι όμως καταλάβαιναν ότι κύριο πεδίο αναμέτρησης ήδη γινόταν η Αμερική.


Το γιατί οι ΗΠΑ δέχτηκαν να υιοθετήσουν την αρνητική στάση της βρετανικής πλευράς όσον αφορά την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα είναι γνωστό σε γενικές γραμμές αλλά όχι πλήρως. Ο,τι όμως έχει ιδιαίτερη σημασία είναι κάτι άλλο. Μπροστά πράγματι στο ενδεχόμενο έγερσης του Κυπριακού στον ΟΗΕ, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ βολιδοσκόπησε τα κράτη-μέλη του διεθνούς οργανισμού, τα οποία θεωρητικώς θα ήταν δυνατόν να δουν με συμπάθεια το αίτημα των Κυπρίων, για να διαπιστώσει αν κάποιο από αυτά ήταν διατεθειμένο να εγγράψει θέμα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης. (Η Κύπρος δεν μπορούσε να το κάνει, επειδή δεν ήταν ανεξάρτητη, ενώ η Ελλάδα τότε δεν ήθελε να το κάνει.) Από το καλοκαίρι του 1950 πάντως ήταν σαφές ότι καμία χώρα δεν ήταν πρόθυμη να επωμιστεί τη διεθνή προβολή του ενωτικού αιτήματος. Ιδιαίτερη σημασία όμως είχε η απάντηση από το Τελ Αβίβ: Το Ισραήλ δεν είχε λόγους να υποστηρίξει το ενωτικό αίτημα των Κυπρίων. Αν όμως το αίτημα αυτό, «με κάποιο απροσδόκητο χειρισμό των δεδομένων γεγονότων», μεταβαλλόταν σε αίτημα ανεξαρτησίας του νησιού, τότε θα άλλαζε και η στάση του Ισραήλ ­ δηλαδή, με διαφορετική διατύπωση, θα γινόταν φιλική.


Πώς ήξεραν τότε στο Τελ Αβίβ ότι υπήρχε αμυδρή έστω πιθανότητα το ενωτικό αίτημα να μετατραπεί σε προοπτική ανεξαρτησίας; Απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι ακόμη δυνατόν να δοθεί. Ενα πάντως μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο: Καθώς η υπό τον Μητροπολίτη Κυρήνειας πρεσβεία της Κύπρου προσπαθούσε να διαφωτίσει την αμερικανική κοινή γνώμη, οι ­ όπως θα μπορούσε να πει κανείς ­ «βαθύτερες δυνάμεις» είχαν κιόλας αρχίσει να πλέκουν τον βρόχο με τον οποίο θα πνιγόταν το όλο θέμα.


Ο κ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.