«Ισως κάποιοι άνθρωποι σας πουν πως ο κόσμος που ζούμε βρίσκεται τώρα σε μια φάση σύγκλισης, πως το κάθε μέρος αρχίζει να μοιάζει με οποιοδήποτε άλλο, πως η διαφορά χάνει έδαφος έναντι μιας παγκόσμιας ομοιότητας. Αυτή τη στιγμή, η ιδέα μοιάζει και αλήθεια και ψέμα» λέει ο ήρωας του μυθιστορήματος του Μάλκολμ Μπράντμπερι «Τιμές Συναλλάγματος» όταν το αεροπλάνο του προσγειώνεται στη Σλάκα, μια φανταστική χώρα της Ανατολικής Ευρώπης. Σαν ήρωας του Μπράντμπερι αισθάνεται κανείς όταν επισκέπτεται τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Εκ πρώτης όψεως, το Τείχος του Βερολίνου έχει πέσει, MacDonald’s ξεπηδούν σε κάθε γωνία, τεράστιες διαφημίσεις κυριαρχούν στους δρόμους, οι νέοι ακούνε αμερικάνικη ραπ. Ενα φάντασμα όμως πλανάται πάνω από την Ανατολική Ευρώπη και φέρει το όνομα ostalgie. Ο νεολογισμός είναι συνδυασμός της γερμανικής λέξης «Ανατολή» (Ost) και της νοσταλγίας και αναφέρεται στην έκρηξη της μνήμης του κομμουνισμού σε πολλές ανατολικές χώρες, με κυρίαρχη την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Στο γερμανικό τηλεοπτικό κανάλι RTL, μια εκπομπή με τίτλο «Die DDR Show» παρουσιάζει την πρώην πρωταθλήτρια Καταρίνα Βιτ να αναπολεί τις «παλιές, καλές μέρες του κομμουνισμού». Στην ταινία του Βόλφγκανγκ Μπέκερ «Αντίο Λένιν», ο νεαρός Αλεξ κατασκευάζει για τη μητέρα του ένα είδος κομμουνιστικής ουτοπίας γεμάτης από μουσικές, τραγούδια, ήρεμη ζωή και πίστη σε ένα συλλογικό ιδανικό. Στην Πράγα και στη Μόσχα, καταστήματα πουλάνε τσιγάρα, ποτά, ηλεκτρικές συσκευές της κομμουνιστικής περιόδου για συλλέκτες και όχι μόνο. «Ημασταν καλύτερα όταν ήμασταν άσχημα» λένε πολλοί στα Τίρανα.
* Το εμπόριο της μνήμης
Μα τι συμβαίνει επί τέλους; Πόσο θα επηρεάσει η νοσταλγία τις πολιτικές κληρονομιές του κομμουνισμού; Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αναθεώρηση της εμπειρίας του μεταπολεμικού κόσμου; Και πώς είναι δυνατόν; Οι αντιδράσεις έρχονται σαν ορμητικά κύματα. Ο Μπέκερ δέχθηκε σφοδρή κριτική για την ταινία «Αντίο Λένιν» στη Γερμανία. Μήπως ξέχασε τη Στάζι; Μήπως ξέχασε τον γραφειοκρατικό κομμουνισμό, τους διαφωνούντες, τη βία; Και τι είναι αυτές οι τηλεοπτικές εκπομπές αν όχι μια απόπειρα να νοσταλγήσει κανείς τον υπαρκτό σοσιαλισμό φορώντας ροζ γυαλιά και εξωραΐζοντας μια σκληρή πραγματικότητα. Στο κάτω κάτω, λένε μερικοί Δυτικογερμανοί κάνοντας ευθείες αναγωγές, κανείς δεν τολμά να μιλήσει έτσι για τη ναζιστική περίοδο. Από την άλλη πλευρά, εμφανίζονται οι «αισιόδοξοι» – αλλά και οι κυνικοί. Μην ανησυχείτε, ισχυρίζονται, ο καπιταλισμός εμπορευματοποιεί τα πάντα – ακόμη και τις μνήμες. Είναι ένα περαστικό φαινόμενο, μια μόδα. Είναι μια εμπορευματοποιημένη, εξιδανικευμένη εκδοχή του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αγοράζει κανείς κονκάρδες με τον Λένιν, όπως αγοράζει δίσκους βινυλίου του Ελβις Πρίσλεϊ.
H «κόκκινη νοσταλγία» στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ και οι πολιτισμικές πρακτικές που την περιβάλλουν είναι μια πολύ πιο σύνθετη κατάσταση. Στο βιβλίο της «The Future of Nostalgia» (2001), η ρωσικής καταγωγής Svetlana Boym αποπειράται την ανατομία αυτού του φαινομένου. Κατ’ αρχάς η νοσταλγία δεν συνδέεται εξ ολοκλήρου με το παρελθόν αλλά και με το μέλλον, ισχυρίζεται η συγγραφέας αναφερόμενη σε αυτό που αποκαλεί «αναστοχαστική νοσταλγία» (reflective nostalgia). Δεν κατοικούμε το παρελθόν μας μέσα από τις νοσταλγικές μνήμες αλλά προσπαθούμε να ξαναχτίσουμε τον κόσμο γύρω μας διαχειριζόμενοι τραύματα, αβεβαιότητες, την αίσθηση της απώλειας.
Εδώ και πολύ καιρό η αίσθηση της απώλειας κυριαρχεί στις κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης. Αποτυπώνεται σε μια αγωνιώδη προσπάθεια «επανεγκατάστασης» σε πόλεις που αλλάζουν ονόματα, όπως συνέβη με την Πετρούπολη (πάλαι ποτέ Λένινγκραντ) ή έχουν μετατραπεί σε «πεδία μάχης της μνήμης», όπως το Βερολίνο μετά την πτώση του Τείχους. Νόστος και άλγος είναι συνδεδεμένα για τη συγγραφέα με τις «πολιτικές του χώρου», τόσο με την κυριολεκτική όσο και με τη μεταφορική έννοια του όρου. H νοσταλγία εκρήγνυται μέσα σε κοινωνίες που απώλεσαν ξαφνικά τον ίδιο τους τον περιβάλλοντα χώρο, αλλά και μεταστεγάστηκαν συλλήβδην και βίαια από τον όρο «σοβιετικό μπλοκ» στον όρο «πρώην σοβιετικό μπλοκ» μέσα στην κλυδωνιζόμενη πολιτική γεωγραφία της παγκοσμιοποίησης. Αν και η εικόνα τους παρέμεινε εξίσου σχηματοποιημένη στη δυτική φαντασία, η πραγματικότητά τους μεταβλήθηκε ριζικά. Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν υπάρχει. Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχει. Στη θέση της Σοβιετικής Ενωσης αναδύθηκαν νέα πολιτικά σχήματα. Πόλεις άλλαξαν όνομα, πατρίδες χάθηκαν και άλλες σχηματίστηκαν στη θέση των παλιών. Και η περίφημη «Κεντρική Ευρώπη» χαρτογραφήθηκε ως μεταιχμιακός χώρος που υπονομεύει τη δυαδική αντίθεση ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. H νοσταλγία έχει πολλά χρώματα, μας λέει η Boym. Ενα από αυτά είναι κόκκινο αλλά όλα μαζί συνθέτουν τον καμβά μιας επανεγκατάστασης στο χώρο – πραγματικό και φαντασιακό μαζί.
* H «ψυχρή ειρήνη»
Δεν είναι όμως μόνο η ανάγκη να ξανακατοικηθεί ο κόσμος που τροφοδοτεί την κόκκινη αλλά και τις άλλες νοσταλγίες στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Είναι και ο χρόνος που μοιάζει μετέωρος μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ολόκληρες κοινωνίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με την περίφημη «διαδικασία μετάβασης» στο τέλος της οποίας θα συναντούσαν την ελεύθερη αγορά και τη δημοκρατία. Σε αυτό το τελεολογικό σχήμα που ήλθε να υποκαταστήσει τις παλιές τελεολογίες του υπαρκτού σοσιαλισμού, η μετάβαση ήταν μια παροδική κατάσταση. Περισσότερο από 15 χρόνια μετά, η «μετάβαση» έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά μονιμότητας, μια γενιά μεγάλωσε μέσα της ενώ έχει τροφοδοτήσει ένα ολόκληρο πεδίο σκέψης το οποίο ο ρωσολόγος Stephen Cohen χαρακτήρισε κάπως ειρωνικά «μεταβασιολογία» (transitionology).
Τι σημαίνει όμως το να ζεις μονίμως σε «διαδικασία μετάβασης»; Σημαίνει πως ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται σταθερά. Σημαίνει ακόμη πως το μέλλον απομακρύνεται, και η προσφυγή στο παρελθόν – σ’ ένα παρελθόν ασφάλειας και ηρεμίας – είναι παραμυθητική. Σημαίνει ακόμη ότι σταδιακά περιορίζονται οι βεβαιότητες γύρω από τις τελεολογίες της μετάβασης. Ηδη από τις αρχές του 1990, κάποιες εξελίξεις ήταν ανησυχητικές. H αμερικανίδα ανθρωπολόγος Katherine Verdery εξέθεσε στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο της «What was Socialism and what comes next?» (1996) τη διαπίστωση ότι η μετακομμουνιστική Ρουμανία αλλά και άλλες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ παρουσίαζαν χαρακτηριστικά ανάλογα με αυτά της φεουδαρχίας. Ο κατακερματισμός της κυριαρχίας, η ιδιωτικοποίηση της εξουσίας και ο πραγματικός και συμβολικός ρόλος που αποδιδόταν στην έννοια «μαφία» σε ορισμένες κοινωνίες παρέπεμπαν, κατά την ανθρωπολόγο, σε φεουδαρχικές δομές ενώ η δημοκρατία λειτουργούσε μόνο στο επίπεδο της πολιτικής ρητορικής.
Στην Ανατολική Ευρώπη λένε συχνά ότι τον «ψυχρό πόλεμο» διαδέχθηκε η «ψυχρή ειρήνη». Με την πτώση του Τείχους οι δρόμοι άνοιξαν αλλά για τους Δυτικούς, οι «Ανατολικοί» παρέμειναν ξένοι ή έγιναν γνωστοί κυρίως ως οικονομικοί μετανάστες. H πικρία και η ανασφάλεια τροφοδοτούν την κόκκινη νοσταλγία. Οπως παρατήρησε ο Αλεξ στην ταινία «Αντίο Λένιν», «δεν παρουσίασα τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας όπως ήταν αλλά όπως θα θέλαμε να ήταν».
H κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.