«Καιρός να φτιάξουμε τους Ελληνες;»

«Καιρός να φτιάξουμε τους Ελληνες;» * Νομίζω ότι ένας από τους λόγους που δεν διατυπώθηκε η φράση «έγινε η Ελλάδα, καιρός να κάνουμε τους Ελληνες» ήταν η εξαιρετική επιτυχία της διαδικασίας δημιουργίας και εμπέδωσης εθνικής ιδεολογίας, η πυκνότητα των νοημάτων της και η μεγάλη διεισδυτικότητά της στις μάζες A. ΛΙΑΚΟΣ «H Ελλάς εν τη ακμή της προόδου και του μεγαλίον της» από το σατυρικό περιοδικό

Γράφοντας για το υπό συζήτηση βιβλίο του N. Σβορώνου ο κριτικός λογοτεχνίας κ. Δημοσθένης Κούρτοβικ προσκόμισε στη συζήτηση τη φράση «Φτιάξαμε την Ιταλία, τώρα πρέπει να φτιάξουμε τους Ιταλούς» και αναρωτήθηκε αν μια παρόμοια φράση θα είχε νόημα στην Ελλάδα την επαύριον της δημιουργίας του ελληνικού κράτους («Τα Νέα», 26/3). Θα μπορούσε, δηλαδή, να ειπωθεί «Φτιάξαμε την Ελλάδα, καιρός να φτιάξουμε τους Ελληνες»; H σύγκριση με την Ιταλία παρουσιάζει ενδιαφέρον επειδή και οι δύο χώρες χειρίζονται διαφορετικά και πολύσημα μεσογειακά παρελθόντα όπως η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και ο χριστιανικός Μεσαίωνας. Αν και τη φράση αυτή δεν την είπε ο Καβούρ αλλά ο Μάσιμο ντ’ Αζέλιο και, αν και δεν την έγραψε ακριβώς έτσι, ωστόσο έγινε ένας ισχυρός τόπος της ιταλικής πολιτικής ιδεολογίας δηλώνοντας τον ρόλο του κράτους στη δημιουργία έθνους. Απετέλεσε μάλιστα αφετηρία ερωτημάτων για πολιτικούς στοχαστές και ιστορικούς. H έννοια της ανολοκλήρωτης επανάστασης που διατύπωσε ο Αντόνιο Γκράμσι για το Risorgimento, η ενασχόληση με το ζήτημα του Νότου που δίχαζε τη χώρα, η έννοια των δύο Ιταλιών, μιας επίσημης και εξιδανικευμένης που δεν αντιστοιχούσε στην πραγματική βαθιά χώρα, αποτελούσαν διαφορετικές διατυπώσεις αυτής της αντίληψης για το αν και πότε ολοκληρώθηκε η μεταμόρφωση της Ιταλίας σε σύγχρονο έθνος.


* Η μεταμόρφωση της Ιταλίας


Σημαίνει αυτή η φράση ότι δεν υπήρχαν πριν από την ιταλική ενοποίηση Ιταλοί; Ενδεχομένως θα ρωτούσε κάποιος, αφού δεν υπήρχαν Ιταλοί, ποιος δημιούργησε την ιταλική ενοποίηση; Αν και πριν από την ενοποίηση οι ισχυρές ταυτότητες ήταν περιφερειακές (Γενοβέζοι, Πιεμοντέζοι, Βενετοί, Τοσκανοί, Λομβαρδοί, Ναπολιτάνοι, Ρομανιόλοι, Σικελοί κ.ά.), δεν είναι λίγες ούτε ευκαταφρόνητες οι μαρτυρίες για Ιταλούς ήδη από τον Μεσαίωνα. Υπήρχαν μάλιστα πολιτικοί ηγέτες και διανοούμενοι οι οποίοι είχαν υποστηρίξει την οργάνωση ενός μεγάλου ιταλικού κράτους, με τον έναν τρόπο ή με τον άλλον. Και αυτοί πλήθυναν μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Τότε γιατί να λέει ο Ντ’ Αζέλιο ότι αφού δημιούργησαν την Ιταλία θα έπρεπε να φτιάξουν και Ιταλούς; Γιατί γνώριζε ότι το έθνος δεν είναι υπόθεση της ταυτότητας των ελίτ αλλά υπόθεση των μαζών. Οτι δεν είναι υπόθεση μιας ταυτότητας ανάμεσα σε άλλες αλλά υπερίσχυσης της εθνικής ταυτότητας πάνω στις άλλες. Και ο ίδιος, καθώς και ο Καβούρ, γνώριζε ότι για να δημιουργηθεί έθνος χρειαζόταν ενιαίο νόμισμα και στρατό, αναδιοργάνωση της οικονομίας και της διοίκησης σε εθνικό επίπεδο, σιδηρόδρομοι, εφημερίδες, σχολεία με ενιαίο πρόγραμμα, αλλά επίσης και τροφοδότηση του φαντασιακού με εικόνες, σύμβολα, αισθήματα. Τα τελευταία χρόνια γράφηκαν εξαιρετικές μελέτες για αυτή τη διαδικασία εθνοποίησης της Ιταλίας, οι οποίες αξιοποιούν τον σύγχρονο θεωρητικό προβληματισμό περί έθνους (Sylvio Lanaro Εθνος και εργασία, 1979, Bruno Tobbia Μια πατρίδα για τους Ιταλούς, 1991, S. Soldani και G. Touri Φτιάχνοντας τους Ιταλούς, 1993, Alberto Banti Το έθνος του Ριζορτζιμέντο, 2000 κ.ά.). Ωστόσο η δημόσια συζήτηση κινήθηκε προς τους αντίποδες αυτής της διαπίστωσης επιβεβαιώνοντας την αυθεντική μορφή της διαπίστωσης του Ντ’ Αζέλιο «παρ’ όλο που έγινε η Ιταλία, δεν έγιναν οι Ιταλοί».


* H ίδρυση του ελληνικού κράτους


Ας εξετάσουμε όμως αν θα μπορούσε να ισχύει στα καθ’ ημάς η φράση «Φτιάξαμε την Ελλάδα, καιρός να φτιάξουμε τους Ελληνες». Οπως και στην περίπτωση της Ιταλίας, αναφορές στο εθνικό όνομα υπήρχαν και εδώ, και είχε δίκιο ο Σβορώνος ότι αυτές προέρχονται ήδη από την εποχή μετά το 1204. Αλλά πρόκειται για αναφορές οι οποίες προέρχονται και αναφέρονται σε μια περιορισμένη ελίτ η οποία διάβαζε τον γύρω της κόσμο μέσω της κειμενικής παράδοσης που είχε κωδικοποιήσει η ύστερη αρχαιότητα. Τα εθνικά ονόματα είχαν σημασία, και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, αν προέρχονταν από την παράδοση αυτή. Αν δεν αντιστοιχούσαν στον νοητικό κόσμο αυτών των ελίτ, επομένως αν δεν ήταν μεταφράσιμες, οι εθνικές ιδιότητες ήταν αφανείς. Κατά συνέπεια τις αναφορές των πηγών πρέπει να τις διαβάζει κανείς γνωρίζοντας πώς σκεπτόταν η εποχή που τις παρήγαγε.


Εδώ είναι που ο ιστορικός χρειάζεται τον Gellner για τη θεωρία της μετάβασης από την προ-εθνική εποχή, όπου οι ελίτ ανήκαν σε κοσμοπολιτικά περιβάλλοντα κουλτούρας διαφορετικά από εκείνα των υποτελών τάξεων, σε μια εποχή εθνική, όπου κυρίαρχοι και υποτελείς μοιράζονταν την ίδια γλώσσα, την ίδια λίγο-πολύ κουλτούρα και το ίδιο φαντασιακό. H Ελληνική Επανάσταση ήταν ένας παρόμοιος μηχανισμός μαζικής εθνοποίησης. Οι άνθρωποι μπαίνοντας σ’ αυτήν, θέλοντας μη θέλοντας, ή για χίλιους δυο λόγους, έβγαιναν πατριώτες. Αλλά και μετά την Επανάσταση τι είδους έθνος θα μπορούσε να φτιαχτεί όταν, ακόμη και η πρωτεύουσά του, η Αθήνα, περιβαλλόταν από μια αλλόγλωσση Αττική;


Θα εθελοτυφλούσαμε αν δεν βλέπαμε την πολιτική από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως και τα μεταπολεμικά χρόνια ως μια πολιτική εθνοποίησης των μαζών που διαδοχικά συμπεριελήφθησαν στα όρια του ελληνικού κράτους, φερμένες από τις τέσσερις γωνιές της Ανατολικής Μεσογείου, από τα Ιόνια ως τον Εύξεινο. Περιοχές, δηλαδή, με πολύ μεγαλύτερη απόκλιση από ό,τι οι ιταλικές περιφέρειες. Πώς το έθνος του ’21, ένα βαλκανικό έθνος ποιμένων, αγροτών και ψαράδων, χωρίς καθολική ελληνοφωνία και με ελάχιστο αλφαβητισμό, αλλά με μια διεθνή δικτύωση εμπόρων και λογίων, μερικοί από τους οποίους δεν είχαν καν τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα, κατόρθωσε ταχύτατα να εγκολπωθεί τις κληρονομιές της αρχαιότητας και να εξελληνιστεί; Θα αδικούσαμε την ιστορία μας αν δεν επισημαίναμε πώς άλλαξαν η γλώσσα, η παιδεία, η κουλτούρα, οι τρόποι αυτού του λαού, τα τοπωνύμια και τα ονόματά του. Τον εξαρχαϊσμό, τον οποίο κάποτε αντιμετωπίζαμε μέσα από τις διόπτρες του δημοτικισμού, θα πρέπει να τον δούμε με νέα ματιά. Ο λαός που ζούσε ανάμεσα στα ερείπια της αρχαιότητας, υποτιμημένος συχνά από τους ξένους περιηγητές, μεταμορφώθηκε σε κληρονόμους της Αρχαιότητας, και μάλιστα με διεκδίκηση αποκλειστικότητας. H «Αρχαιότητα», η «Ιστορία», ο «Ελληνισμός» έγιναν η κοινή γλώσσα με την Ευρώπη και το φαντασιακό κεφάλαιο διεκδίκησης διάκρισης στη σύγχρονη ιεραρχία των εθνών.


* Η εθνική ιδεολογία


Εκείνο που μου φαίνεται ως το πιο ενδιαφέρον πρόβλημα δεν είναι αν ισχύει η φράση «Φτιάξαμε την Ιταλία, καιρός να φτιάξουμε και Ιταλούς» για την Ελλάδα αλλά γιατί ποτέ δεν μπήκε ένα παρόμοιο ερώτημα. Γιατί, δηλαδή, κανένας δεν είπε «έγινε η Ελλάδα, καιρός να κάνουμε τους Ελληνες», παρά το γεγονός ότι αυτό ακριβώς συνέβη; Γιατί αυτό δεν έγινε ένας τόπος στην ελληνική ιδεολογία; Νομίζω ότι ένας από τους λόγους που δεν διατυπώθηκε η φράση αυτή ήταν η εξαιρετική επιτυχία της διαδικασίας δημιουργίας και εμπέδωσης εθνικής ιδεολογίας, η πυκνότητα των νοημάτων της και η μεγάλη διεισδυτικότητά της στις μάζες. Οι αιτίες δείχνουν την κεντρική θέση ενός συγκεντρωτικού κράτους αλλά μπορούμε να τις εξετάσουμε άλλη φορά. Εκείνο που πρέπει να ειπωθεί εδώ είναι ότι αυτή η διαδικασία δεν περιορίστηκε μόνο στις ηγεμονικές πολιτικές δυνάμεις αλλά αγκάλιασε και την Αριστερά, η οποία συνέβαλε σ’ αυτήν προσκομίζοντας αντιλήψεις, εικόνες και συναισθήματα. Ο ίδιος ο Σβορώνος μίλησε για την αντιστασιακή φύση του Ελληνισμού ως ένα διαρκές χαρακτηριστικό. H σημερινή εθνική ιδεολογία αποτελεί αυτή τη σύνθεση και το βιβλίο για το οποίο συζητάμε με την εκδοτική επιτυχία του επικυρώνει αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση σύγκλισης και αριστερού εμπλουτισμού του εθνικού αφηγήματος. Ταυτόχρονα όμως είναι αυτή η ίδια η πυκνότητα και η αποτελεσματικότητα της εθνικής ιδεολογίας που δημιουργεί δυσανεξία απέναντι στα νοητικά εργαλεία ανάλυσής της, σε συγκριτικές προσεγγίσεις και θεωρητικές προτάσεις.


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.