«Ας σκάψουμε στα υπόγεια των… μουσείων»
Στην αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ο επισκέπτης θαυμάζει τη Φρασίκλεια, ένα μοναδικό γλυπτό Κόρης που σώζει ακόμη τα χρώματά του αλλά και το όνομα του γλύπτη. Είναι ένα εξαιρετικό έργο αποκλεισμένο από την έρευνα ή τη φωτογράφηση, που βρέθηκε στη Μερέντα της Αττικής πριν από 40 χρόνια. Στον Φενεό της ορεινής Κορινθίας βρέθηκε την ίδια εποχή ένα λατρευτικό σύνταγμα Ασκληπιού και Υγείας με την υπογραφή του γλύπτη Αττάλου του Αθηναίου, του 2ου π.Χ. αιώνα. Το γλυπτό ήταν ακρόλιθο, δηλαδή είχε κεφάλια και άκρα – πόδια και άκρα – χέρια μαρμάρινα και το υπόλοιπο ήταν ξύλινο. Είναι ένα σπανιότατο υπογεγραμμένο γλυπτό εξαιρετικής σημασίας που δεν μπορεί κανείς ούτε να μελετήσει αλλά ούτε και να δει. Πίσω πάλι στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ερυθρόμορφα αγγεία από τις παλιές ανασκαφές της Ακρόπολης περιμένουν στοιβαγμένα και απρόσιτα στην έρευνα, παρ’ ότι όλοι λένε πως είναι αριστουργήματα.
Με τα έργα του μετρό τα αρχαία συσσωρεύονται στις αποθήκες των μουσείων. Τα μουσεία λένε ότι δεν έχουν αρχαιολόγους να τα μελετήσουν. Οι αρχαιολόγοι λένε ότι δεν έχουν χρόνο να τα μελετήσουν. Και οι φοιτητές ότι δεν έχουν υλικό να μελετήσουν. Τι γίνεται τέλος πάντων με την αρχαιολογία στο γύρισμα του αιώνα;
Στο τέλος της χρονιάς που πέρασε ο John Boardman βρέθηκε για λίγες ημέρες στην Αθήνα. Είναι επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόσφατα ανακηρύχθηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Στην Αθήνα παλιοί φίλοι και μαθητές του, του αφιέρωσαν έναν τόμο με δοκίμια για την αρχαία ελληνική τέχνη. Εχει τίτλο «Greek Offerings – Essays on Greek Art in honour of John Boardman», έχει γραφτεί στα αγγλικά με επιμέλεια της καθηγήτριας της Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρίας Ολγας Παλαγγιά και συμμετέχουν διακεκριμένοι έλληνες αρχαιολόγοι, όπως οι Αγγελος Δεληβορριάς, Σπύρος Ιακωβίδης, Βάσος Καραγιώργης, Μανόλης Κορρές, Νότα Κούρου, Αννα Λαιμού, Μαρία Πιπιλή, Γιάννης Σακελλαράκης, Εφη Σακελλαράκη και Μιχάλης Τιβέριος.
Κλασικός αρχαιολόγος και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ο Sir John Boardman θεωρείται ο σπουδαιότερος βρετανός αρχαιολόγος της εποχής μας. Εχει αφιερώσει τη ζωή του στη μελέτη της ελληνικής αρχαιολογίας και διατηρεί με την Ελλάδα στενούς δεσμούς από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 όταν ήρθε στην Αθήνα ως υποδιευθυντής της Βρετανικής Σχολής. Αν και κατ’ αρχήν κλασικός αρχαιολόγος, έχει ασχοληθεί με τη μινωική και τη μυκηναϊκή αρχαιολογία, με την αρχαιολογία των λεγόμενων σκοτεινών χρόνων, με τη σφραγιδογλυφία, τα κοσμήματα, την αγγειογραφία, τη γλυπτική. Θεωρείται χαρισματικός πανεπιστημιακός δάσκαλος, ενώ με τα βιβλία του νέοι ορίζοντες ανοίχτηκαν σε ένα αρχαιόφιλο και όχι αναγκαστικά αρχαιολογικό κοινό. Χρόνια τώρα τα βιβλία του θεωρούνται εγχειρίδια αρχαιολογίας, τα πλέον έγκυρα και ταυτόχρονα ελκυστικά βιβλία για την ελληνική αρχαιότητα και την αρχαία ελληνική τέχνη.
Ποιος άλλος λοιπόν θα μπορούσε καλύτερα από τον κ. Boardman να μας μιλήσει για την αρχαιολογία σήμερα; Μπορεί να συνεχίσει πάνω σε ένα δρόμο που χαράχθηκε πριν από περισσότερο από έναν αιώνα κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες; Ο John Boardman θα μπει στο θέμα του προτού καλά καλά τελειώσει η ερώτηση. Θα μιλήσει για τους αρχαιολόγους και τις υποχρεώσεις τους, για το βιβλίο της ιστορίας που οι σελίδες του καίγονται με κάθε ανασκαφή, για την αντεστραμμένη πυραμίδα, για την απληστία και για τον φορολογούμενο. Λέει:
Η ανάποδη πυραμίδα
«Ας πάρουμε την ιστορία της αρχαιολογίας από την αρχή της, με το μοντέλο που επικράτησε (ανασκαφή, συντήρηση, έρευνα – δημοσίευση, μουσείο). Αυτό που πιστεύω ότι συμβαίνει είναι πως το πρώτο μέρος και συγκεκριμένα η ανασκαφή προχωρεί πολύ πιο γρήγορα σήμερα από ό,τι η κατάληξη της διαδικασίας που είναι η δημοσίευση και η έκθεση στο μουσείο. Μιλάω για το τι γίνεται παγκοσμίως και ισχύει επίσης και για την Ελλάδα. Αυτή λοιπόν τη διαδικασία τη βλέπω σαν μια αντεστραμμένη πυραμίδα, όπου αντί να έχουμε στην κορυφή το απαύγασμα της πληροφόρησης που θα διαδοθεί και θα γίνει κτήμα όλων, τώρα έχουμε μια τεράστια συγκέντρωση στοιχείων τα οποία για κάποιο λόγο στη συνέχεια δεν υφίστανται αρκετή επεξεργασία, και ίσως δεν υφίστανται καμία επεξεργασία. Ετσι πάρα πολύ υλικό παραμερίζεται. Ο ανασκαφέας πεθαίνει ή χάνει το ενδιαφέρον του ή σκάβει κάτι άλλο και τελικά από όλη την υπόθεση επιλέγονται μερικά αντικείμενα, συνήθως τα ωραιότερα, τα οποία εκτίθενται, χωρίς να υπάρχει δημοσίευση. Τα υπόλοιπα στοιβάζονται στα υπόγεια των μουσείων που είναι γεμάτα με υλικό που ποτέ δεν μελετήθηκε, ποτέ δεν δημοσιεύθηκε. Είναι φανερό ότι εδώ ακολουθήθηκε λάθος δρόμος. Και είναι μια κατάσταση που με τον χρόνο χειροτερεύει.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι προφανής. Το κίνητρο είναι η απληστία. Θέλουμε όλο και περισσότερα ευρήματα, όλο και περισσότερες πληροφορίες και ζητούμε όλο και περισσότερη αναγνώριση για τα νέα πράγματα που βρίσκουμε. Από καιρό έχω την αίσθηση ότι όλοι σκάβουμε πολύ περισσότερο από ό,τι χρειάζεται. Καιη απληστία είναι ένα κίνητρο όχι ιδιαίτερα ευγενές. Βέβαια υπάρχει και η επιθυμία για περισσότερη γνώση που είναι η καλή πλευρά της υπόθεσης. Γνώση όμως βρίσκεται και αλλού. Και μάλιστα περιμένει ανεκμετάλλευτη στα υπόγεια των μουσείων όπου θα σκεπαστεί από νέα ευρήματα που θα έχουν την ίδια τύχη.
Από την άλλη μεριά σήμερα βρίσκονται χρήματα για ανασκαφές, που όμως μπορεί να έχουν αρνητικό αποτέλεσμα αν δεν διοχετευθούν σωστά. Φοβούμαι ότι σήμερα υπάρχει μια τάση στους αρχαιολόγους όταν βρίσκουν χρηματοδότηση να σπεύδουν να την πάρουν. Ετσι βρίσκουν μια θέση που δεν απειλείται και αρχίζουν να σκάβουν. Ενα πράγμα όμως που δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς είναι ότι κάθε ανασκαφή είναι και μία καταστροφή. Οταν σκάβεις κάτι και το απομακρύνεις από εκεί που βρίσκεται, από την αρχαιότητα, έχεις τελειωτικά καταστρέψει όλο το πλαίσιο μέσα στο οποίο βρισκόταν. Γιατί η ανασκαφή είναι μια τελεσίδικη πράξη, κάτι που συμβαίνει μόνο μία φορά. Λένε ότι είναι σαν ένα βιβλίο ιστορίας και ο ανασκαφέας καίει τις σελίδες του καθώς τις διαβάζει».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι ο κύριος στον οποίο τέθηκε αυτό το αρκετά γενικό είναι η αλήθεια ερώτημα δεν έχει διάθεση για αοριστολογίες ούτε του αρέσει να τον διακόπτουν. Μιλάει χαμηλόφωνα, εξαιρετικά γρήγορα και… όπως είθισται, μέσα από τα δόντια του. Οι λέξεις «ευθύνη» και «υποχρέωση» ακούγονται σε κάθε δεύτερη φράση του δημιουργώντας ένα τείχος απαραβίαστου ορθολογισμού. Είναι ακριβολόγος, τολμηρός στις κρίσεις του και ο τόνος της φωνής του ανεβαίνει μόνο όταν πει κάποιο αστείο. Τότε ακούγεται ένα ηχηρό γέλιο και καταλαβαίνεις γιατί είναι τόσο αγαπητός στους φίλους του και γιατί τον θαυμάζουν τόσο οι μαθητές του. Θα συνεχίσει τη σκέψη του με τον ίδιο ρυθμό:
Οι ευθύνες και οι υποχρεώσεις
«Η υποχρέωση επομένως να μελετήσεις, να δημοσιεύσεις και να διασώσεις αυτό που βρήκες και κατανόησες, χωρίς να ξεχνάς ότι την ίδια ώρα που έσκαβες κατέστρεφες πολλές μαρτυρίες που είτε δεν πρόσεξες είτε δεν κατάλαβες, είναι απόλυτη. Γιατί ο ανασκαφέας είναι ο μόνος άνθρωπος που ξέρει τι ακριβώς υπήρχε στο σημείο όπου έσκαψε. Και ο ανασκαφέας έχει την απόλυτη υποχρέωση απέναντι στην αρχαιότητα και στους ανθρώπους των οποίων τον πολιτισμό μελετά να καταγράψει τι ακριβώς βρήκε και πώς το κατανόησε. Χωρίς τη δημοσίευση λοιπόν η ανασκαφή είναι καθαρή καταστροφή, εκτός ίσως από κάποια ευρήματα που θα εκτεθούν σε κάποιο μουσείο. Μιλάμε για μια πολύ μεγάλη ευθύνη των αρχαιολόγων και δεν νομίζω ότι πολλοί ανασκαφείς την έχουν κατανοήσει.
Τώρα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και τις άλλες χώρες – πηγές αρχαιοτήτων, αυτές έχουν υποχρέωση να διασώσουν τα αρχαία τους που κινδυνεύουν όχι μόνο από τους ανασκαφείς αλλά και από τον σύγχρονο κόσμο. Σε αυτές τις χώρες η αρχαιολογία πρέπει να έχει το προβάδισμα.
Κύρια λοιπόν και απόλυτη υποχρέωση του ανασκαφέα είναι να σώσει ό,τι προφτάσει και ισχύει για την κανονική αλλά και για τη σωστική ανασκαφή, που είναι ανασκαφή με την απόλυτη έννοια της λέξης. Η υποχρέωσή του είναι η ίδια: να ενημερώσει τον επιστημονικό κόσμο για το εύρημά του και να το δημοσιοποιήσει σε διαφορετικό επίπεδο στο ευρύ κοινό, που δεν είναι μόνο οι κάτοικοι της χώρας όπου έγινε η ανασκαφή αλλά όλος ο κόσμος. Δεν πρέπει κανένας να νομίζει ότι το παρελθόν του ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν. Και δεν ξέρω, αλλά έχω την εντύπωση ότι στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλος ζήλος για… μια τέτοια αποκλειστική ιδιοποίηση.
Οι αρχαιολόγοι, και όχι μόνο οι έλληνες αρχαιολόγοι, είναι άνθρωποι ζηλότυποι και υπερόπτες, που πιστεύουν ότι κάθε φλοίδα αρχαίου πρέπει να διασωθεί για να μελετηθεί από αυτούς. Αν τώρα δεν έχουν τον χρόνο να το κάνουν… τότε κανένας άλλος δεν μπορεί. Βέβαια αυτό συμβαίνει παντού. Τι σημασία όμως έχει αν κάποιο εύρημα κάποιου κοιμητηρίου στον αυλόγυρο μιας εκκλησίας στην Αγγλία κρατηθεί από τον αρχαιολόγο και δεν δημοσιευθεί; Στις χώρες – πηγές των αρχαίων και στην Ελλάδα τα ευρήματα έχουν άλλη αξία.
Ευκαιρίες στους νέους
Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί νέοι αρχαιολόγοι που χρειάζονται υλικό για να μελετήσουν και δεν το βρίσκουν. Γιατί να μην τους δοθεί η ευκαιρία να δουλέψουν επάνω σε κάτι που κανένας δεν μελέτησε ως τώρα; Η «καταστροφή» έχει ήδη γίνει με την ανασκαφή. Τουλάχιστον ας δημοσιευθούν τα ευρήματα. Ο λόγος που δεν γίνεται ως τώρα αυτό είναι η στάση των παλαιότερων αρχαιολόγων και η έλλειψη έμπνευσης από το υπουργείο. Γιατί να μη δοθούν υποτροφίες για να μελετήσουν οι φοιτητές ευρήματα ξεχασμένα στα υπόγεια των μουσείων τα οποία πιθανότατα δεν ανήκουν σε κανέναν ή αν ανήκουν ο ανασκαφέας τους ενδιαφέρεται για κάτι άλλο;».
Για τον κ. Boardman ήρθε η ώρα για το «σκάψιμο» στα υπόγεια των μουσείων. Είχε πριν από χρόνια προτείνει στην Ιταλία να δανείσουν τέτοιο αδημοσίευτο υλικό σε άλλα μουσεία, τα οποία θα το συντηρούσαν, θα το εξέθεταν και θα το δημοσίευαν και μετά από αρκετό καιρό θα το επέστρεφαν στους Ιταλούς. Αυτό δεν έγινε στην Ιταλία αλλά έγινε στην Τυνησία όπου στο Μουσείο της Τύνιδας φυλάγονταν τα ευρήματα ενός ναυαγίου που για χρόνια έμεναν αμελέτητα. Τελικά τα δάνεισαν στο Μουσείο της Βόννης όπου τα συντήρησαν, τα δημοσίευσαν και οργάνωσαν ένα συνέδριο και μία έκθεση. Οταν πέρασε ο συμφωνημένος χρόνος τα ευρήματα επεστράφησαν στην Τύνιδα. Από την Τύνιδα όμως πίσω στην Ελλάδα:
«Από την άλλη μεριά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αρχαιολογία πληρώνεται από τον φορολογούμενο ο οποίος έχει δικαίωμα να ξέρει πού πάνε τα χρήματά του. Και στην Ελλάδα αυτό γίνεται με εξαιρετικό τρόπο με τις θαυμάσιες και πλούσια εικονογραφημένες εκδόσεις που απευθύνονται στο ευρύ κοινό και χωρίς να είναι επιστημονικές δημοσιεύσεις είναι γραμμένες από ειδικούς. Η Εκδοτική Αθηνών και άλλοι εκδοτικοί οίκοι έχουν δώσει θαυμάσιες σειρές τέτοιων βιβλίων. Ενα από τα καλύτερα παραδείγματα είναι ο τόμος για την αρχαία κεραμική του Μ. Τιβέριου, για τα κοσμήματα της Αικ. Δεσποίνη ή για τα χάλκινα της αείμνηστης Ιουλίας Βωκοτοπούλου. Η Ελλάδα μάς έχει δώσει θαυμάσιες τέτοιες εκδόσεις. Με αυτές τις θαυμάσιες εκδόσεις εκπληρώνεται το ένα σκέλος των υποχρεώσεων των αρχαιολόγων απέναντι στο ευρύ κοινό. Στον τομέα όμως των επιστημονικών δημοσιεύσεων το κενό παραμένει».