Ηδη πριν από την Επανάσταση του 1821 ο χώρος πλησίον της Μονής Λουκούς Κάτω Δολιανών Κυνουρίας ήταν γνωστός για τις αρχαιότητές του και κυρίως για τα γλυπτά που αποκαλύπτονταν εκεί από μοναχούς κατά την καλλιέργεια. Τα ευρήματα αυτά συγκεντρώνονταν και φυλάσσονταν στον χώρο της Μονής.
Το πλήθος των τυχαίων ευρημάτων προκάλεσε και οργανωμένες προσπάθειες αποκάλυψης αρχαιοτήτων. Οταν ο Βελή Πασάς έγινε διοικητής της Πελοποννήσου, με έδρα την Τρίπολη (1807-1812), πραγματοποίησε ανασκαφές στη Λουκού αναζητώντας γλυπτά προς πώλησιν. Αγνωστο είναι τι βρήκε και σε ποια αγορά διοχέτευσε τα προϊόντα της έρευνάς του. Πιθανολογείται ότι μια μαρμάρινη κεφαλή νέου, που βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο, έχει αυτή την προέλευση. Στα χρόνια της Επανάστασης οι μοναχοί έσκαψαν σε διάφορα σημεία και αποκάλυψαν γλυπτά, τα οποία αρχικά συγκεντρώθηκαν στη Μονή και στη συνέχεια δωρήθηκαν στο πρώτο ελληνικό Μουσείο που ίδρυσε το 1829 ο Καποδίστριας στην Αίγινα. Πρόκειται για μια αμαζόνα, υπερφυσικού μεγέθους (ύψους 2,79 μ.), που λειτουργούσε ως Καρυάτιδα, μια ακέφαλη σφίγγα, ένα γυναικείο ακέφαλο άγαλμα, ένα ανάγλυφο αφηρωισμένου νέου (ίσως του Αχιλλέα, ενός από τους αγαπημένους εφήβους του Ηρώδη του Αττικού) και το «ανάγλυφο της Τελετής». Τα έργα αυτά αποτέλεσαν τον πυρήνα της συλλογής γλυπτών του πρώτου ελληνικού Μουσείου και αργότερα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα, όπου βρίσκονται σήμερα. Αλλά και μετά την αρχαιολογική δραστηριότητα των μοναχών δεν έπαψαν να βρίσκονται τυχαία διάφορα γλυπτά, τα οποία παραδίδονταν είτε στο Εθνικό Μουσείο είτε στο Μουσείο Αστρους. Το 1872 παραδόθηκε στο Εθνικό Μουσείο το γνωστό στην αρχαιολογική έρευνα ανάγλυφο των Ασκληπιαδών (αττικό έργο περί το 380 π.Χ.). Απεικονίζονται οι Ασκληπιάδες (Ασκληπιός, Ηπιόνη, Ποδαλείριος, Μαχάων, Ακεσώ, Ιασώ, Πανάκεια) και η οικογένεια του αναθέτη, συνολικά 14 μορφές. Επίσης στο περιβόλι της Μονής βρέθηκε το σημαντικό άγαλμα ένθρονης Αθηνάς που εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Τριπόλεως.
Η άνοδος ενός επιχειρηματία
Μια εξαίρετη κεφαλή, πορτρέτο του Αίλιου Βέρου (86-138 μ.Χ.) από πεντελικό μάρμαρο, βρέθηκε στα χρόνια της γερμανικής κατοχής από τον Ι. Οικονόμου, κάτοικο Δολιανών, ο οποίος τη μετέφερε στο σπίτι του. Το 1944, κατά την εκκαθαριστική επιχείρηση των Γερμανών στην Κυνουρία, ένας γερμανός αξιωματικός είδε εκεί το κεφάλι, το περιεργάστηκε και έφυγε. Ο Οικονόμου αντιλαμβανόμενος τις προφανείς προθέσεις του έθαψε αμέσως το τεράστιο κεφάλι (ύψους 0,41 μ. και βάρους 30-40 κιλών) σε έναν λάκκο που έτυχε να έχει ανοιγμένο στον κήπο του για να φυτέψει ένα δέντρο. Σύντομα ο γερμανός αξιωματικός επέστρεψε με στρατιώτες και το αναζήτησε επίμονα, αλλά μάταια. Το άγαλμα έτσι σώθηκε. Εμεινε θαμμένο εκεί ως το 1970, όταν τα παιδιά του Οικονόμου που καλλιεργούσαν τον κήπο το ξαναβρήκαν τυχαία και το παρέδωσαν στο Μουσείο Αστρους. Από τον περασμένο ο αιώνα οι ευρωπαίοι περιηγητές είχαν επισημάνει τη σημασία του χώρου αυτού, όπου είχαν εντοπιστεί τόσα και τέτοια γλυπτά. Αλλά πρώτος ο αείμνηστος καθηγητής Αρχαιολογίας Κ. Ρωμαίος, το 1906, συνδυάζοντας τα στοιχεία μιας επιγραφής από τη Λουκού με εκείνα επιγραφής από τον Μαραθώνα, όπου ήταν γνωστή η ύπαρξη έπαυλης του Ηρώδη Αττικού, και με τη βοήθεια μιας δεύτερης επιγραφής από τη Λουκού, κατέληξε στο τολμηρό, για τα λιγοστά αυτά δεδομένα, συμπέρασμα ότι στη Λουκού θα υπήρχε ακόμη μία έπαυλη του Ηρώδη, παρά την απόλυτη σιωπή των αρχαίων πηγών σχετικά με την ύπαρξή της και ειδικά την παράλειψη του περιηγητή Παυσανία, ο οποίος περιέγραψε την περιοχή, να κάνει οποιαδήποτε σχετική μνεία.
Ο Ηρώδης Αττικός καταγόταν από τον Μαραθώνα και ήταν γιος του Αττικού Ιππάρχου, ενός βαθύπλουτου Αθηναίου, ο οποίος όφειλε τον πλούτο του στη μεγάλη τύχη που είχε να βρει έναν αμύθητο θησαυρό στο σπίτι του! Ως καλός υπήκοος, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, ενημέρωσε για το γεγονός τον αυτοκράτορα Νέρβα, ο οποίος του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει το εύρημά του. Ο πλούτος του Αττικού ήταν τόσος ώστε η διαθήκη του όριζε να δίνεται ετησίως μετά τον θάνατό του ένα ποσόν σε κάθε αθηναίο πολίτη. Ο κληρονόμος του Ηρώδης αποφάσισε αντί γι’ αυτό να πάρει εφάπαξ κάθε πολίτης πέντε μνας. Οι περισσότεροι όμως δεν πήραν τίποτε, γιατί σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο Ηρώδης οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους χρωστούσαν στον πατέρα ή στον παππού του.
Ο Ηρώδης πήρε λαμπρή μόρφωση και έγινε φιλόσοφος, περίφημος σοφιστής και ρήτορας. Από τα πολυάριθμα έργα του θεωρείται ότι σώθηκε ένα (Περί Πολιτείας), το οποίο και αυτό είναι αμφιβόλου γνησιότητος. Οι πηγές αναφέρουν ονόματα των πολυάριθμων μαθητών του, μεταξύ των οποίων και των αυτοκρατόρων Λουκίου Βέρου και Μάρκου Αυρηλίου. Κατάφερε να αυξήσει σημαντικά την πατρική περιουσία, επενδύοντας σε αγροτικές εκτάσεις σε διάφορες περιοχές (Μαραθώνα, Κόρινθο, Γύθειο, Εύβοια, Θυρεάτιδα). Η επιλογή των περιοχών αυτών φανερώνει ότι ενδιαφερόταν για την παραγωγή λαδιού και κρασιού. Εκμεταλλευόταν επίσης τα περίφημα λατομεία μαρμάρου της Πεντέλης, που τότε ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρα, καθώς το μάρμαρο αυτό ήταν περιζήτητο σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι επιτυχείς επιχειρηματικές δραστηριότητές του αλλά και οι άριστες σχέσεις του με τους ρωμαίους αυτοκράτορες τον ανέδειξαν στον πλουσιότερο και ισχυρότερο άνθρωπο της Ελλάδας. Τιμήθηκε με διάφορα αξιώματα στην Αθήνα και στη Ρώμη, έγινε μάλιστα ύπατος το 142 μ.Χ. Επιπλέον νυμφεύθηκε Ρωμαία, τη Ρήγιλλα, ζούσε σύμφωνα με το ρωμαϊκό πρότυπο της εποχής και έφθασε στο σημείο να τροποποιήσει το όνομά του επί το λατινικότερον. Από Ηρώδης Αττικού Μαραθώνιος ονομάστηκε Βιβούλιος Ιππαρχος Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης.
Ευεργέτης ή εγκληματίας;
Πέρα από το περίφημο ωδείο με στέγη από πανάκριβο ξύλο κέδρου που ανήγειρε το 160 μ.Χ. προς τιμήν της Ρηγίλλης και τα άλλα κτίρια που δώρισε στην Αθήνα, πολλά ακόμη λαμπρά οικοδομήματα σε διάφορες πόλεις και ιερά (Ολυμπία, Δελφοί, Αλεξάνδρεια, Κόρινθος κ.α.) αποτελούν δωρεές του. Αναμφισβήτητα ήταν ιδιόρρυθμης ιδιοσυγκρασίας και η προσωπικότητά του παραμένει αμφιλεγόμενη. Μερικοί τον θεωρούσαν ευεργέτη και άλλοι διεστραμμένο εγκληματία. Οι πολυάριθμοι και αδιευκρίνιστοι θάνατοι που συνέβησαν στο άμεσο περιβάλλον του τροφοδότησαν τη δεύτερη άποψη.
Σύμφωνα με τον σοφιστή Φιλόστρατο (βασική πηγή για τον βίο του Ηρώδη) με εντολή του ένας δούλος σκότωσε με κλωτσιά την έγκυο Ρήγιλλα. Ο αδελφός της, ο ύπατος Βραδούας, τον μήνυσε και ο Ηρώδης προσήχθη σε δίκη στη Ρώμη αλλά αθωώθηκε, παρά τις αναπάντητες υποψίες. Επίσης τα παιδιά του Ελπινίκη, Παναθηναΐς, Αθηναΐς και Ρήγιλος, πέθαναν σε νεαρή ηλικία υπό σκοτεινές συνθήκες, όπως και οι τρεις νεαροί νέγροι (Πολυδευκίων, Αχιλλεύς και Μέμνων), που αποτελούσαν την ιδιαίτερη συντροφιά του, ενώ οι αγαπημένες του δίδυμες οινοχόοι φέρονται ότι σκοτώθηκαν από κεραυνό. Ο μόνος από την οικογένεια που απέμεινε ήταν ο γιος του Αττικός, ο οποίος έπασχε από διανοητική ασθένεια και για να μάθει την αλφάβητο ο Ηρώδης ανέτρεφε μαζί του 24 αγόρια που το καθένα είχε για όνομα ένα γράμμα της αλφαβήτου! Πάντως ο Ηρώδης εμφανίστηκε να πενθεί για τους θανάτους αυτούς στήνοντας αγάλματα της Ρηγίλλης και των τριών εφήβων στις επαύλεις του, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο φίλος του αυτοκράτωρ Αδριανός για τον δικό του πρόωρα χαμένο ευνοούμενο, τον Αντίνοο, του οποίου το άγαλμα που έστησε ο Ηρώδης στη Λουκού βρήκαμε στην ανασκαφή του 1977. Σε επιγραφή που βρέθηκε στην Κηφισιά, από άγαλμα που έστησε ο Ηρώδης για τη Ρήγιλλα, τη χαρακτηρίζει «φως της οικίας» («Αππία Αννία Ρήγιλλα Ηρώδου γυνή, το φως της οικίας») και αναφέρεται ότι την πένθησε αναρτώντας στην έπαυλή του μαύρα παραπετάσματα. Ο Φιλόστρατος περιγράφει τους ακραίους τρόπους με τους οποίους πένθησε τις κόρες του και τους χαρακτηρίζει και αυτός υπερβολικούς («επένθει δε ταις υπεροβολαίς ταύταις τας θυγατέρας»).
Μια σημαντική ανακάλυψη
Παρά την επιθυμία του να ταφεί στον Μαραθώνα, οι Αθηναίοι άρπαξαν το σώμα του και το μετέφεραν στην Αθήνα, όπου οι πολίτες το δέχθηκαν με δάκρυα και επευφημίες, και το έθαψαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Ως το 1977, λόγω των γλυπτών και των επιγραφών που είχαν βρεθεί, οι επιστήμονες είχαν πια πεισθεί για την ορθότητα της ερμηνείας του Κ. Ρωμαίου και για την ύπαρξη έπαυλης του πάμπλουτου Ηρώδη κάπου στην περιοχή της Λουκούς. Αγνωστη όμως παρέμενε η ακριβής θέση της, καθώς τίποτε δεν είχε αποκαλυφθεί από το ίδιο το οικοδόμημα. Το φθινόπωρο του 1977 η Ε’ Εφορεία Αρχαιοτήτων, με προϊστάμενο τον Γ. Σταϊνχάουερ, ενέκρινε το αίτημά μου για πραγματοποίηση ανασκαφικής έρευνας για τον εντοπισμό της έπαυλης, την οποία και μου ανέθεσε. Η επιλογή του σημείου όπου θα πραγματοποιούνταν οι πρώτες ανασκαφικές τομές δεν ήταν εύκολη, καθώς η περιοχή στην οποία είχαν βρεθεί διάσπαρτες οι διάφορες αρχαιότητες ήταν εκτεταμένη. Η πρώτη μου τομή όμως αποκάλυψε αμέσως τη θαυμάσια προτομή του Αντινόου και οι άλλες έδωσαν σε λίγες ημέρες τα πολυτελή αρχιτεκτονικά λείψανα που ζητούσαμε, μαζί με πολυάριθμα άλλα γλυπτά, μεταξύ των οποίων και η γνωστή αττική επιτύμβια στήλη του 4ου αι. π.Χ., που απεικονίζει τη νεκρή με τη δούλη της. Με τις αποκαλύψεις αυτές επιβεβαιώθηκε απολύτως η υπόθεση που ο Ρωμαίος είχε διατυπώσει 70 χρόνια νωρίτερα και η πρόβλεψή του ότι «όποιος σκάψει την έπαυλη θα βρει έργα πέρα και πάνω από κάθε προσδοκία».
Η ανασκαφή συνεχίζεται ως σήμερα από την ίδια Εφορεία Αρχαιοτήτων, φέροντας στο φως την ασύλληπτη πολυτέλεια της έπαυλης που οικοδόμησε ο Ηρώδης στη Θυρεάτιδα, για να εκμεταλλευθεί τον απέραντο ελαιώνα της, αλλά και δεκάδες έργα πλαστικής, τα οποία μαρτυρούν το συλλεκτικό πάθος που έτρεφε για τα γλυπτά, σε μια εποχή παρακμής και υποτέλειας για την Ελλάδα. Είναι βέβαιο ότι η αποκάλυψη περισσότερων γλυπτών και αρχιτεκτονικών ευρημάτων θα συνεχισθεί, και ευχή μου είναι να συμπληρωθεί με την ίδρυση ενός μουσείου αντάξιου της γλυπτοθήκης του Ηρώδη.
Ο κ. Παναγιώτης Β. Φάκλαρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μέλος της πανεπιστημιακής ανασκαφής της Βεργίνας.