Απέναντι από τον Λευκό Πύργο, σε ένα κεντρικό και πράσινο σημείο της Θεσσαλονίκης, ιδρύθηκε το 1993 χάλκινος ανδριάντας του Φιλίππου Β’, βασιλιά της Μακεδονίας και πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου. Απ’ όσο γνωρίζω, πρόκειται για το πρώτο και ίσως το μόνο άγαλμα του βασιλιά αυτού που στήνεται στη νεότερη Ελλάδα και οι λόγοι που υπαγόρευσαν την απόφαση αυτή είναι προφανείς. Αν και ο Φίλιππος δεν έχει ιστορική σχέση με τη Θεσσαλονίκη, που ιδρύθηκε από τον Κάσσανδρο 21 χρόνια μετά τη δολοφονία του Φιλίππου, είναι αναντίρρητο ότι στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας, το άγαλμα του βασιλιά που επέκτεινε και ισχυροποίησε το βασίλειο της Μακεδονίας έχει σημαντική θέση.
Η χρονική στιγμή της ίδρυσης του ανδριάντα συνδέεται με το εθνικό πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί σχετικά με την ονομασία του νεοϊδρυθέντος γειτονικού κράτους. Ο ασύλητος τάφος της Βεργίνας, που εσφαλμένα έχει επικρατήσει στην Ελλάδα ότι ανήκει στον βασιλιά αυτόν, είχε αποτελέσει τότε ένα εκ των επιχειρημάτων που προβάλλονταν για την τεκμηρίωση της αυταπόδεικτης ιστορικά ελληνικότητας της Μακεδονίας. Επομένως η ίδρυση ανδριάντα του Φιλίππου Β’ στη Θεσσαλονίκη προφανώς εκτιμήθηκε ότι θα εξυπηρετήσει εθνικούς σκοπούς, συνδέοντας τη Θεσσαλονίκη με τον Φίλιππο και την αρχαία Μακεδονία και καλλιεργώντας έτσι την ιστορική μνήμη, η οποία συμβάλλει στη διασφάλιση της Βόρειας Ελλάδας από απευκταία ανάλογα μελλοντικά προβλήματα. Δικαιολογημένα λοιπόν τα κίνητρα και το σκεπτικό που συμπεραίνει κανείς ότι οδήγησαν στη δημιουργία του μνημείου. Ο βαθμός όμως στον οποίο το αποτέλεσμα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τις προθέσεις αυτές είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, η διευθέτηση των οποίων δεν μαρτυρεί, κατά την άποψή μου, τη δέουσα επιμέλεια και σοβαρότητα.
Εκτός τόπου
Δεν γνωρίζω με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή της θέσης, στην οποία στήθηκε το μνημείο και ποιοι περιορισμοί επέβαλαν τη συγκεκριμένη. Είναι όμως οφθαλμοφανές ότι το σημείο αυτό, στο τρίγωνο της συμβολής τριών κεντρικών οδών, δεν παρέχει στο γλυπτό τις προϋποθέσεις ανάδειξής του, καθώς ο περιβάλλων χώρος είναι περιορισμένος. Ενα από τα κριτήρια θα αποτέλεσε ενδεχομένως η σχετική γειτνίαση του σημείου αυτού προς το Αρχαιολογικό Μουσείο, στο οποίο βρίσκονταν τότε εκτεθειμένα τα ευρήματα του τάφου της Βεργίνας, καθώς και τα οστά του ενός νεκρού του τάφου αυτού, που στην Ελλάδα είχε επικρατήσει ότι ανήκουν στο Φίλιππο. Περιττό το εκτενές σχόλιο (αν και πρώτη φορά γίνεται δημοσίως) επί του μακάβριου και κακόγουστου ζητήματος της έκθεσης του σκελετού, που πιστευόταν ότι ανήκει στην εξέχουσα αυτή ιστορική προσωπικότητα που τάφηκε με τιμές, στη θέα και στον θόρυβο των χιλιάδων επισκεπτών του Μουσείου και μάλιστα με τρόπο όχι μόνο ατυχή αλλά και προσβλητικό για τον νεκρό και την αισθητική μας, δίπλα δηλαδή στην είσοδο, σε χαμηλή, φθηνή γυάλινη προθήκη, εφαπτόμενη στον τοίχο της εισόδου· και όλα αυτά σε εποχή κατά την οποία ο Φίλιππος και ο τάφος της Βεργίνας χρησιμοποιούνταν ως εθνικό επιχείρημα προς ενίσχυση των ελληνικών θέσεων και κατατρόπωση των παράλογων διεκδικητών της ιστορικής ονομασίας. Ευτυχώς ο εξευτελισμός του νεκρού και του πολιτισμού μας έληξε το 1997, όταν μεταφέρθηκαν τα οστά πίσω στη Βεργίνα και έχω την ελπίδα ότι κάποτε θα επανατοποθετηθούν μέσα στον λαμπρό τάφο, όπου είναι η θέση τους. Το κωμικοτραγικό στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι ο τάφος και ο σκελετός αυτός δεν έχουν, κατά την προσωπική μου και άλλων ερευνητών την άποψη, καμιά σχέση με τον Φίλιππο Β’ και κάποιος άλλος νεκρός, άγνωστος σε μένα, είχε την ατυχία να υποστεί την προσβολή αυτή και ποιος ξέρει πόση ακόμη ταραχή επειδή τον πέρασαν για τον Φίλιππο Β’.
Το στήσιμο του ανδριάντα όμως δεν απέτυχε μόνο λόγω στενότητας χώρου, αλλά στηριγμένο καθώς είναι σε χαμηλή βάση (ύψους μόλις 1,5 μ.) και καθώς το μέγεθός του δεν είναι πολύ μεγαλύτερο από το φυσικό, στερείται των στοιχείων εντυπωσιασμού που θα του προσέδιδαν τη μεγαλοπρέπεια και την επιβλητικότητα που απαιτείται για τον ανδριάντα μιας ιστορικής προσωπικότητας τέτοιου μεγέθους. Το άγαλμα αυτό δεν μπορεί να εντυπωσιάσει ούτε με το μέγεθος ούτε με το στήσιμό του ούτε και με την έκφρασή του. Ο βασιλιάς Φίλιππος Β’, ο αήττητος πολέμαρχος, που με την οξυδέρκεια και την πυγμή του ανασυγκρότησε και επέκτεινε το βασίλειο της Μακεδονίας, κατατροπώνοντας κάθε αντίπαλο, βρίσκεται στημένος λίγο ψηλότερα από τους διερχόμενους πεζούς που περιμένουν το πράσινο για να διασχίσουν τους δρόμους.
Ψευδεπίγραφα χαρακτηριστικά
Επιπλέον η ίδρυση αγάλματος του Φιλίππου Β’, που τελείωσε τις ένδοξες μέρες του δολοφονημένος ενώ εισερχόταν άοπλος στο θέατρο των Αιγών (μεταξύ Λευκαδίων και Κοπανού Ναούσης), ακριβώς δίπλα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, φαντάζομαι ότι θα προκαλεί τουλάχιστον θυμηδία στους περαστικούς και δικαιολογεί την έκφραση αμηχανίας και δυσφορίας που υπάρχει στη μορφή του, τη στιγμή μάλιστα που παριστάνεται χωρίς επιθετικό οπλισμό.
Αλλά και ο αμυντικός οπλισμός του, που αποτελείται από θώρακα και κράνος, παρουσιάζει ανακολουθίες, παραλείψεις και αυθαιρεσίες. Το κράνος που κρατάει στο δεξί χέρι του είναι ένα κράνος κορινθιακού τύπου, που όμοιά του έχουν μεν βρεθεί στη Μακεδονία, αλλά η χρήση τους είχε σταματήσει πριν από την εποχή του Φιλίππου Β’ και η συγκεκριμένη απεικονιζόμενη παραλλαγή ανάγεται πολύ παλαιότερα. Αποκλείεται ο βασιλιάς αυτός να χρησιμοποίησε ποτέ κράνος αυτού του είδους, αφού στην εποχή του δεν υπήρχε! Για τον θώρακα ο γλύπτης ακολούθησε πιο ασφαλή επιλογή, αντιγράφοντας αυτόν που βρέθηκε στον θάλαμο του τάφου της Βεργίνας. Στον απεικονιζόμενο θώρακα όμως, αν και συμπληρώθηκαν οι δερμάτινες πτέρυγες, που στο εύρημα είχαν αποσυντεθεί, δεν προστέθηκε ένα απολύτως απαραίτητο στοιχείο για τη συγκράτηση του θώρακα στο σώμα, δηλαδή οι ιμάντες που δένονταν από κρίκο σε κρίκο και εμπόδιζαν τον θώρακα να πέσει, αφού, ως δερμάτινοι που ήταν, δεν σώθηκαν και έτσι δεν έγινε αντιληπτή η ουσιώδης αυτή παράλειψη. Είναι ευτύχημα που τα αγάλματα δεν κινούνται, γιατί αν ο Φίλιππος έκανε μια κίνηση για να απομακρύνει τα περιστέρια που τον ρυπαίνουν, ο θώρακας θα άνοιγε και θα σωριαζόταν στα πόδια του, αφού δεν είναι δεμένος.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου φαίνεται ότι προέρχονται από το γνωστό ελεφάντινο κεφαλάκι της κλίνης του ίδιου ταφικού θαλάμου, που θεωρείται, εσφαλμένα κατά την άποψή μου, πορτρέτο του Φιλίππου Β’. Η λύση αυτή ήταν προφανώς πρόσφορη, εφόσον δεν είναι γνωστό αρχαίο πορτρέτο που να απεικονίζει με βεβαιότητα και σχετική ευκρίνεια τα ατομικά χαρακτηριστικά του βασιλιά αυτού. Η μαρμάρινη προτομή της Κοπεγχάγης, που αποδόθηκε στον Φίλιππο, είναι πολύ μεταγενέστερη και δεν είναι βέβαιη η ταύτισή της. Το χρυσό μετάλλιο της Ταρσού (Ρωμαϊκών Χρόνων) έχει και αυτό μεγάλη χρονική απόσταση και η απόδοση της μορφής είναι εξιδανικευμένη. Το δε ψηφιδωτό του Baalbek, το μόνο που ταυτίζεται επιγραφικά με πορτρέτο του βασιλιά αυτού, είναι ακόμη οψιμότερο (4ος αι. μ.Χ.) και μη αξιοποιήσιμο. Οσο για τον ιππέα των νομισμάτων του Φιλίππου Β’, για τον οποίο ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι τον απεικονίζει, υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις και ούτως ή άλλως η κλίμακα της παράστασης είναι μικρογραφική και δεν είναι εμφανή τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. Η θεωρούμενη απεικόνιση του Φιλίππου στην τοιχογραφία του τάφου της Βεργίνας θα ήταν χρήσιμη σε έναν νεότερο δημιουργό του πορτρέτου του, μόνο ως προς το ότι πρόκειται για γενειοφόρο ώριμο άνδρα, αφού το πρόσωπό του μισοκρύβεται απ’ τον αυχένα του αλόγου του.
Μικρές αυθαιρεσίες
Ετσι το περίφημο κεφαλάκι χρησιμοποιήθηκε προφανώς ως αφετηρία του σύγχρονου έργου. Το δεξί μάτι του ανδριάντα απεικονίζεται με παραμόρφωση, προς δήλωση της τυφλότητός του. Το προαναφερθέν όμως ελεφάντινο κεφαλάκι δεν παρουσιάζει τέτοιο πρόβλημα στο μάτι, αλλά η εγκοπή, που θεωρείται ότι δηλώνει το τραύμα που προκάλεσε την τυφλότητά του, βρίσκεται στο φρύδι, ενώ το μάτι απεικονίζεται φυσιολογικό και δεν διαφέρει από τα μάτια των άλλων μορφών της κλίνης. Αλλωστε οι καλλιτέχνες της αρχαιότητας απέφευγαν την απεικόνιση σωματικών ελαττωμάτων, όσο χαρακτηριστικά κι αν ήταν για το εικονιζόμενο πρόσωπο. Την άσχημη διάπλαση της κεφαλής του Περικλή, π.χ., κάλυπταν επιμελώς απεικονίζοντάς τον πάντα με κράνος.
Η απεικόνιση της τυφλότητος του Φιλίππου Β’ είναι μεν θεμιτή ιστορικά, εφόσον ήταν πράγματι τυφλός, όμως δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η μορφή του δεξιού οφθαλμού μετά τον τραυματισμό του. Επίσης θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη, αφού δηλώθηκε η βλάβη του ματιού, θα ήταν και η δήλωση της χωλότητας του δεξιού ποδιού, η οποία παραλείφθηκε. Είναι σεβαστή η επιλογή του καλλιτέχνη να απεικονίσει τα τραύματα του Φιλίππου, θα έπρεπε όμως να υπάρχει συνέπεια στην απόδοση όλων των εμφανών τραυμάτων και να μη γίνει αυτή επιλεκτικά και αυθαίρετα, προσέχοντας επίσης να μη δίνει ο εικονιζόμενος εντύπωση αναξιοπαθούντος, αλλά να πείθει ότι πρόκειται για έναν ανίκητο πολέμαρχο με σημάδια ένδοξων τραυμάτων στο σώμα του. Προϋπόθεση γι’ αυτό θα ήταν η απεικόνισή του με επιθετικά όπλα, ξίφος και σάρισα. Επίσης ξενίζει ιδιαίτερα η απεικόνισή του ως πεζού, ενώ γνωρίζουμε τη σχέση του με τα άλογα. Πόσο διαφορετική αίσθηση θα προκαλούσε ένας έφιππος ανδριάντας του Φιλίππου κραδαίνοντας σάρισα!
Το γλυπτό αυτό είναι σεβαστό ως έργο τέχνης που εκφράζει την άποψη του δημιουργού του για το συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο. Ως άποψη της πρωτεύουσας της Βόρειας Ελλάδας για τον Φίλιππο Β’ όμως, είναι οπωσδήποτε λίγο και υποβαθμίζει το ιστορικό μέγεθος του βασιλιά αυτού, λειτουργώντας αντίθετα από το προσδοκώμενο. Οσο για τα αρχαιολογικά σφάλματα που επισημάνθηκαν στην αμφίεσή του, είναι λάθος να θεωρούνται λεπτομέρειες αντιληπτές μόνο από ειδικούς και γι’ αυτό ανάξιες λόγου. Η τέχνη οφείλει να φωτίζει και να διδάσκει και όχι να αυθαιρετεί εις βάρος της επιστημονικής γνώσης και της ιστορικής μνήμης, αντιγράφοντας με τρόπο βαρβαρικό τα στοιχεία που δεν κατανοεί.
Δεν γνωρίζω κανέναν που να θαύμασε ή έστω να συμπάθησε αυτό το έργο και κατά την άποψή μου αποτελεί μέγιστη υποβάθμιση του Φιλίππου Β’. Πιστεύω λοιπόν ότι πρέπει να απομακρυνθεί από το σημείο αυτό και να τοποθετηθεί σε κάποιο μουσείο σύγχρονης τέχνης. Στην προσωπικότητα του Φιλίππου Β’, που είναι επαρκώς γνωστή ιστορικά, αρμόζει ένα άλλο μνημείο αντάξιο της μεγαλοπρέπειάς του.
Ο κ. Παναγιώτης Β. Φάκλαρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μέλος της πανεπιστημιακής ανασκαφής της Βεργίνας.